Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

«Γυναίκες», έργο βασισμένο σε τραγωδίες του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ουαζντί Μουαουάντ στο Ηρώδειο



Ομολογώ ότι διατηρούσα επιφυλάξεις για τη χρήση της ροκ μουσικής στην προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Εξάλλου, οι κώδικες της τραγωδίας έχουν τα τελευταία χρόνια υποστεί άπειρες διερμηνευτικές απόπειρες προερχόμενες από την ανάγκη να τοποθετηθεί εκ νέου η τραγωδία σε πλαίσια σύγχρονων αποδόσεων. Ωστόσο, η άγνοια, πολλές φορές, της σημασίας των κωδίκων, που χειρίζεται ο τραγικός λόγος για να αποδεσμευθεί ακριβώς από το ιστορικό «εδώ και τώρα» και να απλωθεί στην διαχρονία, οδηγεί καταξιωμένους μάλιστα σκηνοθέτες στα όρια του αχαλίνωτου.
Μετά όμως από την εξάωρη παράσταση του Καναδού – λιβανέζικης καταγωγής – σκηνοθέτη Ουαζντί Μουαουάντ με γενικό τίτλο «Γυναίκες», στην ουσία τρεις αυτούσιες τραγωδίες του Σοφοκλή, «Τραχίνιες», «Αντιγόνη» και «Ηλέκτρα», έγιναν σαφείς οι συγγενικοί δεσμοί των δύο ειδών και ο θεατής αναγνώρισε τις μεγάλες αλήθειες αλλά και την ουσία της τραγικότητας του διλήμματος.
Άλλωστε, στην παράσταση αναδείχθηκε με καθαρότητα ο λόγος και η γαλλική μετάφραση του Ρομπέρ Νταβρέ κορυφωνόταν αβίαστα από την ποιητική των λυρικών ή αδρών περιγραφών στην επιβλητική κυριολεξία των γνωμικών νησίδων.
Η σκηνή παρέπεμπε σε χώρο συναυλίας με πολλά περιμετρικά φώτα (σκηνικά Εμανουέλ Κλολίς). Γύρω-γύρω γραμμές τρένου και στη μέση ένας πελώριος κύβος που χρησιμοποιήθηκε πολλαπλά. Στις «Τραχίνιες» ο κύβος υπερυψώθηκε για ν’ αποκαλυφθεί το καμένο σώμα του Ηρακλή, τον οποίο υποδύθηκε γυναίκα ηθοποιός με το κορμί της καλυμμένο ολόκληρο από γάζες που ξεδιπλώνονταν κατά τη διάρκεια μιας εξαίρετης χορογραφίας. Στην «Αντιγόνη» το ίδιο κουτί έγινε βάση της φυλακής που χτιζόταν επί σκηνής με τη μεταφορά πλακών.
Χαρακτηριστική εμμονή της σκηνοθεσίας το υγρό στοιχείο και οι ερμηνείες του. Βροχή και κουβάδες νερό κατέκλυζαν τη σκηνή μαζί με χώμα. Η λάσπη πέρα από το προφανές, λειτούργησε ως σημαινόμενο ηθικού και κοινωνικού στιγματισμού.
Πολλές σκηνές ξεχώρισαν για τις ευρηματικές ιδέες τους. Στις «Τραχίνιες» οι κινήσεις του Ύλλου που κατηγορεί τη Δηιάνειρα ως υπαίτια για τον επικείμενο θάνατο του πατέρα του, παρέπεμπαν σε ερωτικά σημαινόμενα. Ονειρική η σκηνή στην «Αντιγόνη» που ο Κρέων βλέπει σαν όραμα μπροστά του τον γάμο του Αίμωνα με την Αντιγόνη υπό τον ήχο του βιολιού.
Σύγχρονα αλλά ουδέτερα τα κοστούμια της Ιζαμπέλ Λαριβιέρ δεν ενόχλησαν. Καίριοι οι φωτισμοί του Ερίκ Σαμπού.
Αληθινός πρωταγωνιστής ήταν η μουσική. Ντραμς, ηλεκτρικές κιθάρες και ηχεία δεξιά και αριστερά στην ορχήστρα του Ηρωδείου. Μια ροκ μπάντα είχε πάρει τη θέση του Χορού με κορυφαίο το Γάλλο μουσικό Μπερτράν Καντά, αρχηγό του δημοφιλούς ροκ συγκροτήματος Noir Desir.
Αισθαντικά και άγρια, τέσσερις μουσικοί «χόρευαν» στους ρυθμούς μιας ροκ παραίσθησης, στους ρυθμούς ενός βαθύτατου πόνου δια του οποίου η heavy metal διάσταση του κόσμου έγινε ουρλιαχτό ενάντια στο επικείμενο και στο επερχόμενο.
Το τραγούδι του Χορού έγινε μια χειρονομία πιο αισθησιακή, πιο κοντά στην έκσταση και συνέδεε το σώμα πιο άμεσα με την ενστικτώδη τρέλα. Η μουσική, αν και ροκ, έφερε τη μυρωδιά της Ανατολής ενώ κάποια κομμάτια είχαν την θλίψη μοιρολογιών της Μεσογείου.
Η δυναμική του ροκ επικύρωσε την αφήγηση της οργής προβάλλοντας τα βαθιά κρυμμένα δάκρυα των τραγικών ηρωίδων. Στην εκστατική μανία των μελωδιών αντανακλώνται τα καταστροφικά κύματα που διατρέχουν τις ενέργειες και τις αποφάσεις των προσώπων.
Όλα τα στοιχεία της παράστασης υπάκουσαν στη ροκ σύλληψη της σκηνοθεσίας που απέδωσε άρτια την λιτανεία του θανάτου αλλά ταυτόχρονα και τον ύμνο του Επαναστατημένου Ανθρώπου.
Ένας εξαίρετος γαλλοκαναδικός θίασος κινήθηκε αντιστικτικά καθώς γνωρίζει να εκμεταλλεύεται με τη μιμική του προσώπου και την ανεπαίσθητη κινησιολογία ακόμη και τις σιωπές. Εξάλλου, κατά την εκφορά του τραγικού λόγου, οι ηθοποιοί πάλλονταν σ’ έναν εσωτερικό ρυθμό που όχι μόνο σωματοποιούσε, καθιστώντας τον πράξη, το λόγο αλλά και εξέπεμπαν τέτοια ωστική ενέργεια προς τον θεατή ώστε ο τελευταίος να εκλαμβάνει συγκινησιακά αυτό που δεν είναι άλλο από μια επικοινωνία μέσω αισθητηρίων οργάνων.
Η αντιφατικότητα στους τραγικούς ήρωες, αυτή ακριβώς που τους διαφοροποιεί από πρόσωπα δραματικού ρεπερτορίου και τους ανάγει σε πανανθρώπινα προσωπεία-αξίες, αποδόθηκε επιτυχώς μέσα από την εσωτερίκευση αρχικά και αποστασιοποίηση στη συνέχεια που πέτυχαν οι ερμηνευτές.
Η παράσταση παίχθηκε στα γαλλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

