Αποκλεισμένοι στο τοπίο της
απόγνωσης, έγκλειστοι στον χώρο του ανεκδιήγητου, τρεις άνδρες, ο Ρίτσαρντ, ο
Σάρκυ και ο Ιβάν, προσπαθούν να «ονειρευτούν» μια υπέροχη παραμονή
Χριστουγέννων που θα τους κρατήσει ενωμένους, με επίκεντρο το άφθονο πιοτό και
τις προοπτικές μιας παρτίδας πόκερ. Σε λίγο καταφθάνουν δύο επισκέπτες,
καλοντυμένοι για την περίσταση, ο Νίκυ και ο ονομαζόμενος κύριος Λόκχαρτ. Κάθε
ένας από τους ήρωες είναι φορέας της δικής του, προσωπικής κοσμοαντίληψης, ενώ
ως συλλογικότητα συντάσσεται καλή τη πίστη αποφεύγοντας, όσο αυτό είναι
δυνατόν, προκείμενες ή και επικείμενες προστριβές. Ούτως ή άλλως, οι τρεις που
προαναφέρονται, είναι, θα λέγαμε, μόνιμοι κάτοικοι ενός καταλύματος, υποτυπωδώς
επιπλωμένου στη βάση μιας αόριστης «αστικής» αισθητικής. Εξάλλου, ο Ρίτσαρντ
είναι τυφλός. Το γεγονός αυτό επιβάλλει τη λειτουργικότητα του χώρου σύμφωνα με
την παράμετρο αυτής της αναπηρίας, αν και ο Ρίτσαρντ «βλέπει» αρκετά πιο καλά
από τους άλλους δύο, τον Σάρκυ, που είναι αδελφός του και τον Ιβάν, που έχει
σχεδόν ξεχαστεί στο περιβάλλον των φίλων του.
Θα έλεγε κανείς ότι ο κόσμος
όλος περιστρέφεται γύρω από τον Ρίτσαρντ που ξέρει καλύτερα να «διαβάζει» τις
συνθήκες και να δημιουργεί προοπτικές. Έτσι, γίνεται, χωρίς να το επιδιώκει
εμφανώς, ηγετική φιγούρα ενός μικρόκοσμου που κατοικείται από μια αλυσίδα
αδύναμων και φοβισμένων οντοτήτων: Ο Ιβάν αδυνατεί, καθώς φαίνεται, να γυρίσει
στην εστία του, αρνούμενος ίσως να αντιμετωπίσει εγγενή προβλήματα που
εκπορεύονται από ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ιβάν
φοβούμενος να αντικρύσει κατάματα την πραγματικότητά του, υιοθετεί τη
συμπεριφορά της στρουθοκαμήλου. Άλλωστε, νοιώθει χρήσιμος κοντά στον Ρίτσαρντ,
που τον καθοδηγεί και στον Σάρκυ, που περιμένει από αυτόν βοήθεια σε μια
χρονική περίοδο κρίσιμη. Ο Σάρκυ προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ και,
όπως είναι φυσικό, αισθάνεται ευάλωτος, μόνος και εχθρός του εαυτού του.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας οδηγεί
τους εσωτερικούς ρυθμούς του έργου του σε «καθαρά νερά», σαν καλός καπετάνιος
που γνωρίζει πότε θα πλεύσει έτσι και πότε αλλιώς. Την κατάλληλη λοιπόν στιγμή,
εκεί που νομίζει ο θεατής ότι έχει ανακαλύψει όλα τα μυστικά του «Φάρου», ο Κόνορ Μακφέρσον εμφανίζει στη σκηνή τον Νίκυ και τον κύριο Λόκχαρτ.
Το επιτάσσει οπωσδήποτε ο χρόνος της μυθοπλασίας αφού πρόκειται βέβαια για τη γιορτή
της παραμονής των Χριστουγέννων. Επομένως, ορισμένα προαναφερόμενα οξύμωρα, που
αφορούν στους ήρωες σε συνάρτηση με τον χώρο, διαγράφονται a posteriori για να μεταφερθεί η πλοκή σε καινούργιες συνθήκες. Στο σημείο αυτό,
προκύπτει η αναγκαιότητα ανασύνταξης των πραγμάτων και των στοιχείων εκείνων
που ανάγονται σε σύμβολα.
