Απορρίπτοντας τόσο το ρεαλιστικό όσο και το ψυχολογικό θέατρο, τα έργα του
ρουμανικής καταγωγής αλλά γαλλικής έκφρασης Ευγένιου Ιονέσκο (1912 – 1994), υπογραμμίζουν την αδυναμία της
γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας, την καταδυνάστευση από τα υλικά αντικείμενα και
την ανικανότητα του ανθρώπου να ελέγξει το πεπρωμένο του. Στο «Μάθημα» (1951) υπάρχει κάτι περισσότερο
από τη δήλωση περί του «αδύνατου» της επικοινωνίας. Η γλώσσα δείχνεται και σαν
όργανο εξουσίας. Καθώς εξελίσσεται το έργο, η Μαθήτρια που στην αρχή φαινόταν
πρόθυμη, ανυπόμονη, ζωηρή κι άγρυπνη, χάνει σιγά-σιγά τη ζωντάνια της, ενώ ο
Καθηγητής που ήταν δειλός και νευρικός, αποκτάει σταδιακά πεποίθηση και
κυριαρχεί. Η βία και η καταπίεση, η επιθετικότητα και η μανία κατοχής, η
σκληρότητα και η λαγνεία που συνθέτουν τη φύση κάθε εξουσίας, βρίσκονται ακόμα
και πίσω από μια τόσο φανερά άκακη εξάσκηση κυριαρχίας κι επιβολής, όπως είναι
η σχέση του καθηγητή με τη μαθήτρια.
Η σκηνοθεσία
της Δανάης Ρούσσου, που αναδεικνύει
τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ,
δίνει έμφαση στο πολιτικό στοιχείο του έργου τονίζοντας τη σχέση εξουσιαστή –
εξουσιαζόμενου, σχέση θύτη – θύματος. Το
λογοπαίγνιο του τίτλου «Μά.θυμα»
αντί για «Μάθημα» υπογραμμίζει τη
σχέση της υποταγής του Μαθητή απέναντι στην εξουσία του Καθηγητή. Το σκηνικό
του Ηλία Λόη, ένα πελώριο φόρεμα που
κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών και εν συνεχεία καταλαμβάνει τη σκηνή
σχηματίζοντας ένα είδος φυλακής, υποδηλώνει τον
εγκλεισμό και τη νοσηρή ατμόσφαιρα του φόνου που επίκειται. Προσεγμένα τα κοστούμια
της Ιόλης Μιχαλοπούλου ευθυγραμμίζονται
με την αισθητική του εγχειρήματος. Η υποβλητική μουσική του Παναγιώτη Καλημέρη αλλά κυρίως οι καίριοι
φωτισμοί του Δήμου Αβδελιώδη
δημιουργούν το σασπένς στον θεατή. Το κωμικό στοιχείο παρεισφρέει στο
δραματικό, αλλά οι ερμηνείες του Νίκου
Παντελίδη (Καθηγητής) και της Δανάης
Ρούσσου (Μαθήτρια), κρατούν τις απαραίτητες αποστάσεις, απομακρύνονται
δηλαδή από συναισθηματισμούς που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν την αισθητική του
Θεάτρου του Παραλόγου. Ο Καθηγητής του Νίκου
Παντελίδη παρουσιάζεται ως αυτοπαθής μαριονέτα που η ίδια κινεί τα νήματα
της ψυχολογικής συμπεριφοράς της απέναντι στη Μαθήτρια – θύμα. Το ζεύγος
λειτουργεί ως ενιαία εκφορά διττού σώματος, φορέως διανοημάτων που
αλληλοεξοστρακίζονται. Με επιδέξιο τρόπο, η Δανάη Ρούσσου εκφωνεί στο μικρόφωνο τα λόγια της Υπηρέτριας, που
είναι απούσα από τη σκηνή, και ανάγεται έτσι σε μια μορφή εισβολέα. Η
σκηνοθέτης ενδυναμώνει και προβάλλει, σε αυτή τη φαινομενική φάρσα, μια
σαδομαζοχιστική διάσταση που προέρχεται από τα ανομολόγητα βάθη και πάθη της ανθρώπινης
ψυχής. Τα εν λόγω άδηλα χαρακτηριστικά βγαίνουν στην επιφάνεια μέσα από την τεκμηριωμένη
και συνεπή ως προς τη σύλληψη, σκηνοθετική πρόταση. Μια παράσταση που
κατορθώνει να αποδώσει με ξεχωριστό τρόπο ένα γνωστό και πολυπαιγμένο έργο.