Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

«Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμουελ Μπέκετ από την Ομάδα Σημείο Μηδέν στο Θέατρο Άττις – Νέος Χώρος


     Στο θέατρο του παραλόγου, ο χώρος, πολύ συχνά, στερείται ταυτότητας. Ως προς αυτή την ιδιαιτερότητα, ο Μπέκετ είναι εκείνος που, κατ’ εξοχήν, επιδίδεται στην «αποπροσωποποίηση» του σκηνικού και του δραματικού χώρου. Στις «Ευτυχισμένες μέρες» (1961), το σώμα της Γουίνι είναι ακινητοποιημένο από τη μέση και κάτω για να καλυφθεί, σε λίγο, εντελώς από έναν αλλόκοτο λοφίσκο που την περιβάλλει, αφήνοντας έξω μόνον το κεφάλι της. Φυλακισμένη στη γη, περιτριγυρισμένη από τα φτωχά υπάρχοντά της, είναι υποχρεωμένη να δρα, να παίζει, με τον αποφασιστικό ήχο ενός δυσάρεστου κουδουνιού. Τίποτα στον Μπέκετ δεν είναι απλή αισθητική επιδίωξη. Η δυνατότητα των προσώπων να εκμεταλλευτούν τον χώρο κατά βούληση μειώνεται ορατά ή αλλιώς ο χώρος της σκηνής «συστέλλεται» καθώς ο Ιρλανδός δραματουργός επιδιώκει να περιγράψει σκηνικά το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου.
     Η εκδοχή που προτείνει ο Σάββας Στρούμπος, στηριζόμενος στη μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη, ανανεώνει το πολυπαιγμένο έργο αιφνιδιάζοντας τον θεατή που έχει συνηθίσει να βλέπει την ακριβή εικονογράφηση των σκηνικών οδηγιών. Ο Σάββας Στρούμπος σχολιάζει την ενδιάθετη ιδεολογία, αξιολογεί τις δομές της σκέψεως του Μπέκετ μέσω του δημιουργήματός του και παρεμβαίνει δραστικά επί των διανοημάτων και της υφολογίας του δραματικού κειμένου. Ο σκηνοθέτης λειτουργεί με τη μετωνυμία και το σύμβολο στον αστερισμό του παράδοξου δημιουργώντας, θα λέγαμε, ένα μετα-κείμενο που στοχεύει στην ερμηνεία και ανάδειξη των βαθύτερων δομών του έργου. Άλλωστε, η σκηνική εγκατάσταση με τον λευκό «θρόνο», η εικόνα του ρεβόλβερ, οι μονόχρωμες εργατικές φόρμες και τα κρασοπότηρα με νερό αποτελούν, μεμονωμένα και συνδυαστικά, ένα όχημα σημείων ανοιχτό σε πολλαπλές επεξηγήσεις.
     Η Γουίνι της Ανέζας Παπαδοπούλου είναι ένα «άδον σώμα», που δημιουργεί ρυθμικό σύμπλεγμα αποτελούμενο από «λογοταξικά» και «κινησιοταξικά» στοιχεία τα οποία αλληλοεποπτεύονται. Η σπουδαία ηθοποιός πλάθει έναν προσωπικό σκηνικό χώρο που ανάγεται σε αισθητικό οπτικο-ακουστικό μέγεθος υψηλής θεατρικότητας. Ο Γουίλι δεν εμφανίζεται επί σκηνής. Τη θέση του παίρνει μια αινιγματική φιγούρα μουσικού, «συνταξιδιώτη» της Γουίνι στα κατάβαθα της ύπαρξης. Η Έλλη Ιγγλίζ συνοδεύει με τους ήχους του βιολιού τον παραληρηματικό λόγο της ηρωίδας ενεργοποιώντας μια επικοινωνία συγκοινωνούντων δοχείων. Με τελετουργικές κινήσεις οριοθετεί την ιερή γεωμετρική επιφάνεια της σκηνής παράγοντας ένα ηχητικό «περιβάλλον» που ενισχύεται από την ηχογραφημένη μουσική του Λεωνίδα Μαριδάκη. Οι καίριοι φωτισμοί του Κώστα Μπεθάνη αμβλύνουν τη λαβυρινθώδη υφή των θεατρικών αντικειμένων παραδομένων στη δίνη των αισθήσεων και των παραισθήσεων.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

«Το σύστημα του Πόντζι» του Νταβίντ Λεσκό στο Θέατρο «104»