«Δαίμονας» της Μαρίας Ευσταθιάδη στο Από Μηχανής Θέατρο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών


Ο πολυφωνικός μονόλογος της Μαρίας Ευσταθιάδη με τον τίτλο «Δαίμονας» και τον υπότιτλο «Sostenuto assai cantabile», αντλεί το υλικό του από την ένοχη ιστορία του ερμητικού ήρωα των «Δαιμονισμένων» του Ντοστογιέφσκι, Νικαλάι Σταβρόγκιν. Στο μυθιστόρημα ο ήρωας ομολογεί με όλες τις λεπτομέρειες την αποτρόπαια πράξη του βιασμού της μικρής Ματριόσα και την ευθύνη του για την αυτοκτονία της. Στο θεατρικό έργο της Μαρίας Ευσταθιάδη το υποκείμενο της εξομολόγησης αντιστρέφεται. Δεν είναι πια ο διαφθορέας που ανακαλεί στη μνήμη του τα γεγονότα αλλά το αποπλανημένο κορίτσι. Εδώ όμως η Ματριόσα δεν αυτοκτονεί. Ο Σταβρόγκιν πεθαίνει πρώτος και η ηρωίδα που πλησιάζει πλέον τα πενήντα ζει αποτραβηγμένη στο Ούρι της γερμανικής Ελβετίας, σ’ ένα σπίτι που εκείνος διατεινόταν ότι είχε αγοράσει για χάρη της. Μια θυελλώδη, ανατρεπτική σχέση εξιστορείται, ένας αντιφατικός, καταστροφικός ερωτισμός εμπλέκει θύτη και θύμα σε χίμαιρες, εφιάλτες, παραισθήσεις και μέθη.

Τρεις φωνές αφηγούνται την εκδοχή της Ματριόσα. Η δική της, του Σταβρόγκιν και ενός παρατηρητή που γεφυρώνει τα χάσματα ανάμεσα στα γεγονότα και στο υποκειμενικό βίωμα. Τρεις είναι και οι χρονικές στιγμές που ορίζουν την πλοκή μέσα από τη μαγική-τελετουργική ρήση «είσαι δώδεκα, είσαι δεκαοχτώ, είσαι κοντά πενήντα». Ξαπλωμένη σ’ ένα διάφανο φουσκωτό στρώμα πάνω στο λοφίσκο ενός χωματένιου δαπέδου (σκηνικά-κοστούμια: Λιλή Κεντάκα) και ακίνητη την περισσότερη ώρα, η Ρούλα Πατεράκη «συνδιαλέχθηκε» με ηχογραφημένες φωνές ζωντανεύοντας επί σκηνής, λιτά και ευθύβολα, την εκδοχή της Ματριόσα. Στη γνώριμη υποκριτική της υφολογία, με συμμάχους την πολύχρονη εμπειρία και την κατακτημένη τεχνική, η κυρία Πατεράκη ανέδειξε τον θεατρικό λόγο.

Δεν ξέρω αν θα αρκούσε ο λόγος για να κρατηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. Πάντως το εικαστικό μέρος της παράστασης σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον και η δημιουργία ατμόσφαιρας αποδείχθηκε ευεργετική. Σε αυτό συνέβαλλε αποφασιστικά το βίντεο του Αλέξανδρου Μυστριώτη με την πληθώρα εικόνων που έδιναν έμφαση και υπογράμμιζαν το μήνυμα του εκφωνούμενου λόγου. Είτε με την προβολή λέξεων ή και φράσεων, ή ακόμη και με την πολυχρωμία τοπίων που επεξηγούσαν τον αναγνωστικό συνειρμό, το βίντεο του κυρίου Μυστριώτη λειτούργησε σαν απαραίτητο συμπλήρωμα της performance.Σημαντική και η συμβολή των φωτισμών του Αλέκου Γιάνναρου. Την ηχητική σύνθεση υπογράφει ο Γιάννης Κοτσώνης και την επιμέλεια της κίνησης η Μπέτυ Δραμισιώτη. Η φωτογραφία είναι της Εύης Φυλακτού. Το κείμενο της Μαρίας Ευσταθιάδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Η παράσταση αποτελεί μια συμπαραγωγή της Εταιρείας Θεάτρου Συν-Επί και του Φεστιβάλ Αθηνών.

