Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

«Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή από το Αμφιθέατρο του Σπύρου Α. Ευαγγελάτου


Η αρχαία Ελληνική τραγωδία αποτελεί την ιδανική απεικόνιση μιας κοσμογονικής και συνάμα καταστροφικής αντιπαράθεσης του ανθρώπινου με το θείο, της υπέρβασης με την νομοτέλεια, του φωτός με το σκοτάδι.
Στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, η συγκρουσιακή αυτή σχέση αναπτύσσεται εμφανίζοντας διάφορες παραλλαγές των δύο αρχέγονων αντιπάλων και με τελικό στόχο την Σοφόκλεια τάση για την ανάδειξη της ανθρώπινης βούλησης: Θεϊκή ρήση –χρησμός- σε αντιπαράθεση με την ανθρώπινη απόφαση.
Η τραγική ειρωνεία δεσπόζει σ’ όλη την πορεία του έργου κατευθύνοντας την εξέλιξη, υποβάλλοντας τις ανατροπές, ενισχύοντας την δυναμική της μοίρας σε σημείο που να φτάνει να εμπαίζει τον άνθρωπο.
Πρόκειται για τον αρχετυπικό μύθο που εμβολίζει βάναυσα την κάθε επιδίωξη για αυτογνωσία, για ενδυνάμωση της ανθρώπινης βούλησης, για έλεγχο των μηχανισμών που καθορίζουν την τυχαιότητα της γέννησης και της πατρότητας, συνθήκες που δεν μπορούμε ούτε να μεταβάλλουμε, ούτε να αποφύγουμε.
Ο ήρωας στιγματίζεται από το παράδοξο, του να γνωρίζει τι είναι άνθρωπος απαντώντας στο αίνιγμα της Σφίγγας αλλά να αγνοεί ποιος είναι ο ίδιος. Η άγνοια της καταγωγής του σημαδεύει την ύπαρξή του και πάνω σ’ αυτήν εξυφαίνεται το τραγικό του πεπρωμένο. Η κίνηση προς την αλήθεια μοιάζει με την παλινδρομική κίνηση ενός εκκρεμούς και η συνειδητή αναζήτηση απαλλαγής από την πλάνη θα οδηγήσει τον πατροκτόνο και αιμομίχτη βασιλιά στην καθαρτική αυτοτιμωρία της τύφλωσης.
Έργο πολλαπλών διαστάσεων και ερμηνευτικών επιλογών ενέπνευσε ποικίλες σκηνοθετικές αναγνώσεις που άλλοτε σχολίαζαν ενδελεχώς τα θεατρικά πρόσωπα βάσει ψυχαναλυτικών θεωριών, άλλοτε αναδείκνυαν το πολιτικό ή κοινωνιολογικό υπόστρωμα του κειμένου ενώ κάποιες εστίαζαν στην μυθολογική οπτική ή υπογράμμιζαν το θρησκευτικό στοιχείο. Διατυπώθηκαν συχνά ακραίες απόψεις εν όψει πειραματισμού, οι οποίες απομακρύνθηκαν απ’ την υπαρξιακή οντολογική δυναμική του δράματος που εξασφαλίζει διαχρονική απήχηση, με πρόσχημα την έρευνα σε μεθόδους.
Ο μύθος του έργου καθώς δίδεται με σοφή λιτότητα και σαφήνεια από τον συγγραφέα, είναι αρκετός για να εκθέσει τη σημασία της ψυχικής χωλότητας του ήρωα, η οποία είναι ουσιωδώς συμβολικής τάξεως αφού υποδεικνύει την ατέλεια της μνήμης, την αδυναμία υπαγωγής στην περιεσκεμμένη εμπειρία και στον λόγο και κυρίως την ανατροπή της κοσμικής τάξης, την παραβίαση των νόμων που την διέπουν.
Η περαιτέρω προβολή της με κουραστικά επίμονα οπτικά σημεία παρελκύει, υπονομεύει το τραγικό στοιχείο, υποβαθμίζει γελοιογραφικά το μύθο. Γι’ αυτό ίσως οι «κλασσικές» παραστάσεις να προσφέρουν την πιο εμπεριστατωμένη και ουσιαστική απόδοση του έργου, επικεντρώνοντας στην ουσία και τηρώντας το μέτρο, χωρίς να διαπράττουν σκηνοθετική «ύβρη».