     
   
       Το αφήγημα του χρήματος και το κυνήγι του κέρδους απασχολούν τον Νταβίντ Λεσκό από το πρώτο του θεατρικό έργο, «Οι συνωμότες», που έγραψε το 1998. Η παγκόσμια κρίση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και οι συνέπειές της στον καθημερινό βίο του μέσου πολίτη τροφοδοτούν τις ιστορίες του Γάλλου δραματουργού, όπως εκείνη που αφηγείται στο «Ένας άνθρωπος υπό χρεοκοπία» (2007). Ο πικρός σκεπτικισμός του Λεσκό υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία τη νοσηρή φιλοδοξία του σύγχρονου ανθρώπου για γρήγορο και χωρίς μόχθο πλούτο. Τα πάντα αξιολογούνται με βάση το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και τη δυναμική τους στις χρηματιστηριακές αγορές. Ό,τι δεν πουλάει δεν έχει λόγο ύπαρξης και όποιος έχει άδειες τσέπες καταλήγει στο περιθώριο.
      Η βιογραφία του Τσαρλς Πόντζι και ο τρόπος που σκαρφίστηκε για την απόκτηση οικονομικής ευρωστίας, έδωσαν την ευκαιρία στον Λεσκό να κατασκευάσει μια θεατρική φιγούρα που καταδεικνύει την απατεωνιά αποφεύγοντας διδακτικές υποδείξεις. Άλλωστε, «Το σύστημα του Πόντζι» (2012) είναι ένα πολυφωνικό, «οπερατικής» αλλά και «κινηματογραφικής» υφής, κείμενο που προσφέρεται για τη δημιουργία ενός εντυπωσιακού και πλούσιου θεάματος. Την αφήγηση ξεκινά ένας πολυμελής Χορός, ο οποίος συστήνει τον ήρωα και στη συνέχεια εμφανίζονται πάνω από τριάντα θεατρικά πρόσωπα που παρεμβαίνουν σε κάθε σεκάνς για να παρουσιάσουν τα εξέχοντα περιστατικά της ζωής του. Ο Πόντζι ξεκίνησε από το μηδέν για να φθάσει στην κορυφή και να καταλήξει πάλι στο τίποτα. Άνοδος και πτώση περιγράφονται μέσα από τεκμήρια της εποχής με εξονυχιστική ακρίβεια στις χρονολογίες και τα ποσά. Ένας όγκος στοιχείων, εγγράφων και αριθμών περιγράφει την ευφυΐα ενός απατεώνα ο οποίος προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα στον αναγνώστη/θεατή. Γύρω από τον Πόντζι, ένας κόσμος θυμάτων αλλά και συνενόχων, φίλων αλλά και εχθρών, μια πλειάδα μορφών συμβολικής δυναμικής υποστηρίζει την αντικαταπιταλιστική επιχειρηματολογία που δομεί με παραβολικό τρόπο ο Λεσκό.
     Η Εταιρεία Θεάτρου Θέση προτείνει μια μινιμαλιστική παράσταση δωματίου με τέσσερις ηθοποιούς να ερμηνεύουν όλα τα πρόσωπα του έργου. Μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από εκείνη του συγγραφέα/σκηνοθέτη/μουσικού που ρίχνει το βάρος στην επιβλητικότητα του θεάματος με ένα πολυπληθή θίασο, σκηνικά, κοστούμια και τη μουσική να έχει τον πρώτο λόγο. Εξάλλου, το κείμενο του Λεσκό είναι ανοιχτό σε πολλές αναγνώσεις και η παρούσα πρόταση αναδεικνύει την πολιτική του διάσταση δίνοντας έμφαση στον αλληγορικό του λόγο. Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Σιώνα επικεντρώνεται στη δυναμική της αφήγησης και στις τεχνικές της μεταμόρφωσης μέσα από το σωματικό θέατρο. Τα πάντα φαίνεται να γεννήθηκαν από τους ομαδικούς αυτοσχεδιασμούς και το συλλογικό πνεύμα των ηθοποιών, οι οποίοι περνούν με άνεση από την αφήγηση στην ενσάρκωση των προσώπων του έργου. Στο αποτέλεσμα συμβάλλουν θετικά η κίνηση της Χρυσάνθης Μπαδέκα και οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου. Η Τρυφωνία Αγγελίδου, ο Διαμαντής Αδαμαντίδης (Πόντζι), ο Γιάννης Σαμψαλάκης και η Μαρία Χάνου (Ρόουζ) αποδίδουν με ενάργεια την κειμενική «παρτιτούρα» και μοιράζουν με ακρίβεια τον λόγο και τις παραλεκτικές πράξεις, δημιουργώντας το κλίμα εκείνο που τοποθετεί τον θεατή στο εστιακό σημείο της αλήθειας!
     Η πολύ καλή μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ύψιλον.

