Στην επταετία
1967 – 1974, ευδοκιμεί το παράλογο στο ελληνικό θέατρο σε συνδυασμό με τον
πολιτικό λόγο, που αρθρώνεται κωδικοποιημένος για να μην γίνει αντιληπτός από
τη λογοκρισία. Όλοι οι συγγραφείς της περιόδου στρατεύονται, εν πολλοίς, στην
υπόθεση της πάλης κατά του καθεστώτος της Δικτατορίας με κύριο και αποκλειστικό
όπλο την σάτιρα. Η δραματουργία του Κώστα
Μουρσελά βάζει στο στόχαστρο την αστική τάξη και ιδιαίτερα την υποκρισία
εκείνων που περιβάλλουν την άρχουσα τάξη της εποχής.
Στο «Ω!
Τι κόσμος μπαμπά!», ο Κώστας Μουρσελάς δοκιμάζει όλες σχεδόν τις κατηγορίες
των μορφών διαλόγου, ενώ το ύφος του στηρίζεται στην σύμπτυξη των ετερογενών
αλλά και στις αντιφάσεις των «ομοίων»: «Γράφω έργα εναντίον των αστών και τα
απολαμβάνουν οι αστοί…γράφω εναντίον της καταναλωτικής κοινωνίας και αυξάνονται
οι πωλήσεις…γράφω για τις αντιφάσεις της κοινωνίας και τελικά βρίσκομαι μόνον
εγώ σε αντιφάσεις» λέει ο Κύριος στο Β’ Μέρος του έργου. Οι μονόλογοι του Κώστα
Μουρσελά είναι αυτό-διηγητικοί, όπως φαίνεται και στην τελευταία φράση του
προηγούμενου αποσπάσματος. Ο συγγραφέας εκθέτει την απογοήτευσή του, αλλά, με
όπλο το χιούμορ, την ευφυή σάτιρα, δεν απογοητεύεται.
Εφεξής ο διάλογος θα δοκιμασθεί σε όλες
τις φόρμες εφ’ όσον αυτές καταλήγουν σε κριτική του κοινωνικού ασυνειδήτου όπου
ευνάζει η πραγματικότητα για να μην ενοχλεί, αλλά παρ’ όλα αυτά η πραγματική
δυστυχία ή δυστυχία του καθημέραν βίου δεν ναρκώνεται, εγείρεται, ανθίσταται,
αυτοσαρκάζεται, διακωμωδείται. Χαρακτηριστικός ο διάλογος Σόλωνος – Λουκά, δύο
τύπων – προσώπων που σφράγισαν με τη διάβασή τους το ελληνικό τηλεοπτικό
θέατρο. Όμως ο Κώστας Μουρσελάς δεν μένει εδώ, δημιουργεί διαλόγους που και
μόνον η φόρμα τους ασκεί κριτική και συνιστά διαμαρτυρία. Τέτοιος διάλογος
είναι η στιχομυθία σε ημιστίχια όπου το ένα πρόσωπο αρχίζει τον λόγο, τον παραδίδει
σε δευτερόλεπτα στο άλλο και εκείνο τον επιστρέφει πιο ημιτελή από όταν τον
παρέλαβε. Έτσι, όλο το έργο με ειδική αίσθηση του χιούμορ (άλλοτε καυστικό,
άλλοτε μελαγχολικό, άλλοτε ευφυές και λαμπερό) έρχεται να επιθεωρήσει «όλους»
τους τύπους, τα θέματα, τις ροπές και την αντιφάσκουσα πολιτική και κοινωνική
ζωή. Ό, τι και να πει ο συγγραφέας είναι λίγο, είναι όμως διαχρονικό, ατελείωτο
και λογοτεχνικά εντελές. Και επειδή εντελές συνιστά μάθημα για τους νεότερους
συγγραφείς.
Η παράσταση του Νίκου Χατζηπαπά ακολούθησε μια αφαιρετική γραμμή, χωρίς σκηνικά,
επέμεινε στην ανάδειξη των προσώπων – τύπων, στην κίνηση, τον λόγο και το
τραγούδι με καθαρές προθέσεις και διατυπώσεις που διασκεδάζουν τα προβλήματα,
όσα καθιστούν αβίωτο τον καθ’ ημέραν βίο, με χιούμορ και ευκρίνεια. Η
σκηνοθεσία του κυρίου Χατζηπαπά εκμεταλλεύεται κάθε επιμέρους καταστασιακό
περιστατικό και αναδεικνύει τις λεκτικές παγίδες υπαινιγμών, κατορθώνοντας να
δημιουργήσει μια απογειωτική ατμόσφαιρα κωμωδίας. Ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει το
υπό αμφισβήτηση γεγονός, ανάγοντάς το σε ανώδυνο ελάττωμα. Έτσι, ασκείται
έμμεση αλλά καίρια κριτική στη φαυλότητα και στην ψευδεπίγραφη πραγματικότητα
μιας ηθικής της συνήθειας και του εφησυχασμού.
Εξαιρετικά εύστοχη η μουσική του Κώστα Χαδούλη (με τον ίδιο επί σκηνής
στο πιάνο) επισημαίνει το πολύπλοκο των συλλογισμών που εκφράζουν οι ήρωες, από
την πικρή γεύση της απογοήτευσης έως τη μελαγχολική διάθεση κάθε διαπίστωσης.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίνονται με άνεση στις
απαιτήσεις μιας σκηνοθεσίας που στηρίζεται στην ομαδικότητα και δημιουργούν
χαρακτηριστική και ενιαία υφολογία, μέσω μιας δια-δράσεως των προσωπικών
υποκριτικών κωδίκων του καθενός. Ο Γιώργος
Γιαννούτσος, ο Νίκος Χατζηπαπάς,
η Χρύσα Μαρκατά, ο Κωστής Σαββιδάκης, η Εύα Αλεξανδρή, η Ελένη Φίλιππα, ο Πάνος
Λαμπρίδης, η Κατερίνα Βαρδακαστάνη,
η Τσαμπίκα Φεσάκη και ο Δημήτρης Κακαβούλας εναλλάσσονται σε
ρόλους συνθέτοντας τα επί μέρους ταμπλό ενώ δημιουργούν μια κυκλική κίνηση
λόγου και δράσεως που καταλήγει σε αποκορύφωμα σκηνικής δίνης.