Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Τα 39 Σκαλοπάτια


Ένα μυθιστόρημα που έγινε τρεις φορές ταινία, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ και αγαπήθηκε τόσο από το κοινό, όσο κι από τους δημιουργούς, ανεβαίνει για τρίτη χρονιά στο θέατρο «Κνωσός» σαν ξεκαρδιστική κωμωδία και κερδίζει τις εντυπώσεις για ακόμα μία φορά.
Η ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία κατασκοπίας ξεκίνησε από ένα δημοφιλές μυθιστόρημα του John Buchans για να συνεχίσει παραλλαγμένη ως σενάριο το 1935 στην πασίγνωστη ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία Hitchcock με τον Robert Donat και τη Madeleine Carroll. Ακολούθησαν άλλες δύο ταινίες, λιγότερο ενδιαφέρουσες. Το 1959, το ατυχές φιλμ του Kenneth More και το 1978, η κλασσική κατασκοπευτική περιπέτεια του Robert Powell.
Το μυθιστόρημα όμως επρόκειτο να ανέβει και στη θεατρική σκηνή. Το έργο, μια ξεκαρδιστική κωμωδία σε γοργούς ρυθμούς, γράφτηκε από τον Patrick Barlow. Ανέβηκε πριν από τρία χρόνια στα περίχωρα του Λονδίνου και κατόπιν μεταφέρθηκε στο West End. Φέτος μάλιστα τιμήθηκε με το βραβείο Laurence Olivier, ως η καλύτερη κωμωδία της χρονιάς.

Η υπόθεση του έργου
Μια γοητευτική γυναίκα εισβάλλει στο διαμέρισμα ενός εκκεντρικού Εγγλέζου, για να δολοφονηθεί λίγο αργότερα από τους μυστηριώδεις εχθρούς της. Εκείνος πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του με κάθε τρόπο κι έτσι καταλήγει αντιμέτωπος με διεθνές δίκτυο αδίστακτων κατασκόπων που αυτοαποκαλούνται «39 σκαλοπάτια» και δρουν για λογαριασμό των Γερμανών, επιχειρώντας να τους αποκαλύψουν στρατιωτικά μυστικά της Βρετανίας.
Αντιμέτωπος με τη διπλή απειλή : της σύλληψής του ως δολοφόνου αλλά και της εξόντωσής του από τους κατασκόπους, ο ήρωας δραστηριοποιείται με στόχο να αποκαλύψει μόνος του την αλήθεια χωρίς όμως να υπολογίζει πως ταυτόχρονα θα ανακαλύψει και τον έρωτα της ζωής του. Το ενδιαφέρον στο έργο αυτό, εκτός από το χιούμορ του και τους καταιγιστικούς ρυθμούς του, είναι το ότι προσεγγίζει όλα τα πρόσωπα, θετικά και αρνητικά, πρωταγωνιστικά και δευτερεύοντα, με την ίδια συνέπεια και καταφέρνει να αναδείξει πολλούς διαφορετικούς ήρωες όχι μόνο σαν «σχήματα» αλλά και σαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες.
Επίσης, μια εμμονή του Χίτσκοκ που αποδεικνύεται πολύ δημοφιλής, μεταφέρεται και στην θεατρική διασκευή και αφορά στο οικείο σχήμα της παρουσίας ενός ήρωα, ο οποίος όντας ένα καθημερινό άτομο, ο άντρας της διπλανής πόρτας, στην ουσία, αφυπνίζεται εντελώς τυχαία από μια περίσταση και εμπλέκεται σε μια διεθνή συνομωσία για να υπερασπίσει το δικαίωμα του να παραμείνει ζωντανός ο ίδιος και παράλληλα να προστατευτεί ο στενός του περίγυρος. Έτσι, προβαίνει σε ενέργειες τις οποίες ουδέποτε θα φανταζόταν κι αποδεικνύεται με έναν λυτρωτικό τρόπο, ισχυρότερος και άξιος να διεκδικήσει για το μικρόκοσμο του, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια που δικαιούται.
Ο ήρωας δεν έχει κανένα ιδιαίτερο προσόν αλλά διαθέτει οξυμμένο το ένστικτο της επιβίωσης. Συνδυάζει επίσης καταλυτικά την επιθυμία του για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης με την εξ ίσου ζωτική ανάγκη του να υπερασπιστεί τα ιδανικά του. Είναι διαχρονικός, εξαιρετικά αγαπητός στο κοινό και έντονα επιρρεπής στην ταυτοποίηση. Το πρότυπο του άντρα που, ενώ δεν είχε στο παρελθόν εμπλακεί σε ακραίες καταστάσεις, έρχεται αντιμέτωπος με το μοιραίο και οφείλει να αποδειχτεί άξιος των περιστάσεων, απασχόλησε και απασχολεί έντονα την δραματουργία τα τελευταία διακόσια χρόνια. Γίνεται δε πιο επίκαιρο στις μέρες μας που ο εξοργισμένος, ανώνυμος πολίτης νοιώθει να ξεφεύγει από τα χέρια του η δυνατότητα να καθορίσει την μοίρα του και ταυτόχρονα αρνείται εκ βαθέων να γίνει η μαριονέτα εκείνων των ισχυρών μηχανισμών που δεν γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά τη λειτουργία τους, αλλά που έχει ήδη διαπιστώσει πως είναι σε θέση να καθορίζουν την τύχη του.