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

«Λεόντιος και Λένα» του Γκέοργκ Μπύχνερ στο Θέατρο Ροές





Βαλέριος : Η γη και το νερό εκεί κάτω είναι σαν ένα τραπέζι που πάνω του έχει χυθεί κρασί, κι εμείς είμαστε ξαπλωμένοι σαν τραπουλόχαρτα, με τα οποία παίζουν ο Θεός κι ο Διάβολος από πλήξη.

(Από τη δεύτερη πράξη του έργου)

Στο μελαγχολικό αλλά ονειρικό παραμύθι του Γκέοργκ Μπύχνερ (1813-1837) «Λεόντιος και Λένα» (1836), η ανάγκη της ψυχικής ένωσης καλύπτεται απ’ την ανάγκη φυγής, ο ορθολογισμός κρύβεται πίσω απ’ την τρέλα και η τρυφερότητα πίσω απ’ τη βία.
Το μεταφεουδαρχικό καθεστώς και η βιομηχανική επανάσταση στη Γερμανία προκαλούν και ξεσηκώνουν τη βαθιά τρυφερή και ουμανιστική σκέψη του εικοσιτριάχρονου συγγραφέα παρασέρνοντάς την σ’ ένα στρόβιλο αντιδράσεων, όπου συνυπάρχουν αναρχισμός και μηδενισμός, επανάσταση και ουτοπία, απόγνωση και ελπίδα.
Ο Λεόντιος και η Λένα το σκάνε ο καθένας απ’ το παλάτι του όπου θέλουν να τους επιβάλλουν ένα γάμο ανάμεσά τους. Πασχίζουν να ξεφύγουν απ’ την εύνοια και τον ασφυκτικό κλοιό του καθεστώτος, ν’ ανατρέψουν τα δεδομένα, επιθυμώντας ν’ αποφασίζουν οι ίδιοι για τη ζωή τους. Άγνωστοι μεταξύ τους θα συναντηθούν τυχαία και θα ερωτευτούν στο απρόβλεπτο αυτό παιχνίδι που τους έπαιξε η μοίρα.
Μέσα από αυτοσαρκαστικούς διαλόγους που βρίθουν αποφθέγματα για την ανθρώπινη ύπαρξη και το πεπρωμένο, απαισιόδοξοι τόνοι επικρατούν προσδίδοντας άλλη διάσταση στον κλασικιστικό ιδεαλισμό και το ρομαντικό πνεύμα της εποχής. Μια κυνική κωμωδία για την τραγική μοίρα του ανθρώπου.
Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα που γνωρίζουμε από την περσινή παράσταση του σκηνοθέτη Λοράν Σετουάν στο Εθνικό Θέατρο, διαθέτει αρετές και αναδεικνύει το μήνυμα του λόγου και την ποιητικότητα του κειμένου.
Η σκηνοθεσία της Χλόης Μάντζαρη ευνόησε το έργο του Μπύχνερ κατευθύνοντας τους ηθοποιούς να ερμηνεύσουν σύνθετα και επιμένοντας στο ποιητικό στέλεχος. Μια συλλογικότητα που μοιάζει με ένα είδος ονειρικής φαντασμαγορίας συγκινήσεων την οποία ενισχύουν τα κοστούμια που σχεδίασε η Ιωάννα Τσιάμη, η μουσική επιμέλεια του Αλέξανδρου Μάντζαρη αλλά και οι διαβαθμίσεις των φωτισμών του Γιώργου Τέλλου.
Η κινησιολογική πρόταση της Σοφίας Σπυράτου διέπρεψε για ακόμη μια φορά και εδώ. Όλο το έργο, στην ποιητική του εξύψωση, με τον θρίαμβο του μεταφορικού λόγου και τη ρηματική εντελέχεια, έχει προεκταθεί σε κίνηση από τη χορογράφο. Κίνηση που όχι μόνο αναδείχνει προάγοντας τον λόγο αλλά που δημιουργεί σημασιακές ισοδυναμίες, ορισμένες φορές και αντιφατικές, απογειώνοντας το κείμενο του μεγάλου μοιραίου Γερμανού συγγραφέα.
Η κυρία Σπυράτου ακολουθεί τη μηχανιστική σύλληψη του σκηνικού που έστησε ο Aaron Minerbrook και που ορισμένως παραπέμπει στη ρωσική πρωτοπορία, και διπλώνει τις λέξεις με κίνηση δημιουργώντας το δικό της αλφάβητο. Κίνηση ελεύθερη, ανακλαστική, συνειρμική αλλά και γεωμετρημένη που πλημμυρίζει τη σκηνή, εμπνέει τους ηθοποιούς και δημιουργεί ευφορία στον ειδοποιημένο θεατή.
Ο Μιχάλης Σαράντης ως Λεόντιος και ο Γιώργος Νούσης ως Βαλέριο υποδύθηκαν τους ρόλους τους με ευλυγισία διαθέτοντας το νεανικό τους ταμπεραμέντο που υποθηκεύει ευμενώς τη δράση τους εν όψει της επόμενης πρόκλησης την οποία θα απαντήσουν στο θέατρο.
Ο Ζαφείρης Κουτελιέρης και ο Κωνσταντίνος Ραφαηλίδης ως ακόλουθοι (η διασκευή συμπυκνώνει στους ακόλουθους το ποσό λόγου που αντιστοιχεί στον παιδαγωγό, στον τελετάρχη, στον πρόεδρο του συμβουλίου, στον πάστορα, στο δικαστή και στο δάσκαλο) διακρίνονται για τα φωνητικά και εκφραστικά τους προσόντα.
Ο Δημήτρης Κουτρουβιδέας στοιχίζει και δένει αρμονικά τον Πέτερ, βασιλιά του κράτους Ποπό, με τους υπόλοιπους ρόλους καθιστώντας τον ιδιότυπο κέντρο κατευθύνσεων και συντάσσοντας ένα σκηνικό σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων.
Η Βένια Σταματιάδη ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις των δύο ρόλων που υποδύεται, αυτόν της Ροζέτας και αυτόν της Γκουβερνάντας.
Εύθραυστη η Λένα της Σοφίας Γεωργοβασίλη που εκφράζεται με έναν ιδιάζοντα ρομαντισμό συναισθημάτων.
Στο σύνολό της, μια προσεγμένη παράσταση που αξιοποιεί και αναδεικνύει τον βαθύ σημασιολογικά λόγο του συγγραφέα.