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

«Η Μικρή μέσα στο Σκοτεινό Δάσος» του Philippe Minyana στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων»


    

       Η δραματουργία του Φιλίπ Μινιανά στηρίζεται εν πολλοίς στις «μεταμφιέσεις» των λέξεων και στην αναζήτηση νέων τεχνικών αφήγησης. Σε κάθε έργο του ο Γάλλος συγγραφέας έρχεται σε αναμέτρηση με μια διαφορετική φόρμα τα όρια της οποίας ερευνά και διευρύνει καταλήγοντας πολλές φορές στις εκφράσεις του έκκεντρου, του παράδοξου και του ανολοκλήρωτου νοήματος. Ο Μινιανά «βασανίζει» τη λέξη και τη φράση, συνθέτει και αποσυνθέτει, δομεί και κατακερματίζει, εστιάζοντας πάντα στην ποιότητα της διατύπωσης. Άλλωστε, η όψη των γραπτών κειμένων του βρίθει σημείων που ενθαρρύνουν τον εκάστοτε σκηνοθέτη να εικονογραφήσει ποικιλοτρόπως τη δράση: απουσία ή κατάχρηση στίξης, χρήση κεφαλαίων γραμμάτων, παραθέματα, διάλογοι που αλληλοκαλύπτονται, σχολιασμός φωτογραφιών, τεχνική του κολλάζ, ανάμειξη προφορικού-γραπτού λόγου, εφεύρεση λέξεων και ήχων κτλ.

