Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

«Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν (Φρυνίχου)



 
Το θεατρικό έργο του Ιρλανδού Νομπελίστα συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) με τίτλο «Περιμένοντας τον Γκοντό» («En attendant Godot»), έχει θεωρηθεί από την πλειονότητα των θεατρολόγων, ορόσημο στην Ιστορία του θεάτρου. Πράγματι, πρόκειται για θεατρικό κείμενο με άπειρες, θα λέγαμε, σημασιακές σημάνσεις, που επιτρέπουν την ένταξή του σε αυτό που αποκαλούμε γενικότερα «κλασικό».
     Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι, από πολλές απόψεις, έργο «κλασικό», όχι μόνο επειδή τηρεί κάποιες μορφικές και δομικές κυρίως συνιστώσες της κλασικής δραματουργίας, αλλά και επειδή η αναμονή του Γκοντό επανέρχεται στο διηνεκές. Με άλλα λόγια, το έργο ανεβαίνει πολύ τακτικά σε όλο τον πλανήτη, μέσα από ποικίλες σκηνοθετικές αναγνώσεις, γεγονός ξεχωριστό για το είδος του θεάτρου του παραλόγου, και είναι, όπως λέμε συχνά, παντός καιρού. Η επικαιροποίηση του έργου αναιρεί, στην ουσία, την επικαιροποίηση διότι δεν την χρειάζεται. Κινείται στο πλαίσιο της ουσίας του θεάτρου, που είναι το τριαδικό σχήμα: πραγματικό, φαντασιακό, συμβολικό.
     Το πραγματικό εστιάζει στην γενική ιδέα που γίνεται ειδική για την θέαση των πραγμάτων, το φαντασιακό δίνει τα περιθώρια που δικαιούται το εκάστοτε «εδώ και τώρα» και το συμβολικό ταυτίζεται με την ανάγκη διερμηνείας προσώπων και μη προσώπων, την ίδια στιγμή που η δράση υπογραμμίζει την μη δράση. Εν ολίγοις, το έργο του Μπέκετ, στο σύνολό του, περιλαμβάνεται συμβολικά και άκρως περιεκτικά και ευσύνοπτα στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Κατά την αναμονή δεν συμβαίνει τίποτα το εξελικτικό της δράσεως, η οποία εξοβελίζει την οριζόντια δυναμική της για να αποδώσει το εξέχον τραγικό της υπάρξεως.
     Στο Θέατρο Τέχνης, τέσσερις γυναίκες ηθοποιοί, καθ’ υπέρβασιν της ονοματολογίας, Βλαντιμίρ, Εστραγκόν, Πότζο, Λάκυ, κατορθώνουν να οδηγήσουν τον θεατή στον εκ πρώτης όψεως παράλογο κόσμο των συμβόλων, χάρη στην δεινότητα και στην ευελιξία που τους παρέχει η άνεση του μοναδικού τους ταλέντου.
     Ως Εστραγκόν, η Κάτια Γέρου υποδύεται την αντιφατικότητα ενός απόντος προσώπου της αναφοράς, μέσα από χαρακτηριστικές γκριμάτσες και χειρονομίες που καταλήγουν στην α-πορία. Στον αντίποδα του Εστραγκόν, ο Βλαντιμίρ της Δήμητρας Χατούπη απαντά στη στατικότητα που αναδίδει η κατάσταση των δύο προσώπων, με θορυβώδεις κινήσεις στον χώρο, δρασκελίζοντας τη σκηνή από το ένα σημείο στο άλλο.
     Το άρρωστο τοπίο της εγκατάλειψης δίνει καθώς φαίνεται, τη δυνατότητα εισβολής ενός εξ ίσου άρρωστου ζεύγους, του Πότζο και του Λάκυ, που υποδύονται αντιστοίχως η Λουκία Πιστιόλα και η Μυρτώ Αλικάκη. Το εν λόγω ζεύγος εκφράζει την σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου στον έσχατο βαθμό, προβάλλοντας μάλιστα και καταγγέλλοντας τη χυδαιότητα και την ωμή βία της εξουσίας.
     Σημειωτέον ότι οι τέσσερις γυναικείες φιγούρες απεκδύονται στους ρόλους τους το χαρακτηριστικό κάποιου ορισμένου φύλου, για να αποδώσουν το απόλυτο άφυλο. Άφυλα, άλλωστε, είναι τα πρόσωπα του Μπέκετ. Εξάλλου ως αγόρι, η Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, αν και εξαιρετικά χαριτωμένη ως φυσιογνωμία, εντάσσεται με μεγάλη άνεση στο άφυλο περιβάλλον των προσώπων του έργου, μετατρέποντας έντεχνα την ελαφρότητα της παιδιάστικης αφέλειας σε παραμέτρους της ευθύνης, χαρακτηριστικού στοιχείου ενός άνωθεν εντολοδόχου.
     Κατά ένα μεγάλο μέρος, οι εξαιρετικές ερμηνείες από τις τέσσερις πρωταγωνίστριες, σε συνδυασμό με το σκηνικό του Κωστή Καπελώνη, τα κοστούμια της Κατερίνας Σωτηρίου και τις χορογραφίες της Πωλίνας Κρεμαστά, εμπεριέχουν, όπως είναι φυσικό, την κοσμοθεωρία του σκηνοθέτη Κωστή Καπελώνη, ο οποίος ακολουθεί μια «κλασική» συνταγή στο ανέβασμα του έργου του Μπέκετ.
      Η μετάφραση της Σουζάνας Χούλια και του Κωστή Καπελώνη αποτελεί εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ηθοποιών-ρόλων και διευκολύνει στην άριστη κατανόηση του έργου από τον ακροατή/θεωρό.
Στο πρόγραμμα της παράστασης περιέχονται αποσπάσματα της μετάφρασης. Και τίποτε άλλο…