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

«Ο Επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ από τον Καλλιτεχνικό Οργανισμό Φάσμα στο Απλό Θέατρο (Νέα Σκηνή)



Αινιγματικός και μυστηριώδης, απεραντολόγος και σιωπηλά φλύαρος, ο θεατρικός μικρόκοσμος του Βρετανού νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ (1930-2008) αναπνέει τον αέρα μιας εναγώνιας ανάγκης να ειπωθούν όλα και ν’ αποκαλυφθεί σε όλο της το φάσμα η αλήθεια.

Σε κάθε έργο του, ο Πίντερ προβάλλει μια νέα μορφή της «πραγματικής» αλήθειας, η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, ως προς την δομική και θεματική συστηματοποίηση κάθε έργου, δημιουργεί την εις άπειρον εκβολή μιας βεβαιότητας του πιθανώς αληθινού.

Ο συγγραφέας δημιουργεί την αίσθηση του ιλίγγου και του πανικού, επανέρχεται και επαναλαμβάνει το σημείο εκκινήσεως της συλλογιστικής του, μιας συλλογιστικής σκεπτικισμού στα όρια της κυνικής φιλοσοφίας και της χαοτικής θεωρίας.

Ο δραματικός μικρόκοσμος του Πίντερ διογκώνεται στη σκηνή για να ξεναγήσει τον θεατή στα τοπία μιας οικουμενικής αγωνίας, μιας παγκόσμιας πάλης του ανθρώπου να διατηρήσει το δικαίωμα στο Είναι. Ο συγγραφέας καταγγέλλει, ουσιαστικά, την καταπίεση του ανθρώπου, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, από το βάρος του κοινωνικώς υπάρχειν, από τις διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις, που δημιουργούν εξαρτήσεις και διαπλοκές, καθώς και από τον εφησυχασμό ως απότοκο ενός κατευθυνόμενου κομφορμισμού.

Στον «Επιστάτη» (1959) η «Κωμωδία της Απειλής» παίρνει διαστάσεις σισσυφικού φαύλου κύκλου όταν εμφανίζεται στην καθημερινότητα των δύο αδελφών Άστον και Μικ, ο Ντέηβις, συμβολοποιημένο σημειακό σύστημα του Εισβολέα, κατόχου του μυστικού και της πλάνης, του Είναι, του Μη-Είναι και του Μη-Φαίνεσθαι. Εδώ, η αλήθεια εκβάλλεται, επί-βάλλεται, από-βάλλεται και τελικώς βάλλεται μέσα από τους μηχανισμούς του λόγου, μεταξύ δηλώσεων, πολλαπλών καταγραφών της ελλειπτικότητας και εντέλει της σιωπής, η οποία θεωρείται δεσπόζον χαρακτηριστικό της πιντερικής γλώσσας, συνδεόμενης συνήθως με το πρόβλημα της επικοινωνίας στα έργα του συγγραφέα.

Η μετάφραση του Κώστα Σταματίου (Πειραιάς 1929 -Λονδίνο 1991) παραμένει λειτουργική όπως αποδεικνύει η σκηνική δοκιμασία της διαμέσου των πολυάριθμων παρουσιάσεών της. Από το 1966 στη σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν με το Θέατρο Τέχνης έως το 2001 στην παράσταση του Γιώργου Μιχαλακόπουλου με τη Θεατρική Διαδρομή, η μετάφραση του Κώστα Σταματίου διακρίνεται για την αμεσότητα, την ευκρίνεια και την ποιότητά της σχηματίζοντας ένα ισχυρό γλωσσικό υπόβαθρο. Επίκεντρο αποτελεί η διατήρηση της αντίθεσης ανάμεσα στο λεχθέν και το μη λεχθέν, η οποία προσφέρει στο σκηνοθέτη μια ολοκληρωμένη και εύπλαστη γλωσσική βάση, προκειμένου να δομηθεί η εκάστοτε σκηνική πρόταση παρουσίασης του έργου.

Η σκηνοθεσία του Αντώνη Αντύπα έδωσε ρυθμό αντιστικτικό στο γίγνεσθαι του έργου και ιδιαίτερη έμφαση στη δύναμη της παύσης, η οποία αναδεικνύει τη φθορά του λόγου και αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο κομμάτι του πιντερικού διαλόγου. Μικρολογίες, ασημαντότητες, σιωπές και επαναλήψεις συγκροτούν το «περιεχόμενο» και το κενό της ζωής. Η αλλοτρίωση και η αλληλεξάρτηση φτάνουν σε τυραννικές και δουλικές σχέσεις.