     Στο διακειμενικής υφής έργο με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η Μικρή στο Σκοτεινό Δάσος» (2007), ο συγγραφέας επανεγγράφει τον μύθο του Πρόκνη και της Φιλομήλας, από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου (Βιβλίο VI, 411-680), συνθέτοντας ένα παραμυθένιο αφηγηματικό ποίημα που εκτυλίσσεται σε ουδέτερο χώρο και απροσδιόριστο χρόνο. Εξάλλου, στην καινούργια αυτή εκδοχή, τα πρόσωπα δεν έχουν ονόματα αλλά ιδιότητες: ο νεαρός βασιλιάς, η μικρή και η βασίλισσα. Η ιστορία ξεδιπλώνεται σε δεκατρείς εικόνες (σαν αυτόνομα πεζά ποιήματα) που δεν έχουν διαλογική μορφή αλλά είναι γραμμένες σε ελεύθερο στίχο, με αφηγηματική διατύπωση των σκηνικών οδηγιών (π.χ. «Ρωτά η μικρή», «Λέει ο νεαρός Βασιλιάς»). Ο Μινιανά διηγείται με εξονυχιστική ακρίβεια τα περιστατικά της πλοκής  σε μια σκοτεινή, πυκνή ποιητική γλώσσα που αποτυπώνει το αποτρόπαιο των πράξεων με σπαρακτική τρυφερότητα (Ο νεαρός βασιλιάς ερωτεύεται την αδελφή της βασίλισσας, εκείνη δεν ενδίδει, της κόβει τη γλώσσα, στη συνέχεια οι δύο γυναίκες καταστρώνουν εκδίκηση, σκοτώνουν τον γιο του βασιλιά και του τον σερβίρουν για γεύμα. Στο τέλος μεταμορφώνονται όλοι σε πουλιά.)
     Το έργο προσφέρεται για μια εικονολατρική σκηνοθεσία που θα αποθεώσει το γκροτέσκο και το μακάβριο μέσα από κινηματογραφικά πλάνα απαράμιλλης αισθητικής κάνοντας τον θεατή να νοιώσει μέρος μιας εφιαλτικής τελετουργίας που αναστατώνει τις αισθήσεις. Η multimedia performance του Παντελή Δεντάκη αναδεικνύει στην εντέλεια τον κειμενικό μικρόκοσμο του Φιλίπ Μινιανά ενορχηστρώνοντας υποδειγματικά τη διαλεκτική λόγου και εικόνας. Η παράσταση απογειώνει τη θεαματικότητα δημιουργώντας μια μυσταγωγική, θα λέγαμε, ατμόσφαιρα που είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με λέξεις. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει αντιστικτικά ένα μικρόκοσμο και ένα μακρόκοσμο μέσα από τη σκηνική εγκατάσταση του Νίκου Δεντάκη. Στη μέση της σκηνής, μια μικρή οθόνη, στο βάθος μια κινηματογραφική. Τα μικρά γλυπτά που φιλοτέχνησε η Κλειώ Γκιζελή κινούνται από τους ηθοποιούς πάνω στο μικρό τραπέζι σαν μαριονέτες και η αναπαράστασή τους από την κάμερα μεγεθύνει τις σημαίνουσες εκφράσεις και κινήσεις τους. Το video art του Αποστόλη Κουτσιανικούλη αποτελεί μια σύνθεση εικόνων και σκηνών που παραπέμπουν στα κινούμενα σχέδια, στα παιχνίδια εικονικής πραγματικότητας και σε φυσικά τοπία που αναπαριστούν όψεις του φαντασιακού. Οι μουσικές συνθέσεις του Σταύρου Γασπαράτου (σε συνεργασία με τον Γιώργο Μιζήθρα) ενισχύουν το στοιχείο του τρόμου μιας νοσηρής περιβάλλουσας ατμόσφαιρας που οριοθετούν από την έναρξη του θεάματος οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη βυθίζοντας την αίθουσα στο σκοτάδι. Όρθιοι, σε δύο αντιμέτωπα μικρόφωνα, μαυροντυμένοι (κοστούμια: Κική Γραμματικοπούλου), οι δυο ηθοποιοί αποδίδουν με εξαιρετική εκφραστικότητα τα πάθη και τα παθήματα των ηρώων. Ο Πολύδωρος Βογιατζής και η Κατερίνα Λούβαρη-Φασόη αποτελούν δίδυμο υποκριτικών δυνάμεων συγκοινωνούντων δοχείων με άριστη σκηνική ενάργεια.
     Τη μετάφραση του έργου από την Δήμητρα Κονδυλάκη μπορεί κανείς να διαβάσει στον πέμπτο τόμο «Νέο Γαλλικό Θέατρο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγρα». Πρέπει τέλος να σημειώσουμε ότι το θέατρο του Μινιανά είναι άγνωστο ακόμη στο ελληνικό κοινό. Έχουν παρουσιαστεί μόνο «Οι Πολεμιστές» (1993) στον Άδειο Χώρο της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, από την Ομάδα «Παράλληλοι», σε μετάφραση Ιωάννας Μαμακούκα και σκηνοθεσία Ηλία Κουντή, τον Απρίλιο του 2000.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

«Stamboul Train» του Graham Greene στην Αμαξοστοιχία – Θέατρο «Το Τρένο στο Ρουφ»


     


