Συγγραφέας θεατρικών έργων, μυθιστορημάτων και κινηματογραφικών σεναρίων, ο Ρόναλντ Χάργουντ, που γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής το 1934, σημειώνει διεθνή επιτυχία με τον αυτοβιογραφικό «Αμπιγιέρ» (1981).
Ο συγγραφέας εστιάζει στην ιδιόμορφη συναισθηματική σχέση του Σερ, ενός τριτοκλασάτου πρωταγωνιστή που ηγείται γερασμένων μπουλουκιών και του Νόρμαν, του αφοσιωμένου αμπιγιέρ του. Ένας πιστός, υπάκουος και υπομονετικός βοηθός, που επί δεκαέξι συναπτά έτη τον ντύνει, τον μακιγιάρει, τον φροντίζει ανελλιπώς, γνωρίζει απταίστως τις συνήθειες, τα προτερήματα αλλά και τις ιδιοτροπίες του ενώ δεν παραλείπει να κατευνάζει όσο μπορεί, τις αγωνίες, τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Βαρύ καθήκον να έρχεται κανείς καθημερινά αντιμέτωπος με τη ματαιοδοξία του τύραννου Νάρκισσου, που κατοικοεδρεύει ούτως ή άλλως στο «εγώ» των ηθοποιών.
Το έργο διαδραματίζεται στη δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, στο Λονδίνο, που βομβαρδίζεται διαρκώς και ανηλεώς. Λίγο πριν από την 227η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ», ο Σερ καταρρέει ψυχολογικά και σωματικά. Βλέπει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και κυριεύεται από τις ανασφάλειες του. Ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορεί να βασιστεί, είναι ο αμπιγιέρ του. Ο Νόρμαν προσπαθεί απεγνωσμένα να τον εμψυχώσει και να του τονώσει την αυτοπεποίθηση, ώστε να μη ματαιωθεί η παράσταση.
Πράγματι, για άλλη μια φορά, ο Νόρμαν θ’ αποδείξει πόσο σημαντική θέση κατέχει στη ζωή του Σερ και πόσο κοντά του βρίσκεται στις χαρές αλλά και στις λύπες. Τα μόνα όμως, που θα λάβει ως αντάλλαγμα την ύστατη ώρα, είναι πικρία, προδοσία και απόρριψη. Η προκλητική στάση αχαριστίας του Σερ εκδηλώνεται μέσα από την παντελή απουσία του ονόματος του Νόρμαν στο ευχαριστήριο που συντάσσει ως πρόλογο στο βιβλίο του, ένα λεύκωμα όπου καταγράφει την πορεία μιας πολύχρονης καριέρας κατά τη διάρκεια της οποίας ο αμπιγιέρ στεκόταν διαρκώς στο πλευρό του, δωρίζοντας απλόχερα την αγάπη του και κρατώντας κρυφό μυστικό τον ερωτικό πόθο του.
Στην ελληνική σκηνή, το έργο ανέβηκε την θεατρική περίοδο 1989-1990, στο θέατρο «Αθήναιον», σε μετάφραση Μαρλένας Γεωργιάδου και σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Νικήτα Τσακίρογλου. Το 1993 παρουσιάζεται από το «Σατιρικό Θέατρο Κύπρου» σε σκηνοθεσία Αντώνη Φουστέρη και το 2000 από το «Μοντέρνο Θέατρο» του Γιώργου Μεσσάλα.
Η φετινή σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη επιλέγει την ακρίβεια μιας ρεαλιστικής φόρμουλας, αφήνοντας το κείμενο ν’ ακουστεί και να ενσαρκωθεί σύμφωνα με την αυτοδιαθεσιμότητα ενός λόγου περίπου καθημερινού με προεκτάσεις ελεγχόμενης μεγαλορρημοσύνης.
Η στρωτή και ρέουσα μετάφραση της Εύας Γεωργουσοπούλου δημιουργεί έναν θεατρικό λόγο που εναρμονίζει την δομή και το λεξιλόγιο. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν άνετα τόσο στην γλωσσική όσο και στην παραγλωσσική εκφορά των ρόλων, που καθίστανται κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανοητοί από το κοινό.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου ξαφνιάζει ευχάριστα με την υποκριτική του δεινότητα στο ρόλο του Σερ, καταθέτοντας μια ερμηνεία αγωνιώδη και σπαρακτική. Ο Χρήστος Στέργιογλου συγκινεί ως αφοσιωμένος αμπιγιέρ παρόλο που προβάλλει σε πρώτο πλάνο τη σεξουαλική ταυτότητα του ήρωα διανθίζοντας το παίξιμό του με λεπτούς κωμικούς τόνους.
Η Υβόννη Μαλτέζου υποδύεται εξαίσια τη Λαίδη, σύντροφο του Σερ στη ζωή και στη σκηνή, με ιώβεια εγκαρτέρηση και ευαισθησία. Η κυρία Μαλτέζου ερμηνεύει εξελικτικά το χαρακτήρα ώστε ν’ αποδώσει φυσικά και αβίαστα τα ξεσπάσματα της συσσωρεμένης οργής και αγανάκτησης. Η Γιώτα Φέστα χειρίζεται επιδέξια το χαρακτήρα της Ματζ, αποφεύγοντας μια μονοδιάστατη ερμηνεία της γεροντοκόρης που δεν έπαξε ν’ αγαπά τον Σερ, αλλά που από περηφάνια κι εγωισμό δεν του το έδειξε ποτέ.
Η Ερατώ Πίσση αποδίδει με αισθαντική θηλυκότητα την Ιρένε, σύμβολο νεότητας και ζωντάνιας. Ο Φώτης Θωμαΐδης σχεδιάζει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα ως Τζέφρυ Θόρντον, υπάκουος και υπομονετικός μαθητής-ηθοποιός. Το ίδιο ισχύει και για το Δημήτρη Λιόλιο που υποδύεται τον φθονερό κύριο Όξενμπυ.
Στο σκηνικό χώρο που διαμορφώνει η Εύα Μανιδάκη συνυπάρχουν ισάξια το καμαρίνι του Σερ και η σκηνή του θεάτρου με την κλασσική κόκκινη αυλαία, με τρόπο ώστε να ρυθμίζονται, σύμφωνα με τις ανάγκες της πλοκής, οι διαχωριστικές γραμμές, που αναφέρονται στην εσωτερική διαρρύθμιση του φαντασιακού χώρου σε συνάρτηση με το εξωτερικό περιβάλλον.
Εύστοχα ο Παύλος Θανόπουλος σχεδιάζει τα θεατρικά κοστούμια με μια δόση υπερβολής, έντονα φανταχτερά χρώματα και χοντροκομμένη γραμμή, προκειμένου να σχολιάσει την αισθητική των παραστάσεων ενός δευτεροκλασάτου περιπλανώμενου θιάσου.
Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, βάσει των οποίων διευθετείται η αποτύπωση των εικόνων και διευρύνεται το θεατρικό παιχνίδι του σκηνικού γεγονότος.
Άξια μνείας και η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, η οποία ντύνει την παράσταση με σημασιακές ακουστικές αποχρώσεις, απόλυτα εναρμονισμένες προς τις θεματικές των τεκταινομένων επί σκηνής.
Στο σύνολό της, μια παράσταση με ρυθμό, πλούσια σε περιστατικά και συνάμα ενδιαφέρουσα από απόψεως «στησίματος» του περιβάλλοντος και των ερμηνευτών.
Το έργο διαδραματίζεται στη δίνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, στο Λονδίνο, που βομβαρδίζεται διαρκώς και ανηλεώς. Λίγο πριν από την 227η παράσταση του «Βασιλιά Ληρ», ο Σερ καταρρέει ψυχολογικά και σωματικά. Βλέπει τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν και κυριεύεται από τις ανασφάλειες του. Ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορεί να βασιστεί, είναι ο αμπιγιέρ του. Ο Νόρμαν προσπαθεί απεγνωσμένα να τον εμψυχώσει και να του τονώσει την αυτοπεποίθηση, ώστε να μη ματαιωθεί η παράσταση.
Πράγματι, για άλλη μια φορά, ο Νόρμαν θ’ αποδείξει πόσο σημαντική θέση κατέχει στη ζωή του Σερ και πόσο κοντά του βρίσκεται στις χαρές αλλά και στις λύπες. Τα μόνα όμως, που θα λάβει ως αντάλλαγμα την ύστατη ώρα, είναι πικρία, προδοσία και απόρριψη. Η προκλητική στάση αχαριστίας του Σερ εκδηλώνεται μέσα από την παντελή απουσία του ονόματος του Νόρμαν στο ευχαριστήριο που συντάσσει ως πρόλογο στο βιβλίο του, ένα λεύκωμα όπου καταγράφει την πορεία μιας πολύχρονης καριέρας κατά τη διάρκεια της οποίας ο αμπιγιέρ στεκόταν διαρκώς στο πλευρό του, δωρίζοντας απλόχερα την αγάπη του και κρατώντας κρυφό μυστικό τον ερωτικό πόθο του.
Στην ελληνική σκηνή, το έργο ανέβηκε την θεατρική περίοδο 1989-1990, στο θέατρο «Αθήναιον», σε μετάφραση Μαρλένας Γεωργιάδου και σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Νικήτα Τσακίρογλου. Το 1993 παρουσιάζεται από το «Σατιρικό Θέατρο Κύπρου» σε σκηνοθεσία Αντώνη Φουστέρη και το 2000 από το «Μοντέρνο Θέατρο» του Γιώργου Μεσσάλα.
Η φετινή σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη επιλέγει την ακρίβεια μιας ρεαλιστικής φόρμουλας, αφήνοντας το κείμενο ν’ ακουστεί και να ενσαρκωθεί σύμφωνα με την αυτοδιαθεσιμότητα ενός λόγου περίπου καθημερινού με προεκτάσεις ελεγχόμενης μεγαλορρημοσύνης.
Η στρωτή και ρέουσα μετάφραση της Εύας Γεωργουσοπούλου δημιουργεί έναν θεατρικό λόγο που εναρμονίζει την δομή και το λεξιλόγιο. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν άνετα τόσο στην γλωσσική όσο και στην παραγλωσσική εκφορά των ρόλων, που καθίστανται κατ’ αυτόν τον τρόπο κατανοητοί από το κοινό.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου ξαφνιάζει ευχάριστα με την υποκριτική του δεινότητα στο ρόλο του Σερ, καταθέτοντας μια ερμηνεία αγωνιώδη και σπαρακτική. Ο Χρήστος Στέργιογλου συγκινεί ως αφοσιωμένος αμπιγιέρ παρόλο που προβάλλει σε πρώτο πλάνο τη σεξουαλική ταυτότητα του ήρωα διανθίζοντας το παίξιμό του με λεπτούς κωμικούς τόνους.
Η Υβόννη Μαλτέζου υποδύεται εξαίσια τη Λαίδη, σύντροφο του Σερ στη ζωή και στη σκηνή, με ιώβεια εγκαρτέρηση και ευαισθησία. Η κυρία Μαλτέζου ερμηνεύει εξελικτικά το χαρακτήρα ώστε ν’ αποδώσει φυσικά και αβίαστα τα ξεσπάσματα της συσσωρεμένης οργής και αγανάκτησης. Η Γιώτα Φέστα χειρίζεται επιδέξια το χαρακτήρα της Ματζ, αποφεύγοντας μια μονοδιάστατη ερμηνεία της γεροντοκόρης που δεν έπαξε ν’ αγαπά τον Σερ, αλλά που από περηφάνια κι εγωισμό δεν του το έδειξε ποτέ.
Η Ερατώ Πίσση αποδίδει με αισθαντική θηλυκότητα την Ιρένε, σύμβολο νεότητας και ζωντάνιας. Ο Φώτης Θωμαΐδης σχεδιάζει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα ως Τζέφρυ Θόρντον, υπάκουος και υπομονετικός μαθητής-ηθοποιός. Το ίδιο ισχύει και για το Δημήτρη Λιόλιο που υποδύεται τον φθονερό κύριο Όξενμπυ.
Στο σκηνικό χώρο που διαμορφώνει η Εύα Μανιδάκη συνυπάρχουν ισάξια το καμαρίνι του Σερ και η σκηνή του θεάτρου με την κλασσική κόκκινη αυλαία, με τρόπο ώστε να ρυθμίζονται, σύμφωνα με τις ανάγκες της πλοκής, οι διαχωριστικές γραμμές, που αναφέρονται στην εσωτερική διαρρύθμιση του φαντασιακού χώρου σε συνάρτηση με το εξωτερικό περιβάλλον.
Εύστοχα ο Παύλος Θανόπουλος σχεδιάζει τα θεατρικά κοστούμια με μια δόση υπερβολής, έντονα φανταχτερά χρώματα και χοντροκομμένη γραμμή, προκειμένου να σχολιάσει την αισθητική των παραστάσεων ενός δευτεροκλασάτου περιπλανώμενου θιάσου.
Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, βάσει των οποίων διευθετείται η αποτύπωση των εικόνων και διευρύνεται το θεατρικό παιχνίδι του σκηνικού γεγονότος.
Άξια μνείας και η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, η οποία ντύνει την παράσταση με σημασιακές ακουστικές αποχρώσεις, απόλυτα εναρμονισμένες προς τις θεματικές των τεκταινομένων επί σκηνής.
Στο σύνολό της, μια παράσταση με ρυθμό, πλούσια σε περιστατικά και συνάμα ενδιαφέρουσα από απόψεως «στησίματος» του περιβάλλοντος και των ερμηνευτών.