Τρίτη 28 Απριλίου 2015

«Στροχάιμ» του Δημήτρη Δημητριάδη στο «Από Μηχανής Θέατρο»

      Ο Δημήτρης Δημητριάδης έχει συνθέσει ένα έργο σε μεταπιραντελική ιδεολογία, αλλά με γραφή που παραμένει ωστόσο προσωπική. Με αφορμή ένα θραύσμα χολιγουντιανού μύθου, τη συνάντηση μιας σταρ του κινηματογράφου (Νόρμα Ντέσμοντ) με τον σκηνοθέτης της (Έριχ Φον Στροχάιμ), χωρίς ουσιαστικά ειρμό, αλλά με εκρηκτικά εν πολλοίς σκηνικά τεμάχια, ατενίζει μια δράση με αφετηρία την αμφιβολική σκέψη (το παράλογο εδώ εμπεδώνεται με τη λογική της αμφιβολίας αλλά σε ήπιες εκδοχές). Ένας νεκρός όντως, πότε είναι νεκρός; Ή πότε ένας ζωντανός, ζωντανός; Πότε πρόκειται να πεθάνει κανείς όταν ήδη έχει πεθάνει; Ποια η αξία του πόνου όταν είναι ιδεοληψία; Στον προηγούμενο καρτεσιανό καμβά, ο Δημήτρης Δημητριάδης κεντά τις ιδέες του για το θέατρο, ως αμφίδρομο κάτοπτρο της πραγματικότητας, όπως την ιδέα ενός σκληρού θεού στην φρασεοποιία μιας βίαιης εξαγωγής εμβρύου από την μάσκα της κοιλιάς μιας υποθετικής εγκύου. Την ιδέα ενός θεού που υπάρχει και δεν υπάρχει ή που υπάρχει μόνον ως σκληρός.
    Το γεγονός ότι τα ονόματα και το πλαίσιο δράσης ή η αφορμή δράσης κατάγεται από έναν κινηματογραφικό μύθο δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα ενός θεατρικού περάσματος που έχει παρελθούσα λάμψη και νεωτερική γοητεία. Αυτή η σύνδεση του ιστορικού (πάντα καλλιτεχνικού) «τότε» με το «τώρα» ανοίγει και κλείνει την φιλολογία της δράσης με τη δημιουργία μιας σκηνικής γραφής που βρίσκει τον συγγραφέα να μην παρεκκλίνει από την δόκιμη πορεία του στα Ελληνικά Γράμματα.
     Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Σταμάτης Φασουλής ξεκινάει με την προβολή κινηματογραφικών σκηνών με τους αυθεντικούς ηθοποιούς. Στη συνέχεια, καθώς το πανί αποσύρεται, αποκαλύπτεται ένας ακαθόριστος χώρος κατοικίας-αναμονής όπου θα πραγματοποιηθεί η φανταστική συνάντηση των ηρώων-θεατρικών προσώπων. Ο μικρόκοσμος του κειμένου εικονοποιείται χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να δημιουργεί στον θεατή την αίσθηση αλλά και την ψευδαίσθηση, ότι παρακολουθεί απλωμένους μπροστά του, ολάνοιχτους ψυχισμούς. Άλλωστε, τα σκηνικά του Νίκου Αναγνωστόπουλου προκρίνουν τη δισυπόστατη διάσταση του χώρου (σαλόνι ή πλατό;), τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη ενισχύουν την θεατρικότητα ενώ οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη υπογραμμίζουν την ποικιλία των ψευδαισθήσεων που οδηγούν τους ήρωες από το φαντασιακό στο συμβολικό επίπεδο.
      Ο Άκης Βλουτής, ως Έριχ Φον Στροχάιμ, υποδύεται το πρόσωπο της αναφοράς, σπαρταρώντας από τους σπασμούς ενός πυρετού αντιστάσεων και αυτοπροσδιορισμού. Ως Νόρμα Ντέσμοντ, η Καριοφυλιά Καραμπέτη κινείται στη σφαίρα του υπέρμετρου για να ερμηνεύσει ένα προσωπικό άλγος, μια επιστροφή πένθους ή το μεγάλο θεαματικό φινάλε. Η Ντενίζ Βερνάκ της Αγλαΐας Παππά ενσαρκώνει την ισορροπητική δομή σε μια θεατρική σκηνή ειδώλων και φαντασμάτων που αναχαιτίζει την αμετάκλητη πορεία του εφήμερου βίου. 