    Κάθε παράσταση στην καλαίσθητη αμαξοστοιχία – θέατρο «Το Τρένο στο Ρουφ» είναι μια ξεχωριστή εμπειρία. Οι ηθοποιοί βρίσκονται σχεδόν σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές-συνεπιβάτες του βαγονιού. Έτσι, σκηνή και πλατεία διαμορφώνουν έναν ενιαίο χώρο εντός του οποίου το κοινό γίνεται «αυτόπτης μάρτυρας» ή «συνένοχος» της ανεξιχνίαστης υπόθεσης του εκάστοτε έργου. Πόσο μάλλον όταν η υπόθεση αυτή διαδραματίζεται μέσα σ’ ένα τρένο που εκτελεί την πολυήμερη διαδρομή Οστάνδη – Κωνσταντινούπολη.
     Ο Ιωσήφ Βαρδάκης διασκευάζει για τη σκηνή το εμβληματικό μυθιστόρημα του Graham Greene, «Stamboul Train», προτείνοντας μια σειρά αλυσιδωτών σκηνών – στιγμιότυπων με πρωταγωνιστές οκτώ ταξιδιώτες. Στον θεατρικό μικρόκοσμο του Ιωσήφ Βαρδάκη, ο κλειστός χώρος του τρένου ανάγεται σε αρένα κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων μέσα από εκ διαμέτρου αντίθετες «φωνές». Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, το ίδιο και η ευθυγράμμιση των αντίρροπων δυνάμεων όταν προβάλλει απειλητικά το αδιέξοδο. Άλλωστε, η εξαιρετική σκηνοθεσία της Τατιάνας Λύγαρη εκμεταλλεύεται στο έπακρο κάθε λεπτομέρεια των χαρακτήρων του έργου αποκομίζοντας από την ευθύβολη τοποθέτηση των δρώντων ρυθμική αρμονία.
     Ως Μέιμπελ, η Εβελίνα Αραπίδη ενεργοποιεί μια σημαίνουσα παραγλωσσική έκφραση για να αποδώσει τον κυνισμό και την υπέρμετρη φιλοδοξία της δημοσιογράφου που επιπλέον προβάλει αυτάρεσκα τις ερωτικές προτιμήσεις της για τις γυναίκες. Ο Σπύρος Ζουπάνος υποδύεται με εκφραστική ευκρίνεια τον συγγραφέα που προσπαθεί να διαχειριστεί την αγωνία του για την προβολή του νέου του βιβλίου.
     Ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης, στον ρόλο του Γκρούνλιχ, αποκαλύπτει σταδιακά και με έξυπνες κινήσεις τα κίνητρα που οδήγησαν το πρόσωπο το οποίο υποδύεται στον φόνο. Η Δάφνη Καφετζή ενσαρκώνει με αισθαντική θηλυκότητα τη χορεύτρια Κόραλ, υπογραμμίζοντας την ευαισθησία, την απειρία στον έρωτα αλλά και τον δισταγμό ενός βασανισμένου βιοπαλαιστή όταν η ζωή δείχνει να του χαμογελά.
     Ως Όπι, ο Παναγιώτης Μαρίνος υποστηρίζει με ενάργεια τη ρητορική του μίσους που εκφράζει ο ιερέας, κυρίως όταν αποκαλύπτεται το «αληθινό» του πρόσωπο. Ο Νίκος Ποριώτης, στον ρόλο του Τσίνερ, εκφράζει με πάθος το αφήγημα του ιδεολόγου επαναστάτη που αγωνίζεται για ένα καλύτερο κόσμο και προασπίζεται τα ιδανικά της ισότητας πασχίζοντας για την κατάρρευση των διακρίσεων ανάμεσα στους ανθρώπους.
     Ως Τζάνετ, η Κλαίρη Σαρρηκυριάκου λειτουργεί ως ενοποιητική παρουσία δίνοντας έτσι την ευκαιρία να δημιουργηθούν οι απαραίτητες φωτοσκιάσεις των αντιθέσεων, τόσο στον πυρήνα του ρόλου της όσο και σε ό,τι αφορά στις διαπλοκές με τους άλλους χαρακτήρες του έργου. Ο Χρήστος Χριστόπουλος, στον ρόλο του εβραίου επιχειρηματία, κινείται έξυπνα και επιτελικά αποτυπώνοντας τον σκεπτικισμό που αναδίδει ο ήρωας.
     Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, η μουσική του Μηνά Ι. Αλεξιάδη, η χορογραφία της Πέπης Ζαχαροπούλου και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη υπογραμμίζουν τις καταστάσεις και δημιουργούν την ατμόσφαιρα της ειδοποιού διαφοράς ανάμεσα στο λειτουργικό και στο υψηλής πνοής αισθητικό συμβάν!

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

«Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Θέατρο «Άττις – Νέος Χώρος» από την Ομάδα «Σημείο Μηδέν»


      

       Στις τραγωδίες του Σοφοκλή, το «αντίπαλον δέος» είναι ένας άλλος θνητός ή και μια ολόκληρη κοινωνία. Η πολιτική προσδιορίζεται και δημιουργεί σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο έκκεντρο συμβάν και στην ηθική διάσταση των πράξεων του ήρωα αλλά και της συλλογικής ευθύνης των πολιτών. Ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή διαπράττει την ύβρη ωθούμενος από ένα διαφορετικό και συνάμα συγκρουσιακό στοιχείο, που στοιχειοθετεί προσωπική κοσμοαντίληψη με επιπτώσεις στην πόλη και στη διαμόρφωση και διατύπωση πολιτικού λόγου και αντιλόγου.

       Η διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Αντιγόνη και το «αντίπαλον δέος», τον Κρέοντα, αναδεικνύεται σε αρχέγονη αντιπαράθεση ανάμεσα στο δίκαιο του πολίτη και στο δίκαιο του κρατούντος. Η Αντιγόνη, μετά την κορυφαία πράξη ενταφιασμού του αδελφού της, καθίσταται παράδειγμα προς μίμηση για να συμβολοποιηθεί εν συνεχεία και να εγκατασταθεί και αυτή στο πάνθεον των αρχετύπων. Ως αθάνατο αρχέτυπο, η Αντιγόνη λαμβάνει την εντολή, σε κάθε εποχή, να δικαιώσει όλους τους χαμένους αγώνες ανάμεσα στην εξουσία και στον εξουσιαζόμενο.
       Η πειραματική αναπαράσταση και η πολυδιάστατη ερμηνεία της «Αντιγόνης» από τον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο και τους ηθοποιούς της ομάδας του, κωδικοποιούν την ηρωική εκφορά του προσώπου, δια του οποίου δικαιολογείται και δικαιώνεται η αντίσταση στην εξουσία, χωρίς τοπικά και χρονικά συμφραζόμενα. Στην άδεια σκηνή ενός κλειστού, εργαστηριακού δωματίου, ο χώρος κοσμείται με τα σώματα των ηθοποιών και γεμίζει από τις ρυθμικά παλλόμενες κινήσεις τους. Το μαύρο χρώμα στα στοιχειώδη ενδύματά τους ουδετεροποιεί τα εξέχοντα χαρακτηριστικά των προσώπων προκρίνοντας την ομοιογένεια. Κίνηση και λόγος συμπορεύονται αντιστικτικά για να διαμορφώσουν ένα τελετουργικό, διονυσιακό, οργιαστικό, θα λέγαμε, περιβάλλον που φωτίζει καίρια ο Κώστας Μπεθάνης εναλλάσσοντας το λευκό με το σκοτεινά κόκκινο χρώμα.
       Ο Δημήτρης Δημητριάδης συνθέτει μια «παρτιτούρα» λόγου στην οποία δεσπόζει η μείξη αρχαιοπρεπών λεξημάτων και συνταγμάτων με καθημερινής χρήσεως εκφωνήματα. Ο Σάββας Στρούμπος «εγγράφει» στον χώρο της σκηνής το «πάσχων» σώμα της ηρωίδας – συμβόλου, που λειτουργεί δίκην μετωνυμικής μεταφοράς ενός γενικευμένου άλγους μέσω του οποίου προοικονομείται ο τελικός θρήνος. Πράγματι, ο σκηνοθέτης στηρίζεται στη σωματικότητα μέσα από μια γεωμετρική επεξεργασία των ζητημάτων που αποτυπώνουν οι κώδικες των ρόλων. Το σώμα «ανατέμνεται» δημιουργικά συνθέτοντας και αποδομώντας εννοιολογήματα και καταστάσεις του θυμικού μέσα από κορυφώσεις. Οι ηθοποιοί, χάρη στους οποίους επιτυγχάνεται το άρτιο σκηνικό αποτέλεσμα, υπηρετούν πειθαρχημένα ένα ερμήνευμα, προϊόν θεατρικής επεξεργασίας γλωσσικών και παραγλωσσικών επιλογών του σκηνοθέτη.
       Αξίζει να σταθούμε στις εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις, την εκφραστικότητα και την ενιαία υποκριτική υφολογία της ομάδας με προεξάρχοντα την Αντιγόνη της Έβελυν Ασουάντ που διακρίνεται ιδιαιτέρως στα τραγουδιστικά κομμάτια.  Ως Κρέων, ο Κωνσταντίνος Γώγουλος ανάγει τον ήρωα σε οικουμενικό πρότυπο εξευτελισμού της εξουσίας. Αποκαλυπτική, η Έλλη Ιγγλίζ, τόσο ως Τειρεσίας όσο και ως κορυφαία Χορού, καταδεικνύει τη λειτουργικότητα ενός ουδέτερου προσωπείου που κερματίζει το πρόσωπο. Το συριστικό της εκφοράς του Γιάννη Γιαραμαζίδη υπογραμμίζει την αρχική διστακτικότητα του «άγουρου» νεαρού Αίμονα που επιχειρεί να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον «ώριμο» αυταρχικό πατέρα. Με φωνητική και σωματική ακρίβεια κινείται η Ανδρομάχη Φουντουλίδου στους ρόλους της Ισμήνης και του Αγγελιαφόρου. Τη διανομή συμπληρώνουν επάξια η Ρόζυ Μονάκη (Ευρυδίκη και κορυφαία Χορού) και ο Στέλιος Θεοδώρου – Γκλίναβος (Φύλακας και Εξάγγελος).