Η «Χίλντα» (1991) της Γαλλο-Σενεγαλέζας Marie NDiaye είναι ένα
σκηνικό επίτευγμα ως προς τη δόμηση ενός χαρακτήρα και μάλιστα απόντος αν και
πρωταγωνιστή. Η Χίλντα δεν εμφανίζεται διόλου στη σκηνή, είναι όμως συνεχώς
παρούσα στον λόγο, αφού αποτελεί την αφετηρία διενοχής και διένεξης των δρώντων
– παρόντων προσώπων. Στη διενοχή μάλιστα αυτή, μια δεύτερη «απουσία» κάνει πιο
ρηξικέλευθο τον λόγο: τα άλλα δύο πρόσωπα περιορίζονται μόνο σε εκρήξεις,
σιωπές ή μονοσήμαντες φραστικές διατυπώσεις.
Εκείνη που κατακυριαρχεί είναι η Κυρία
Λεμαρσάν, με μια καταιγίδα λόγου, έναν λεκτικό υπερ-ιδεαλισμό, μιαν υπεροψία
που άλλοτε μοιάζει με οξύθυμη διαμαρτυρία, άλλοτε με εκλιπαρούσα παράλογη θέση
επιθυμιών. Η αριστερών πεποιθήσεων κυρία δηλώνει ότι χρειάζεται μια γυναίκα που
δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ, μια παντοτινή υπηρέτρια και αποκόβει με ανελέητη
στρατηγική τη Χίλντα από τον σύζυγό της Φρανκ και τα παιδιά της. Η Κυρία
Λεμαρσάν είναι μια κατ’ οικονομίαν προσωποποίηση ενός φασισμού, που αν και
ρητορικός, έχει εντελώς πραγματικές διαλυτικές διαστάσεις. Εξορίζει τα άλλα δύο
πρόσωπα, τα ακινητοποιεί, τα αναδομεί ως χαρακτήρες, τα οστρακίζει από τη σκηνή
με μοναδικό εργαλείο τον λόγο, σ’ έναν ακατάσχετο βαταρισμό που καθώς προάγεται
με την αρχή των αντιφάσεων, καταπιέζει, δηλαδή εξοντώνει τον Φρανκ και την
Κορίν, αλλά εξοργίζει και τον θεατή που διατίθεται να βγει στη σκηνή και ν’
αυτοδικήσει!
Η μέθεξη αυτή του θεατή με τη δράση
οξύνεται με την αφατική μηδενίζουσα στάση των άλλων δύο προσώπων που στη σάρωση
του λόγου της Κυρίας Λεμαρσάν έχουν σχεδόν καταστεί ανάπηρα. Αυτό επιτυγχάνει ο
φασισμός, να «κλείσει» τα στόματα, είτε είναι μαύρος ή κόκκινος, αριστερός ή
δεξιός. Αν τώρα ο θεατής προσθέσει στην καταιγίδα του λόγου και την υποκρισία
της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπεί η πρωταγωνίστρια, τότε έχει εμπρός του μια
τέλεια σκηνική πρόκληση. Η δήλωση της Κυρίας Λεμαρσάν είναι χαρακτηριστική:
«Δεν υπάρχουν πια πλούσιοι. Απειλούμεθα όπως κι εσείς. Κουτσά – στραβά τα
βγάζουμε πέρα, κάνουμε κι εμείς τις μικρές μας κομπίνες για να επιβιώνουμε.
Είμαι, Φρανκ, μια παλιά επαναστάτρια. (…) Είχα στρατευτεί, πριν παντρευτώ, στο
πλευρό ανεπιθύμητων προσώπων, έτοιμων για όλα προκειμένου να αλλάξουν τον κόσμο
στο όνομα της ιδεολογίας τους».
Αν έτσι το έργο, η «Χίλντα», είναι μοναδικό ως προς την επανοικονομία του λόγου, όπου
ένας/μία παίζει για πολλούς με όλες τις σκηνικές εντρέχειες, τότε το παιχνίδι
δεν θα μπορούσε να ευοδωθεί χωρίς τον οριακά επιταχυνόμενο λόγο (αυτόν που στην
αγωγή του λόγου αποκαλούμε βαταρισμό). Η Άννα
Κουτσαφτίκη ερμηνεύει υποδειγματικά την Κυρία Λεμαρσάν αποδίδοντας με
εκφραστική ακρίβεια τα πολλαπλά επίπεδα του ρόλου. Ως Φρανκ ο Νικόλας Πιπεράς και ως Κορίν η Νατάσα Εξηνταβελώνη υποστηρίζουν τα
πρόσωπα με συνέπεια, ελεγχόμενες εκρήξεις, σιωπές και ευθύβολο βλέμμα.
Η μετάφραση του Ανδρέα Στάικου αναδεικνύει με ευκρίνεια και εύστοχες επιλογές τον
πολιτικό χαρακτήρα του έργου και την κριτική του διάθεση. Η σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου κατανοεί τον
υπερβατικό χαρακτήρα του μικροκόσμου που αναπτύσσει η συγγραφέας και
εξισορροπεί τις αντιθέσεις προκρίνοντας διακριτικά την κωμική διάσταση χωρίς
υπερβολές. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Κωνσταντίνου
Ζάμανη παρέχουν την ελάχιστη αλλά απαραίτητη οπτική «πληροφορία» ενώ οι
φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου
υπογραμμίζουν τις εναλλαγές των καταστάσεων.