Η είσοδος των δύο επισκεπτών
βαρύνει πλέον την κοινωνική συντροφιά όπου ο καθένας αποκτά λειτουργία συμβόλου
σε καινούργια θεμέλια: Ο Ιβάν προωθείται σε σύμβολο της αδιόρατης ευθυνοφοβίας
η οποία συνοδεύεται από το αίσθημα μιας καλοκάγαθης δουλικότητας. Ο Σάρκυ
αξιολογείται πλέον ως έρμα της πλήρους αδυναμίας να αντιταχθεί σε ό,τι τον
φοβίζει στα κατάβαθα της ψυχής του. Εξάλλου, ο ίδιος, στην κρίσιμη στιγμή που
πρέπει να πει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, επιλέγει το «μεσοβέζικο» στοιχείο
της ενοχής την οποία προσπαθεί να μετουσιώσει σε έναν εντελώς ευτελισμένο
«ηρωισμό». Αντίθετα, ο Ρίτσαρντ γίνεται πιο παρατηρητικός και πιο προσεκτικός
κατορθώνοντας να αντιστρέψει τους όρους και να διεισδύσει βαθειά στον
υπαινικτικό λόγο του κυρίου Λόκχαρτ σε σύγκλιση με την κατ’ επίφαση «μαγκιά»
του Νίκυ. Μολαταύτα, ο Νίκυ ισχυροποιείται χάρη στο πάθος του για τα χαρτιά και
κυρίως για το παιχνίδι μέχρι τελικής πτώσεως. Με τον τρόπο αυτό, ο ήρωας
αντισταθμίζει τις αδυναμίες της κοινωνικής ύπαρξής του υπογραμμίζοντάς τες με
τα πολυσχιδή κενά της προσωπικότητάς του. Ωστόσο, η μορφή του κομψού κύριου
Λόκχαρτ καταλαμβάνει τον γοητευτικό τόπο του μυστηρίου που πλανάται μέχρι το
τέλος του έργου και της παράστασης. Ο συγγραφέας επιλέγει την νίκη του καλού
επί του Εωσφόρου. Ο Φάρος του φωτός και της επουράνιας λάμψης, η καρδιά της
καλοσύνης του Χριστού θριαμβεύουν.
Ο Ιρλανδός συγγραφέας Conor McPherson γράφει το έργο The Seafarer το 2006. Η μετάφραση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και της Αθανασίας Σμαραγδή προτείνει εύστοχες μεταφορές στα ελληνικά της
ιρλανδέζικης αργκό μένοντας πιστή στον ελλειμματικό λόγο του πρωτότυπου
κειμένου και δίνοντας έμφαση στην προφορικότητα. Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη ξεκαθαρίζει
κάθε σκοτεινή γωνιά του έργου και επιτυγχάνεται σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε
διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Καθένας εφ’ ώ ετάχθη. Η παράσταση απογειώνει την
εκτός θεάτρου αντίληψη των πραγμάτων και ο κύριος Μαρκουλάκης αναδεικνύεται σε
σκηνοθέτη περιωπής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την ερμηνεία του. Ως Ρίτσαρντ, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης υποδύεται
αψεγάδιαστα και με ξεχωριστή δυναμική το πάθος ενός «υβριστή» που έρχεται από
μακριά… «Όπλο» του το ισχυρό εκφραστικό μέσο αυτού του ηθοποιού: το βαθύ και
έντονο βλέμμα.
Στον ρόλο του Ιβάν, ο Νίκος Ψαρράς εντυπωσιάζει εστιάζοντας
στην χαρακτηριστική περσόνα που ερμηνεύει άψογα και με προσήλωση. Ο Ιβάν του
Νίκου Ψαρρά αντικρίζει βαθμιαία το φως της οικουμενικότητας του «Φάρου». Στην
ίδια γραμμή, ο Σάρκυ του Οδυσσέα
Παπασπηλιόπουλου φωτίζεται ως ήρωας που κρατάει με πείσμα τα βαρυσήμαντα
μυστικά του Είναι του. Στην αντίθετη πλευρά, ο κύριος Λόκχαρτ του εξαιρετικού Αιμίλιου Χειλάκη αποδίδει το δίπολο της
γλυκιάς μορφής που κρύβει καλά την κακία του κόσμου. Όταν χάνει την παρτίδα,
δείχνει ψηλά στον ουρανό κάποιον που υπάρχει για να τον εκμηδενίζει κατά το
δοκούν. «Εκεί ψηλά κάποιος σε αγαπάει» λέει ο Εωσφόρος στον Σάρκυ. Οι δύο
ενεχόμενοι στη συνθήκη αυτή ισορροπούν έξοχα το έγκλημα και την τιμωρία. Στη
δική τους «παρέα» και ο Νίκυ τον οποίο ερμηνεύει ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος με ακρίβεια και απευθυντική ενάργεια.
Καλαίσθητα και προσεγμένα στη λεπτομέρεια τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή, ταιριαστή στο ύφος και την ατμόσφαιρα του έργου
η μουσική του Μίνωος Μάτσα, καίριοι
οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου.