Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Ποιός είναι ο απατεώνας;


Τριάντα χρόνια μετά τη «Συμφορά από την εξυπνάδα» (1831) του Γκριμπογέντοφ και τον «Επιθεωρητή» (1836) του Γκόγκολ, ο Οστρόφσκι με το «Σε στενό οικογενειακό κύκλο» σκιαγραφεί με σατιρικό οίστρο αλλά και συμπόνια τον κόσμο των μικρομεσαίων εμπόρων της Μόσχας προαναγγέλοντας με τη γραφή του το θέατρο του Τσέχοφ. Το ρεπερτόριο του Οστρόφσκι δημιούργησε μια ολόκληρη υποκριτική σχολή. Η προσωποποίηση των ηρώων του που ανήκουν στη «σφαίρα του σκοταδιού» απαίτησε ένα πρόσθετο είδος «εθνικού ρεαλισμού». Πολλά έργα του Ρώσου δραματουργού στιγμάτισαν τη χρυσή εποχή του θεάτρου Μάλυ, συμπεριλήφθηκαν στο δραματολόγιο του Στανισλάβσκι ενώ, μετά τη Σοβιετική Επανάσταση, χαρακτηρίστηκαν καίρια δείγματα κοινωνικής κριτικής του μοναρχικού κατεστημένου. Η καταπίεση, η χυδαιότητα και ο αυταρχισμός με τα οποία ο Οστρόφσκι σκιαγράφησε την οικογενειακή ζωή ήταν μόνο μια αντανάκλαση του συστήματος στο οποίο είχε καθιερωθεί το αστυνομικό κράτος στην αυτοκρατορική Ρωσία.
Η λεκτική ποικιλία και αφθονία μέσα από το ζωηρό διάλογο (εμπλουτισμένο με παροιμίες, άσματα και παρηχήσεις) που αποτυπώνει όλη τη γεύση της καθομιλουμένης, συμπεριλαμβάνει όλες τις αποχρώσεις των κοινών εκφράσεων που πλάθονται από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ενώ κάθε ήρωας χαρακτηρίζεται κυρίως από τον ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας του και το λεκτικό του ιδίωμα. Τα έργα του Οστρόφσκι σηματοδοτούν το τέλος της αριστοκρατικής κωμωδίας και την αφετηρία ενός εκδημοκρατισμού της ρωσικής σκηνής. Τα δράματα και οι κωμωδίες του ήταν χαρακτηριστικά ρωσικά στη μορφή, το πνεύμα και τη γλώσσα και είχαν μια καθορισμένη «γεύση του χώματος».
Τα πιο επιτυχημένα πορτρέτα του Οστρόφσκι ήταν εκείνα των καιροσκόπων, των παράλογα δεσποτικών, των διανοητικά και ηθικά εγωιστών που ενεργούσαν αυθαίρετα, ποδοπατώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία. Για τον Οστρόφσκι το κακό είναι μια δύναμη που ενεργεί καταστροφικά σε όποιον δυναστεύεται από αυτό πριν ακόμα επιδράσει σε εκείνον εναντίον του οποίου ασκείται, και τα δράματά του έχουν ως βασικό τους θέμα μια σύγκρουση «δήμιων» και «θυμάτων».

Παρωδία ηθών
Η κωμωδία του Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Οστρόφσκι (1823-1886) «Σε στενό οικογενειακό κύκλο» αποτελεί ένα τραγικά πικρό και ειρωνικό σχόλιο για κάθε καταναλωτική και διεφθαρμένη κοινωνία παρωδώντας ανελέητα τη ματαιοδοξία, την ανοησία, την ανάγκη επίδειξης και το νεοπλουτισμό. Η καυστική αυτή σάτιρα του 19ου αιώνα εστιάζει σε σκηνές της καθημερινής ζωής, καθρεφτίζει τα ήθη και αποτυπώνει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει μια θεοφοβούμενη πατριαρχική οικογένεια. Ο πλούσιος και αυτάρεσκος έμπορος Μπαλσόφ σχεδιάζει να κηρύξει εικονική πτώχευση για να διαφύγει από τους δανειστές του. Στήνει μια απάτη με τον έμπιστο υπάλληλό του Ποτκαλύτσιν και τη συνεργασία του επιτήδειου δικηγόρου Ρισπολσένσκι. Ο υπάλληλος επωφελείται της κατάστασης, παντρεύεται την κόρη του αφεντικού, σφετερίζεται επικερδείς επιχειρήσεις και ακίνητα αρνούμενος, στη συνέχεια, να τηρήσει τη συμφωνία και να σώσει τον πεθερό του από τα δεσμά της φυλακής.

Η Σκηνοθετική προσέγγιση
Το δράμα του Οστρόφσκι αντανακλά τη σκέψη του θεατή που παίρνει μέρος στη δράση. Η σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη και η σύγχρονη αισθητική όψη της παράστασης υπογραμμίζουν τα στοιχεία του έργου που το κάνουν να φαντάζει οικείο, διαχρονικό και αδήριτο. Η ηχηρή φωνητική επανάληψη του λεξιλογίου του χρήματος και των οικονομικών συναλλαγών κατά την έναρξη της παράστασης προϊδεάζει το κοινό για την κεντρική ιδέα του έργου. Στο σκηνικό χώρο που επιμελήθηκε η Εύα Μανιδάκη απλώνεται το σαλόνι της οικογένειας (έντονο πράσινο χρώμα και παλαιά ταπετσαρία στους τοίχους) ενώ στο βάθος κέντρο ένας πελώριος κορνιζαρισμένος καθρέφτης (που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του φόντου) από τον οποίο παρατηρούμε τους ηθοποιούς αλλά και τους εαυτούς μας καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης μέχρι το τελικό πέσιμο του «τέταρτου τοίχου» στο ευρηματικό φινάλε. Το στήσιμο της τελευταίας σκηνής με το αδίστακτο κοσμικό ζευγάρι ν’ αψηφά με κυνική υπεροψία τις ικεσίες του πατέρα είναι ένα αιχμηρό σχόλιο για την κενότητα του σημερινού life style και τη φαιδρότητα της γκλαμουριάς.
Αν και η σκηνοθετική κατεύθυνση ορθώς εγγράφει στην κοινωνική σκηνή περισσότερο το λαϊκό αίσθημα δικαίου που κλίνει προς το Μπαλσόφ, εντούτοις δεν αγνοεί την κοινωνική συνθήκη η οποία φαντάζει τραγικότερη από το φαίνεσθαι : Το πλέγμα της απάτης αγκαλιάζει όλους τους εμπλεκόμενους σε αυτή, μοιάζοντας μ’ ένα πολυδαίδαλο «τέρας» που με τη συνεργία του δόλου και του ψεύδους καθιστά μόνο ένα πρόσωπο κυρίαρχο. Στην ουσία, πρόκειται για έναν «πόλεμο» των δύο μερών που ξεκινά απ’ τα κίνητρα υστεροβουλίας και ατομισμού του ενός για να καταλήξει στα αντίστοιχα του άλλου. Ο μονόλογος του υπαλλήλου είναι αποκαλυπτικός. Η αμηχανία και ο φόβος του αντιπαλεύει το φιλότιμο ώσπου η στρατηγική άμυνας μεταλλάσσεται σε στρατηγική επίθεσης. Η μεταστροφή αυτή τον ωθεί σ’ ένα μοντέλο δράσης παρόμοιο με αυτό του Μπαλσόφ. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, ο έμπορος ικανοποιεί την απληστία του με απάτη κάνοντας συνένοχο τον έμπιστο υπάλληλό του, ο οποίος αθετεί την υπόσχεση του και τον προδίδει με το ίδιο νόμισμα.
Ανεξάρτητα πάντως απ’ την έκβαση της ιστορίας, η οποιαδήποτε επαφή με το φαύλο κύκλο του χρήματος και της διαφθοράς, εγκυμονεί τη ρευστότητα του «παιχνιδιού» ενώ η κλίση του αισθήματος δικαίου προς τη μια ή την άλλη πλευρά αναδεικνύεται σχετική και μονόπλευρη στα μάτια ενός άμεμπτου και αντικειμενικού παρατηρητή μιας παρακμασμένης κοινωνίας που υποχρεώνει τους ανθρώπους ν’ αποδείξουν ότι δεν είναι «ελέφαντες».

Οι ερμηνείες
Ο Δημήτρης Πιατάς (Σάμσον Σίλιτς Μπαλσόφ) υποδύεται εξελικτικά τον παμπόνηρο, άξεστο, κακεντρεχή και άπληστο έμπορο διαμορφώνοντας μια άκρως κωμική φιγούρα που προκαλεί απέχθεια μέχρι και συμπόνια-οίκτο. Ο κύριος Πιατάς αποδίδει με λεπτομέρεια κάθε πτυχή ενός χαρακτήρα που θα μπορούσε ν’ αποδοθεί μονοδιάστατα και καταθέτει μια ποικιλία συναισθηματικών αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της γκροτέσκο ερμηνείας η σκηνή με τη σούπα και ο τελευταίος μονόλογος.
Τις γυναικείες ερμηνείες χαρακτηρίζουν υπερβολή, καρτουνίστικες χειρονομίες, υστερικοί τόνοι και ηδυπάθεια που συνάδει με την ψυχοσύνθεση των ηρωίδων. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη (Αγκραφίνα Κοντράτιεβνα) προκαλεί αβίαστο γέλιο με την αδέξια αριστοκρατική συμπεριφορά της και το κωμικό της χτένισμα που αρμόζει στη λαϊκή σύζυγο που ερμηνεύει. Η Εύη Σαουλίδου (Ολιμπιάντα Σαμσόνοβνα) ενσαρκώνει την κακομαθημένη, ονειροπαρμένη κόρη που κοιτάζει υπεροπτικά (με ύφος μπλαζέ) τον περίγυρο της και αναζητά το ιδανικό ταίρι (τον πρίγκιπα της) στις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών μόδας. Η Σοφία Σεϊρλή (Ουστίνια Ναούμοβνα) πλάθει ένα κωμικό τύπο προξενήτρας που υποστηρίζει με λεπτή ειρωνεία και υπαινικτικό χιούμορ ενώ η Άλκηστις Πουλοπούλου (Φομινίσνα) υποδύεται μια νευρική υπηρέτρια (ισότιμο σχεδόν μέλος της οικογένειας) που τρέχει πανικόβλητη πάνω-κάτω για ν’ ανταποκριθεί στα θελήματα των αφεντικών.
Ο Γιάννης Νταλιάνης (Σίτσι Πσόιτς Ρισπολσένσκι) ως δικηγόρος επιρρεπής στο ποτό χειρίζεται επιδέξια τα εκφραστικά του μέσα ενώ ο Θάνος Τοκάκης (Λάζαρ Ελιζάριτς Ποτκαλύτσιν) ως έμπιστος υπάλληλος του Μπαλσόφ ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις του ρόλου.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Σε στενό οικογενειακό κύκλο» του Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Οστρόφσκι
Από το Θέατρο του Νότου
Μετάφραση-Απόδοση : Γιώργος Δεπάστας
Διασκευή-Σκηνοθεσία-Μουσική επιμέλεια : Νίκος Μαστοράκης
Σκηνικά-Κοστούμια : Εύα Μανιδάκη
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνογράφου : Μαργαρίτα Γκίκα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Δημήτρης Πιατάς, Εύη Σαουλίδου, Γιάννης Νταλιάνης, Σοφία Σεϊρλή, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Θάνος Τοκάκης και Άλκηστις Πουλοπούλου

ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΟΡΕ-Κεντρική Σκηνή
Πριγκιπονήσων 10, τηλ. 210 64 68 009
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.15, Κυριακή 19.00