Ο κύριος Αντύπας έδεσε με αόρατα δεσμά τις αλλοτριωμένες και αξεπέραστες σχέσεις των ηρώων ενώ έδωσε στις αναμετρήσεις ανθρώπινο περιεχόμενο και στο διάλογο τόνους, που αρχίζουν απ’ το ψιθύρισμα ως την έκρηξη. Η «καθαρή» αυτή ανάγνωση κατορθώνει να κάνει κατανοητό και προσιτό ένα κείμενο με πολιτικές, κοινωνικές, υπαρξιακές ακόμη και μεταφυσικές διαστάσεις.

Το έργο ευτυχεί και στη διανομή με τη γόνιμη συνύπαρξη τριών διαφορετικής γενιάς ηθοποιών. Στο ρόλο του Ντέηβις ο Δημήτρης Καταλειφός καταθέτοντας την εμπειρία και την υποδειγματικά ασκημένη τεχνική του, πετυχαίνει μια εξαιρετική ερμηνεία. Ο άστεγος επιστάτης του κυρίου Καταλειφού αποτελεί ένα αληθινό πρόσωπο που εισβάλλει στη σκηνή ερχόμενο απευθείας από τους περιθωριακούς δρόμους κάποιας αφιλόξενης πόλης.

Ελέγχοντας με ακρίβεια τα εκφραστικά του μέσα ο Λαέρτης Βασιλείου ερμηνεύει εξελικτικά τον Άστον καθώς προβάλλει σταδιακά τις προθέσεις του ήρωα και αναδεικνύει στη λεπτομέρεια τις συναισθηματικές του εξάρσεις.

Στην πρώτη του θεατρική εμφάνιση, ο Χάρης Φραγκούλης υποδύεται τον Μικ με σκηνική άνεση και εκφραστική ευκρίνεια αναδεικνύοντας τον ρόλο του.

Προσεγμένα στη λεπτομέρεια τα σκηνικά και τα κοστούμια που επιμελήθηκε η Μαγιού Τρικεριώτη. Καίριοι οι φωτισμοί του Ανδρέα Σινανού. Υποβλητικοί οι μουσικοί τόνοι της Ελένης Καραΐνδρου.

Το καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης περιέχει ενδιαφέροντα κείμενα γύρω από το έργο του Χάρολντ Πίντερ.

Στο σύνολό της, μια υψηλού επιπέδου παραγωγή που θα ικανοποιήσει τους σταθερούς θεατρόφιλους της στήλης.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

«Απαλλαγή» της Λίντα Μακλίν στο θέατρο Altera Pars



Κλαιρ: Ο Κένυ με θεωρεί απρόσεκτη, Φρανκ. Δεν πιστεύει στη σωστή στιγμή. Ή στο σωστό μέρος. Πιστεύει ότι οι μέρες έρχονται μόνο μια φορά. Και οι άνθρωποι δεν πάνε ποτέ πίσω. Δεν ξέρει ότι είμαστε όλοι μαγνήτες ο ένας για τον άλλον.



(Απόσπασμα του έργου)



Στα θεατρικά της Λίντα Μακλίν το παρελθόν δεν είναι μακρινός τόπος, αλλά ζωντανή παρουσία που διαμορφώνει τη συμπεριφορά των προσώπων, όσο κι αν προσπαθούν να προχωρήσουν πέρα απ’ αυτήν. Στο πρώτο πολύπρακτο έργο της, την «Απαλλαγή» («Riddance»), ένα ψυχολογικό θρίλερ που γράφτηκε και ανέβηκε το 1999, η Σκωτσέζα συγγραφέας πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην τραυματική παιδική ηλικία τριών παλιών φίλων, αποκαλύπτοντας στον θεατή τα μυστικά του παρελθόντος μόνο όταν η ιστορία πλησιάζει στο τέλος της.


Στην Ελλάδα, το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2010, σε μετάφραση Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη και σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, από τη Θεατρική Εταιρεία Πράξη.


Ο Κένυ, η Κλαιρ και ο Φρανκ ζουν μέσα στη σιωπή και την άρνηση, αλλά ο φόβος που τους οδηγεί έχει τις ρίζες του στο κοινό παρελθόν τους. Επώδυνες πληγές που ο χρόνος δεν κατόρθωσε να επουλώσει, έχουν μετατρέψει το Φρανκ σ’ ένα άτομο ψυχαναγκαστικό και τρομαγμένο. Η άρνησή του να έρθει αντιμέτωπος με την πηγή που προκάλεσε το κακό, τον σπρώχνει στην εσωστρέφεια και στον εγκλεισμό. Η μανιακή καταδίωξη της σκόνης και της βρωμιάς, αποτελεί τον δικό του τρόπο να παλέψει με τους δαίμονες του ώστε να βρει σωτήρια διέξοδο. Κλειδωμένος κυριολεκτικά στο σπίτι του δέχεται ν’ ανοίξει την πόρτα μόνο σε όσους γνωρίζουν το συνθηματικό χτύπημα.


Έγκυος στα δεκαπέντε της, η Κλαιρ εγκατέλειψε τον Φρανκ, τον απρόθυμο πατέρα, αν και τον αγαπούσε υπερβολικά, και έδωσε το βρέφος για υιοθεσία. Η ανάμνηση του βίαιου, αλκοολικού πατέρα στοιχειώνει την ενήλικη ζωή του Φρανκ και ο δρόμος προς τη λήθη δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Πόσο εύκολο είναι για τους τρεις τους μέσα από μια τυχαία συνεύρεση να απαλλαγούν οριστικά από τα λάθη του παρελθόντος που ματαίωσαν τα νεανικά όνειρα, και να σχεδιάσουν το μέλλον;


Ο Πέτρος Αλατζάς ενσάρκωσε τον Κένυ με συνέπεια, υποκριτικό ήθος και μέτρο αποδίδοντας έναν ρόλο που εύκολα θα μπορούσε να γίνει σχήμα. Ο κύριος Αλατζάς ανέδειξε τις κρυμμένες αποχρώσεις του ήρωα με μεστότητα, αλήθεια και συγκίνηση. Ο ταλαντούχος ηθοποιός διατήρησε μια θαυμάσια ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και την δραματικότητα ενώ ταυτόχρονα έκανε αισθητή τη σκηνική του παρουσία χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους υπερβολή.