Η παράσταση
Η σκηνοθεσία του Κωστή Τσώνου ακολουθεί την έντονη ροή του έργου με συνέπεια και ευρηματικότητα, δημιουργώντας την κατάλληλη κάθε φορά, ατμόσφαιρα για να αναδυθούν με τον ευνοϊκότερο τρόπο οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις. Οι αναφορές σε μία κόμικ αισθητική, οι διαρκείς ανατροπές κι η εμφατικά, υποβόσκουσα απειλή προσφέρουν στον θεατή ένα πυκνό θέαμα με πολλά κωμικά ευρήματα και εκρηκτικές καταστάσεις, που ακολουθούν η μία την άλλη μέσα από ευφάνταστες σκηνικές αλλαγές και με γοργούς ρυθμούς.
Το έργο προβλέπει 35 σκηνικές αλλαγές τις οποίες ο σκηνοθέτης χειρίστηκε εμπνευσμένα έτσι ώστε με μικρές, γοργές μετατροπές και χιουμοριστικά ευρήματα, οι ηθοποιοί να κινούνται σε πολλούς και διαφορετικούς χώρους και να ελίσσονται διαρκώς, διευθετώντας με έξυπνο τρόπο τις διαρκείς μεταβάσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, κάτι που δεν είναι εφικτό να διαχειριστεί κανείς στο θέατρο με την ίδια ευκολία όπως σε ένα μυθιστόρημα ή στον κινηματογράφο.
Οι τέσσερις ηθοποιοί, τρεις άντρες και μία γυναίκα, ενσαρκώνουν ούτε λίγο, ούτε πολύ, 39 ρόλους, ενίοτε μάλιστα ο κύριος Τσάγκας υποδύεται τρεις ήρωες ταυτοχρόνως.
Όπως θα ήταν και αναμενόμενο η κινηματογραφική γλώσσα εμπνέει στην παράσταση αυτή την σκηνοθεσία χωρίς ωστόσο να υστερεί κι από θεατρικότητα. Επίσης οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τους ήρωες με συγκινητική σοβαρότητα και ένταση αναδεικνύοντας έτσι τα κωμικά τους στοιχεία τα οποία απογειώνουν το θέαμα και κρατούν τον θεατή σε εγρήγορση.
Ο Σπύρος Σπαντίδας στο ρόλο του άντρα που μπλέκει σε μια απρόβλεπτη περιπέτεια, ενσαρκώνει με χιούμορ και υποκριτική ευλυγισία τον κλασσικό Εγγλέζο αστό που εύκολα μεταποιεί τον φόβο του σε επιδεξιότητα, οπλισμένος με το αγγλοσαξωνικό του φλέγμα και τον έντονο αλλά ελεγχόμενο δυναμισμό του.
Η κλασσική χιτσκοκική καλλονή που ερμηνεύει η Στέλλα Καζάζη είναι ταυτόχρονα εύθραυστη και αισθησιακή, οικεία και μυστηριώδης, προσφέροντάς μας μια ηρωίδα η οποία μπορεί να κερδίσει την εύνοιά μας χωρίς να αναλώνεται σε εύκολα ευρήματα.
Το ζεύγος των εγκληματιών, που υποδύονται ταυτόχρονα με πολλούς άλλους ρόλους, ο ευέλικτος Φώτης Κέπελης και ο ευρηματικός Λάμπρος Τσάγκας, μας προσφέρει απολαυστικές στιγμές και δημιουργεί τις επί μέρους ατμόσφαιρες με έμπνευση, κέφι και αυθεντικότητα.
Εφέ και ευρήματα πλουτίζουν την παράσταση χωρίς όμως να διεκδικούν αποκλειστικά το ενδιαφέρον του θεατή το οποίο εστιάζεται στις ερμηνείες και στην πλοκή.
Τα κοστούμια της Δέσποινας Βολίδη ακολουθούν μινιμαλιστικά τη μόδα της εποχής ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν τους χαρακτήρες.
Οι φωτισμοί του Δημήτρη Παπαδόπουλου ενισχύουν τις επί μέρους ατμόσφαιρες και ακολουθούν με ευελιξία τις διαρκείς εναλλαγές των καταστάσεων, των χώρων και των συνθηκών.
Τα ηχητικά εφέ κι η μουσική επιμέλεια του Γιάννη Μακρίδη συναρμόζονται με την σκηνοθετική γραμμή για να βαθύνουν τις ατμόσφαιρες και να ενισχύσουν τις εντάσεις.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Τα 39 Σκαλοπάτια» του John Buchans
Θεατρική μεταφορά : Patrick Barlow
Σκηνοθεσία - Μετάφραση: Κωστής Τσώνος
Σκηνικά - Κοστούμια : Δέσποινα Βολίδη
Μουσική Επιμέλεια : Γιάννης Μακρίδης
Φωτισμοί : Δημήτρης Παπαδόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Λάμπρος Τσάγκας, Σπύρος Σπαντίδας, Στέλλα Καζάζη και Φώτης Κέπελης

ΘΕΑΤΡΟ ΚΝΩΣΟΣ
Πατησίων 195 και Κνωσού 11, Στάση Καλιφρονά, τηλ. 210 86 77 070
Παρασκευή 21.15, Σάββατο 18.15 και 21.15, Κυριακή 19.30