Η παράσταση
Μια τέτοια κλασσική σκηνοθεσία είδαμε προ ημερών στο θέατρο «Δώρα Στράτου», από τον Σπύρο Ευαγγελάτο. Έχει κανείς υψηλές απαιτήσεις όταν προσέρχεται να παρακολουθήσει παράσταση του ακαδημαϊκού και πολύπειρου σκηνοθέτη που κατέχει δικαίως ξεχωριστή θέση στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
Η σκηνοθετική προσέγγισή του στον «Οιδίποδα Τύραννο» τήρησε το μέτρο χωρίς να ξεφύγει από τα «κλασσικά» πρότυπα και απέδωσε λιτά τον τραγικό μύθο, αποφεύγοντας κοσμητικά εφευρήματα και σκηνοθετικά τερτίπια που θα υποσκέλιζαν την ουσία του τραγικού λόγου.
Ωστόσο δεν εκμεταλλεύτηκε τις πολλαπλές εκφάνσεις του μύθου και παρέμεινε στην εικονογράφηση της δράσης. Απέφυγε να μας προσφέρει μια διαφορετική ανάγνωση του έργου, που από έναν τέτοιο διανούμενο θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ο οποίος μας είχε προσφέρει ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ στο «Σλουθ», το χειμώνα που μας πέρασε, απέδωσε τον Οιδίποδα με συνέπεια, χωρίς υπερβολικές συναισθηματικές εξάρσεις αλλά και χωρίς να εμβαθύνει ιδιαίτερα στις τραγικές αντιφάσεις του χαρακτήρα του. Επιχείρησε να σηκώσει άξια το βάρος της συντριβής του ήρωα αλλά δεν ενίσχυσε ερμηνευτικά τις αποχρώσεις του τρόμου του.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έπλασε μια Ιοκάστη μετρημένη και με ισορροπημένες αντιδράσεις πειθαρχώντας στην σκηνοθετική γραμμή που της δόθηκε, αποφεύγοντας να προσδώσει ένταση στην συναισθηματική έκρηξη της ηρωίδας λίγο πριν την αυτοκτονία της και να κλιμακώσει τις αντιδράσεις της καθώς της αποκαλύπτεται σε όλο της το τραγικό μέγεθος, η συμφορά.
Ο Νικόλας Παπαγιάννης έπλασε έναν Ιερέα «άψυχο» χωρίς ερμηνευτικό βάθος. Ενδιαφέρουσα η ερμηνεία του Νίκου Αρβανίτη στο ρόλο του Κρέοντα, όρισε την ποιότητα και το ήθος του ήρωα αλλά και το σθεναρό ταπεραμέντο του.
Ο Τειρεσίας του Μάνου Βακούση δεν κατάφερε να μεταδώσει το ρίγος των λόγων του μάντη και την απόκοσμη αύρα του. Ο Εξάγγελος του Θανάση Κουρλαμπά μετέφερε απλά τον λόγο χωρίς να αποδίδει και το νοηματικό του βάθος ενώ ο Βοσκός του Κωνσταντίνου Ανταλόπουλου διαχειρίστηκε με υποκριτική επάρκεια την συγκίνηση και το άλγος του. Ο Θεράποντας του Σωτήρη Τσακομίδη δεν κατάφερε να σπάσει το σχήμα και να αναδείξει σε βάθος τον χαρακτήρα.
Ο χορός κινήθηκε με κινησιολογική άνεση και τεχνική επάρκεια αποδίδοντας τα οπερετικά χορικά ενώ η μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου ήταν μονότονη, χωρίς αποχρώσεις και εναλλαγές, ίσως καταλληλότερη για πιο γκόθικ θεάματα, παρά για χορικά αρχαίας τραγωδίας.
Τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα λιτά και ευέλικτα, υπέβαλλαν αδρά την ατμόσφαιρα πένθους και εξυπηρέτησαν τα σκηνοθετικά ευρήματα με έμπνευση ενώ στα κοστούμια ίσως ήταν υπερβολή η εικονοποίηση της απειλής του λοιμού με τα πλαστικά αδιάβροχα.
Η μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, λαγαρή κι ευέλικτη απέδωσε τον τραγικό λόγο με θεατρικότητα και ευκρίνεια ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε την ποίηση του αρχαίου κειμένου.
Στα πλην της παράστασης η εκφορά των τελευταίων φράσεων του χορού από τον Οιδίποδα. Δεν είναι τυχαίο που ο Σοφοκλής επιλέγει το χορό να κλείνει την τραγωδία. Ο χορός, εκφραστής της κοινής γνώμης, εκπρόσωπος του λαού, διατυπώνει τις σκέψεις, την νοοτροπία και τη βούληση του μέσου πολίτη. Παρακολουθώντας αδιάλειπτα τα τεκταινόμενα, διαπιστώνει το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» ως πόρισμα, συμπέρασμα, γνωμικό. Ο ήρωας έχει αποχωρίσει από το προσκήνιο κι ο χορός απευθύνεται άμεσα στον θεατή, θεωρό της δράσης για να απευθύνει τη φιλοσοφική ρήση.