Η Ειρήνη Βογιατζή στο ρόλο της Κλαίρ ήταν συγκινητική αλλά και κάπως σχηματική, με προβληματική τοποθέτηση φωνής που προσέδιδε στον κατά τα άλλα καθαρά αγγλοσαξωνικό χαρακτήρα της ηρωίδας, μια δόση μεσογειακής υστερίας.


Ο Άντονυ Μπερκ απέδωσε τον ρόλο του Φρανκ, με αμεσότητα και ρεαλισμό, αναπτύσσοντας τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα του και υποστηρίζοντας ενεργά μια στιβαρή σκηνική παρουσία. Ο κύριος Μπερκ είχε εξαιρετικές εξάρσεις αλλά και κάποιες στιγμές αμηχανίας που υπονόμευαν την ποιότητα της ερμηνείας του.


Η σκηνοθεσία της Πέπης Μοσχοβάκου είναι πιστή στο κείμενο και στην ουσία ακολουθεί τις ανάγκες του χωρίς υπερβολές αλλά και χωρίς διαφυγές. Χρειάζεται ακόμα να σφίξει τους ρυθμούς της και να αναδείξει μέσα από κάποιες σκηνικές ανατροπές, τις σκηνές έντασης. Ωστόσο, η κυρία Μοσχοβάκου έχει κατευθύνει στιβαρά τους ηθοποιούς της και έχει κατορθώσει ν’ αναδείξει το συγκινησιακό φορτίο των χαρακτήρων.


Τα σκηνικά της Λαμπρινής Καρδαρά είναι αισθητικά ενδιαφέροντα και προσδίδουν στην παράσταση μια υπερφυσική ατμόσφαιρα που αποκαλύπτει τις υπόγειες παρορμήσεις της συγγραφέως. Τα κοστούμια που επιμελείται η κυρία Καρδαρά εκπληρώνουν το στόχο τους χωρίς να διαθέτουν όμως την ανάλογη έμπνευση.


Στα θετικά εγγράφονται η μουσική του Γιάννη Μπαρούτη και οι καίριοι φωτισμοί που παγώνουν τη λεπτομέρεια.


Η μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου – Παγκουρέλη προσφέρει τον καμβά για την ανάπτυξη της δράσης και είναι ζωντανή, ρέουσα και δυναμική, ενώ προσαρμόζεται απόλυτα στα δραματουργικά δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας και στο ρεαλιστικό υπόβαθρο των διαλόγων.


Σε γενικές γραμμές, η παράσταση είναι πολύ ενδιαφέρουσα αλλά κάπως ρευστή, χωρίς εκείνο το απαραίτητο νεύρο και την υποβόσκουσα απειλή που θα κρατούσε τον θεατή σε εγρήγορση. Στο φινάλε ωστόσο οι ρυθμοί σφίγγουν κι οι ηθοποιοί αποδίδουν στο έπακρο προσφέροντας μας στιγμές αυθεντικής θεατρικής απόλαυσης.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

«Το αρχαιότερο επάγγελμα» της Πόλα Βόγκελ στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν (Υπόγειο-Πεσμαζόγλου)