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

«Το Ψυγείο» του Copi στο Θέατρο του Νέου Κόσμου (Δώμα)

     
       Ο Αργεντινός συγγραφέας, καρτουνίστας και ηθοποιός Ραούλ Νταμόντε Μποτάνα (Μπουένος Άιρες 1939 – Παρίσι 1987), γνωστός με το ψευδώνυμο Κοπί, δημιουργεί μια ιδιότυπη δραματουργία στην οποία δεσπόζει η έννοια του θανάτου ως μια μορφή ήπιου φόβου αλλά και πανικού. Εξ άλλου, ο πανικός μεταμορφώνεται στο έργο του Κοπί σε έκκεντρα πρόσωπα, ζώα και πράγματα, που ευθύνονται για τη δημιουργία έκκεντρων επίσης καταστάσεων. Τα στοιχεία αυτά σε συνάρτηση με τις εμμονές του συγγραφέα και με συγκεκριμένα κομβικά σημεία της εμπνεύσεως του, αποκρυσταλλώνονται σε διατυπωθείσα αισθητική, η οποία στο σύνολό της παραπέμπει στο γκροτέσκο, στο μακάβριο και ορισμένως στο μπουρλέσκο.
      Από το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο «Η Ημέρα μιας Ονειροπόλου» (1968) μέχρι το τελευταίο «Μία ανώφελη επίσκεψη» (1987), ο Κοπί ξεναγεί τον αναγνώστη/θεατή/ακροατή σε ένα χώρο φαντασιακό, χώρο του ονείρου και του εφιάλτη, όπου διαπλέκονται η αλήθεια με το ψέμα και το μυστικό με την απάτη. Ο μικρόκοσμος του Αργεντινού δημιουργού κινείται στον αστερισμό της παρωδίας της ζωής και του θανάτου. Ο συγγραφέας, με το ιδιότυπο χιούμορ και τον έρποντα κυνισμό του, «εξορκίζει» τη σοβαρότητα και τη σοβαροφάνεια των πραγμάτων.
      Ο Κοπί γράφει το θεατρικό έργο «Το Ψυγείο» (1983) σημειώνοντας στις σκηνικές οδηγίες να αποδοθούν όλα τα πρόσωπα από έναν και μόνο ηθοποιό που θα μεταμφιέζεται διαρκώς εντός κι εκτός της σκηνής. Στην ουσία, το έργο είναι ένα αφήγημα που διατάσσει ποικίλες μορφές διαφορετικής προελεύσεως στη «χοάνη» του ψυγείου. Ο χώρος του ψυγείου εμφανίζεται ως πυκνωτής μιας ενέργειας που εκπορεύεται από διαφορετικά κέντρα εκπομπής της δυναμικής των προσώπων τα οποία απλώνονται σε πολυσχιδείς λειτουργίες, δυνάμεις και ιδεολογίες. Το κεντρικό πρόσωπο της αναφοράς παραπέμπει σε μια διαφυλική οντότητα (trans) γύρω από την οποία κινούνται, εν είδει δορυφόρων, οι σιλουέτες που αποτελούν εν τέλει το υπόβαθρο της ζωής μιας έκκεντρης προσωπικότητας. Ο ντετέκτιβ, ο εκδότης, η υπηρέτρια Γολιάθα, η ψυχίατρος, ο σκύλος, η μητέρα και ο αρουραίος κινούνται στην τροχιά των συμβολισμών καταλήγοντας στο παράδοξο, όπως το έχει περιγράψει κατά τρόπο ολοκληρωμένο στα σκίτσα του ο Κοπί. Ο ίλιγγος της εναλλαγής των εικόνων δημιουργεί τον κλαυσίγελο αναμειγνύοντας την αίσθηση του δίπολου που εκρήγνυται για να αποτυπώσει ολοσχερώς την κατάλυση της πολλαπλότητας: ένα ρολόι εκτινάσσεται, ο σκύλος κατουράει στο τηλέφωνο, ο ανελκυστήρας πεθαίνει, η ταυτότητα καίγεται, τα κλειδιά τρώγονται, ναρκωτικές ουσίες καταναλώνονται και ο αρουραίος γίνεται συνοδός της κυρίας. Τίποτε δεν μένει όρθιο ή στην θέση του στον μικρόκοσμο των ανατροπών και της αιφνιδιαστικής μεταστροφής που επαγγέλλεται εν τέλει το θέατρο του Κοπί.
           Η μετάφραση του Γιάννη Στεφάνου εναρμονίζει τη δομή και το λεξιλόγιο μέσα από εύστοχες επιλογές που αναδεικνύουν την αλληγορική υφή των λέξεων. 
      Η παράσταση του Λοΐζου Καμπούρη συνοψίζει, με τις μελετημένες επιλογές της, τις θεμελιώδεις εμμονές μιας ιδιότυπης δραματουργίας χωρίς να υιοθετεί μια μονοδιάστατη και εξόφθαλμα στρατευμένη αισθητική που θα αποτελούσε αυστηρά κλειστό κύκλωμα επικοινωνίας μιας μόνο μερίδας ανθρώπων. Η σκηνοθεσία του κυρίου Καμπούρη διανέμει τους ρόλους του έργου σε τρεις ηθοποιούς (δύο άντρες και μία γυναίκα) υπογραμμίζοντας την παρενδυσία σε υψηλούς τόνους μιας αισθητικής που ανάγει το περιορισμένης εμβέλειας άλγος του περιθωριακού σε πανανθρώπινη αναζήτηση της μικρής ή μεγάλης ευδαιμονίας. Το τραγούδι και το χορευτικό της έναρξης (σε στίχους του Λοΐζου Καμπούρη) καθώς και η προσθήκη στο φινάλε παραπέμπουν άμεσα στην ακτιβιστική δράση του Κοπί για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, στον Μάη του ’68 και στην αμφισβήτηση της γενικής αλήθειας που συμπυκνώνονται στα συνθήματα «Η φαντασία στην εξουσία» και «Να είμαστε ρεαλιστές. Να αναζητάμε το αδύνατο».
       Η σκηνογραφία της παράστασης προκρίνει τη μετωνυμική και μινιμαλιστική διάσταση των πραγμάτων τα οποία, αν και στερούνται συμβατικού υλικού περιεχομένου, ερμηνεύονται μέσα από διαγράμματα που σχηματίζει το συρμάτινο περίβλημα. Με άλλα λόγια, στη σκηνή δεν εμφανίζεται ψυγείο αλλά η σχεδιασμένη μορφή του. Οι φωτισμοί της Χρυσής Αραμπατζή ευθυγραμμίζονται με τις επιλογές της σκηνοθεσίας ενισχύοντας την παραίσθηση που οδηγεί στην ψευδαίσθηση. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί στην πραγματικότητα έναν μικρόκοσμο μέσα στο σκηνικό σύμπαν, δηλαδή μια αποτύπωση του ενδεχόμενου και του πιθανού.
     Εξάλλου, οι τρεις ηθοποιοί (Μένια Αναγνωστοπούλου, Λοΐζος Καμπούρης και Σταύρος Μπαφέτης) ντυμένοι ομοιόμορφα, στροβιλίζονται στις πτυχώσεις των πολλαπλών μορφών που υποδύονται για να αποδώσουν τελικά τη μία, μοναδική και αδιαίρετη, περσόνα συγχωνεύοντας τα διαφορετικά και ξεχωριστά «εγώ» σε μια μονάδα. Η ερμηνεία των ηθοποιών σε άψογη σκηνική διευθέτηση αποδίδει με αρτιότητα την αισθητική του ταχύρρυθμου καρτουνίστικου περιβάλλοντος όπως θα το ήθελε ο συγγραφέας.
        Στο ίδιο πνεύμα, η ενδυματολογία της Μάρθας Δημάκη και της Σίσσυς Σουβατζόγλου, όπως και η μουσική της Σόνιας Μπαξεβάνη και του Γιάννη Πανέρη συμβάλλουν χαρακτηριστικά στην ανάδειξη της σημασιολογίας των λεκτικών και των παραλεκτικών πράξεων που εκφράζονται ως σκηνικές συνιστώσες. Έτσι, απογειώνεται η θεατρικότητα του περιθωρίου που βιώνει πλέρια το πάθος για την ελευθερία της έκφρασης μέσα σ’ έναν κόσμο ο οποίος συντηρεί μολαταύτα τις εμμονές του απωθώντας ενδόμυχα το δικαίωμα στη συνύπαρξη. 