Ελάχιστα έργα της τολμηρής Αμερικανίδας Πόλα Βόγκελ που γεννήθηκε το 1951, έχουν ανέβει στην ελληνική σκηνή. Το 1997, στη Β’ σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, η Θεατρική Εταιρεία «Πράξη» παρουσίασε τη «Δυσδαιμόνα» σε σκηνοθεσία Κοσμά Φοντούκη. Ένα χρόνο αργότερα στο Απλό Θέατρο παίχτηκε το «Πως έμαθα να οδηγώ» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη ενώ το 2005 η θεατρική ομάδα «Όχι παίζουμε» καταπιάστηκε με το έργο «…και το μωρό μας κάνει 7» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σαχίνη στο θέατρο Altera Pars.
Το θέατρο της Βόγκελ με γλώσσα πολλές φορές ωμή, ανελέητα σαρκαστική και σκοτεινά ποιητική περιστρέφεται γύρω από καίρια ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας δίνοντας έμφαση στη σεξουαλική ετερότητα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, τις εναλλακτικές μορφές οικογένειας, τα αδιέξοδα και τον αποκλεισμό ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Μια ζωντανή δραματουργία που συνδιαλέγεται με το σήμερα αποφεύγοντας τον διδακτισμό και την επιβολή της φεμινιστικής ιδεολογίας που η συγγραφέας ασπάζεται. Πίσω από το σκληρό φαίνεσθαι των ηρώων, η τρυφερότητα και το χιούμορ απομακρύνουν προκαταλήψεις και ενοχές για να προβληθούν οι αλήθειες της ανθρώπινης φύσης που ασφυκτιούν επώδυνα στις «ταμπέλες», τα στερεότυπα και τις φοβίες.
Το έργο «Το αρχαιότερο επάγγελμα» («The oldest profession») γραμμένο το 1988, εστιάζει σε θέματα που συχνά αποφεύγουμε και να σκεφτούμε. Η σταδιακή εξαθλίωση των γηρατειών, η προσμονή του θανάτου, η λάμψη που γίνεται στάχτη. Με μια λέξη, η παρακμή. Πέντε γερασμένες πόρνες βλέπουν να μειώνεται η λίστα με τους πελάτες τους καθώς ασθένειες και ανημποριά στοιχειώνουν το κορμί τους ενώ η σαγηνευτική τους υπεροχή και οι αναρίθμητες επιτυχίες τους αποτελούν περασμένα μεγαλεία. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν τη δυσχερή οικονομική τους θέση με πείσμα και περηφάνια προσπαθώντας ενωμένες μέχρι το τέλος. Συνεχίζουν να αφηγούνται τις περιπέτειες τους, δραματικές αλλά και άκρως κωμικές καταστάσεις, ενώ η μία μετά την άλλη εγκαταλείπουν τη σκηνή και δεν επιστρέφουν, υποδηλώνοντας έτσι τον θάνατό τους. Η ανάμνηση είναι η άμυνά τους στη σωματική φθορά και στο πέρασμα του χρόνου, του απόλυτου πρωταγωνιστή.
Αφρίζουσα και σπινθηροβόλα η μετάφραση της Αθηνάς Παραπονιάρη. Η Νικαίτη Κοντούρη διασκεύασε το έργο αναμειγνύοντας στο υλικό της Βόγκελ θραύσματα Τεννεσή Ουίλλιαμς ενώ το τελικό κείμενο διαμορφώθηκε στις πρόβες. Αυτή η επεξεργασία-συμπλήρωση πιθανόν να απομακρύνεται από το ύφος της συγγραφέως.
Το σκηνοθετικό εύρημα να μεταφερθεί η δράση σε ένα τηλεοπτικό στούντιο δεν αποδεικνύεται εύστοχη επιλογή και δεν κατορθώνει να υποστηριχθεί με συνέπεια. Την ιδέα ακολουθούν ωστόσο τα σκηνικά του Γιώργου Πάτσα που είναι λειτουργικά για τις αλλαγές από τον ένα χώρο στον άλλο ενώ τα κοστούμια σχολιάζουν ιδανικά την κατάσταση των ηρωίδων. Χαρακτηριστικό δρων αντικείμενο της σκηνογραφίας, τα δύο ρολόγια στη μέση της σκηνής που εικονοποιούν τη στατικότητα μέσα από την έλλειψη δεικτών. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου εστιάζουν εκεί όπου πρέπει τις χρονικές στιγμές και τις συνέπειες της δράσεως.
Πέντε σπουδαίες κυρίες του ελληνικού θεάτρου καταθέτουν την πείρα τους και υποστηρίζουν σθεναρά τις ηρωίδες αφήνοντας η κάθε μια το προσωπικό υποκριτικό της στίγμα. Η Βέρα της Χριστίνας Κουτσουδάκη, η Έντνα της Μαρίας Κωνσταντάρου, η Λίλιαν της Μελίνας Βάμβακα, η Ούρσουλα της Μάρως Κοντού, η οποία για να υποδυθεί την τραβεστί κούρεψε πάρα πολύ κοντά τα μαλλιά της, και η Μέη της Αλίκης Αλεξανδράκη προκαλούν ανόθευτη συγκίνηση. Εξαιρετική η τελευταία σκηνή.

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

«Πενήντα Λέξεις» του Μάικλ Γουέλερ σε μετάφραση-σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη στο Θέατρο Βικτώρια



Με πενήντα λέξεις θα μπορούσε κάποιος Εσκιμώος να περιγράψει το χιόνι. Ίσως τόσες έπρεπε να υπάρχουν και για την αγάπη. Μερικές απ’ αυτές μάλιστα δεν θα ήταν καθόλου ευγενικές αφού η αγάπη έχει κι ένα άλλο πρόσωπο. Εκείνο του μίσους.
Η Τζανίν είναι μια πρώην χορεύτρια που εγκατέλειψε την καριέρα της προκειμένου να αφοσιωθεί στο παιδί και τον άντρα της. Όταν κάποια στιγμή αποφασίζει να αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί μόνη της στα πόδια της, πιάνει δουλειά σε ένα τμήμα μάρκετινγκ, μια αγχωτική απασχόληση που δεν φαίνεται να την απολαμβάνει ιδιαίτερα. Η μονότονη ζωή της επικεντρωμένη στις ανάγκες της οικογένειας και στις επαγγελματικές υποχρεώσεις έχει απογυμνωθεί από την ουσία της, αποξηραίνοντας ταυτόχρονα τα θετικά της συναισθήματα προς το σύζυγο.
Ο Άνταμ είναι ένας αρχιτέκτονας που συχνά απουσιάζει από το σπίτι καθώς αναλαμβάνει δουλειές εκτός πόλεως στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Κι εκείνος νοιώθει στερημένος από την ουσία της σχέσης του αλλά έχει βρει ένα κωδικό απόλαυσης σε κάποιες σπάνιες, παράνομες αποδράσεις.
Ο εννιάχρονος γιος τους, ιδιαίτερα προσκολλημένος στη μητέρα του και με εύθραυστο ψυχισμό, εκείνο το βράδυ λείπει απ’ το σπίτι για πρώτη φορά, αφού διανυχτερεύει σε ένα ζευγάρι φίλων. Ο Άνταμ κι η Tζανίν ετοιμάζονται να περάσουν επιτέλους μια νύχτα μόνοι τους μετά από πολλά χρόνια.
Ο άντρας θέλει να ξαναζωντανέψει με την ευκαιρία την ερωτική του ζωή με τη γυναίκα του αλλά μια σειρά από λέξεις που απρόβλεπτα προκύπτουν, οδηγούν σε ρήξη η οποία διαρκώς βαθαίνει καθώς αποκαλύπτονται με το πέρασμα της βραδιάς ανομολόγητα απωθημένα, μια κρυμμένη απιστία, πολλές κι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κρυφές σκέψεις που κάνουν το οικοδόμημα του γάμου να τρίζει όταν επιτέλους γίνονται εξομολογήσεις.
Ως το ξημέρωμα τα πάντα ανάμεσα τους έχουν διασαλευτεί και στη θέση της αγάπης κατοικοεδρεύει η ανασφάλεια, η αμφισβήτηση, η μνησικακία. Όταν όμως η παρουσία του παιδιού γίνεται ξανά αισθητή, το ζευγάρι παραμερίζει τις αντιθέσεις του και συμβιβάζεται. Είναι το παιδί που τους εξαναγκάζει να επιστρέψουν ο ένας στον άλλο, είναι η ανάγκη να μην αλλάξουν μια σχέση που ως τώρα τους έχει κάνει να νοιώθουν ασφαλείς ή εν τέλει παρά τις αντιθέσεις τους οι δύο αυτοί άνθρωποι αγαπιούνται έστω κι αν τους είναι δύσκολο πια να το παραδεχτούν;
Ο Μάικλ Γουέλερ γεννήθηκε το 1942, ζει στο Μπρούκλιν και είναι από τους ιδρυτές του πετυχημένου Mentor Project του Cherry Lane Theatre. Το έργο του «Πενήντα Λέξεις» είχε μεγάλη επιτυχία ίσως επειδή αντικατοπτρίζει τα προβλήματα μιας συνηθισμένης σχέσης ανάμεσα σε ανθρώπους που μπορείς να συναντήσεις σε οποιαδήποτε γωνιά της γης, σε κάθε πόλη του κόσμου και που χρόνια τώρα ακόμα κι αν γίνονται αισθητά δεν έχουν βρει τις λύσεις τους.
Το έργο δεν δίνει κάποια απάντηση, θέτει μόνο βασανιστικά ερωτήματα. Απηχεί τον προβληματισμό μιας γενιάς που δεν ήρθε αντιμέτωπη ούτε με το δράμα ούτε με το θαύμα κι εξαναγκάστηκε να μεταθέσει την ουσία της ύπαρξης από την διεκδίκηση ενός καλύτερου κόσμου στην δημιουργία ενός εσώκλειστου περιβάλλοντος το οποίο αν και υποσχέθηκε να είναι καταφύγιο τελικά κατέληξε ένα αιματηρό πεδίο μάχης.
Ο Γιώργος Παλούμπης που υπογράφει τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία, έστησε μια παράσταση με δυνατούς και έντονους ρυθμούς, επιμένοντας στην αλήθεια του σκηνικού συμβάντος και στην ανάδειξη των αντιθέσεων μέσα από ρεαλιστικές δυναμικές. Ο σκηνοθέτης χειρίστηκε το παραστασιακό υλικό με έντεχνες παρεμβάσεις που διχοτόμησαν το λόγο και ανέδειξαν τα κρυμμένα του νοήματα. Κυρίως τη ρήξη μέσα από σχεδόν αδιόρατες ρωγμές οι οποίες προετοίμασαν την τελική σύρραξη και την συμβιβαστική της διευθέτηση μέσα από μια απρόσκοπτη ροή της δράσης. Ο κύριος Παλούμπης οργάνωσε τις σκηνικές εντάσεις με διαύγεια έτσι ώστε να φανερωθεί στο έπακρο η εσωτερική δυναμική τους και να αξιοποιηθεί εξ ίσου η απογυμνωμένη από την καθημερινότητα, κρίσιμη αντιπαράθεση των ηρώων.
Ο Γιώργος Λυντζέρης έστησε ένα σκηνικό σε δύο επίπεδα, το οποίο ανέδειξε τους νεκρούς χρόνους και εξέθεσε τις λεπτομέρειες των σκηνικών συμβάντων, προεκτείνοντας τη δράση σε διαφορετικούς χώρους με καθαρές σημειολογικές υπομνήσεις.
Ο Βασίλης Κλωτσοτήρας ενορχήστρωσε τους φωτισμούς του με διακριτικότητα αλλά και συνέπεια ως προς τα δρώμενα, υποβάλλοντας τις διαφορετικές ατμόσφαιρες και ενισχύοντας τις ανατροπές.
Η έμπειρη Μαρία Τσιμά υποδύθηκε τη Τζανίν με κινησιολογική ευχέρεια και υποκριτική άνεση προσδίδοντας στην σκηνική της παρουσία βάθος και ερμηνευτική ποιότητα.
Εξ ίσου αξιόλογος ο Χρήστος Σαπουντζής ενσάρκωσε τον σύζυγο (Άνταμ) με αληθοφάνεια, ενδυναμώνοντας έντεχνα τις προεκτάσεις του χαρακτήρα και εναρμονίζοντας τις δυναμικές του ρόλου με τις αντιθέσεις του.
Οι δύο ηθοποιοί αποκαλύπτουν οδυνηρά το εσωτερικό τοπίο των κρυμμένων αντιφάσεων των ηρώων και καταλύουν τους αμυντικούς τους μηχανισμούς με υποκριτική ευελιξία.
Μια ενδιαφέρουσα παράσταση της φετινής σαιζόν που κέρδισε το ενδιαφέρον του κοινού και πυροδότησε έντονες συζητήσεις.