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

«Amor» του Θεόδωρου Τερζόπουλου στο Θέατρο «Άττις»

      Η σκηνική σύνθεση «Amor» του Θεόδωρου Τερζόπουλου είναι ένα αριθμητικό σφυροκόπημα με εργαλείο το σώμα εφ’ όλης της ύλης (και την ταχύρρυθμη κίνηση των δαχτύλων σε πρώτο πλάνο). Ένα σώμα «σφυρί» που καταθραύει την ποσότητα, όπως εκφράζεται σε αριθμούς. Με άλλα λόγια, ένα σώμα – σφυρί που διαλύει την ύλη σε αντισυμβατικά κλάσματα. Και όλα αυτά σ’ έναν κόσμο που διεμπορεύεται τον εαυτό του, ο οποίος καθώς η ζωή έχει αναχθεί σε υλικά αθροίσματα, δεν είναι παρά ένας ζοφερός υποδόχος αριθμών. Όλα είναι αριθμοί, τόσο που έχει χαθεί η αριθμητική μνήμη, δηλαδή η λογική της μνήμης.
      Όλο το δρώμενο (που βασίζεται σε ένα κείμενο του Θανάση Αλευρά) είναι μια παντοδύναμη κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας, απ’ όπου λείπει η ποιότητα και όπου κατακυριαρχεί η ποσότητα. Όλα εκποιούνται, πλειστηριάζονται όπως σε μια δημοπρασία αντικειμένων, όλα! Ακόμη και τα σωματικά τεμάχια της ανθρώπινης ύπαρξης κοστολογούνται με αριθμούς. Η πληθώρα της αρίθμησης, του κράτους των αριθμών, είναι τέτοια που καταλύει την ίδια την ισχύ τους. Όλες οι αριθμητικές πράξεις στην παράσταση του Θεάτρου «Άττις» είναι συμβολικές: ο πολλαπλασιασμός ισχύει ως ταχύτατη αύξηση των κρουσμάτων, των ασθενειών της ποσότητας, η αφαίρεση παραπέμπει ως και στην αφαίρεση της ζωής από την ζωή, η πρόσθεση συσσωρεύει τα σφάγια της εμπειρίας, η διαίρεση διαιρεί το αδιαίρετο και όμως διαιρετό. Όλα είναι αλγεβρικά προτάγματα και το σώμα του ηθοποιού αποβαίνει εντελές μηχάνημα διαχείρισης των αριθμών, ένας υπόνομος αριθμών, μια κόλαση ποσών και ποσοτήτων.
      Το σώμα του Αντώνη Μυριαγκού λειτουργεί ως τέλειος αριθμητήρας, ενώ ο εγκιβωτισμένος άνθρωπος που ερμηνεύει με εξαιρετική ακρίβεια η Αγλαΐα Παππά, πιάνει πάτο στο βαρέλι, σχεδόν δεν αξίζει ούτε να μετρηθεί, δεν αξίζουν ούτε τα σωματικά του τεμάχια, τίποτα. Και μια υπόμνηση για τους φωνητικούς ήχους στην υποκριτική του Αντώνη Μυριαγκού που συνοδεύουν τον αρθρωμένο εν τάχει λόγο. Οι ήχοι αυτοί δημιουργούν μια δεύτερη τάξη σημείων που ενίοτε είναι πιο σημαντικά και από τις ίδιες τις λέξεις. Ήχοι που ποικίλουν εξοδεύοντας το άγριο αίσθημα που διακατέχει τον ηθοποιό – αριθμητήρα. Ήχοι  σαν γρανάζια της ενσώματης παρ’ όλα αυτά αριθμομηχανής. Όλη η σκηνική ενέργεια εξαντλείται έτσι ώστε να μην υπάρχει απόθεμα για amor (έρωτα). Ο άνθρωπος μένει εγκλωβισμένος. Δεν υπάρχει διέξοδος πια.
      Άλλη μια παράσταση στην προοπτική του προγράμματος και της ειδικής μεθόδου του Θεόδωρου Τερζόπουλου που διαρκώς εξελίσσεται και αποτελεί σημείο αναφοράς όταν κάνουμε λόγο για πρωτοποριακό θέατρο.