«Κόρη: Στην αρχή του
κόσμου, πριν ακόμα λάμψει ο ήλιος, ο Βράχμα, η θεία αρχέγονη δύναμη,
παρασύρθηκε από τη Μάγια, τη μητέρα του κόσμου, και ζευγάρωσε μαζί της. Αυτή η
επαφή της θείας ουσίας με τη μήτρα της γης ήταν το αμάρτημα του ουρανού. Γι’
αυτό η γη, η ζωή και οι άνθρωποι είναι μόνο ένα απατηλό είδωλο, κάτι
πλασματικό, ένα όνειρο…
Ποιητής: Το όνειρό μου!
Κόρη: Η πραγματικότητα!
Για να εξιλεωθούν, τα παιδιά του Βράχμα αναζητούν τη στέρηση και τον πόνο… Αυτή
όμως η τάση για τον πόνο έρχεται σε σύγκρουση με τη λαχτάρα για την απόλαυση,
για τον έρωτα… Καταλαβαίνεις τώρα γιατί ο έρωτας είναι η υπέρτατη ευχαρίστηση
μέσα στην πιο βαθιά οδύνη; Το πιο γλυκό μέσα στο πιο πικρό! Καταλαβαίνεις τώρα
τι είναι η γυναίκα; Αυτή έφερε στη ζωή την αμαρτία και τον θάνατο.»
Μετά από μια πλούσια και συνειδητή πορεία στις αρχές του
νατουραλισμού, τις κοινωνικές θέσεις του Ζολά, την περίφημη φέτα ζωής, η οπτική
του Στρίντμπεργκ απλώνεται στον χώρο του ονείρου και του μυστηρίου της ζωής,
ένα όνειρο που έχει τα χρώματα και το βάρος του εφιάλτη και μια ζωή που
συνδέεται με το σκοτεινό ερωτηματικό της οδύνης. Έργο ορόσημο στη διαμόρφωση
των ρευμάτων του 20ου αιώνα, το Ονειρόδραμα (1902) αποτελεί μια
νωπογραφία του επίγειου κακού και της δυστυχίας που για τον Σουηδό συγγραφέα
είναι ο μόνος και αναπόφευκτος κλήρος των θνητών. Η μετάβαση από το απτό και
συγκεκριμένο στο πεδίο του απόκοσμου και εφιαλτικού ανοίγει τον δρόμο προς τις
τρομοκρατικές δονήσεις του υπερρεαλισμού και οι αυτοκαταστροφικές ακροβασίες
της λογικής προοιωνίζονται τα απελπισμένα παραληρήματα του θεάτρου του
παραλόγου. Η δραματουργική αφορμή του μύθου στο Ονειρόδραμα είναι μια
μυητική δοκιμασία της κόρης ενός θεού στα σκοτεινά και επώδυνα μυστήρια του κόσμου των θνητών. Ο θεός
Ίντρα προειδοποιεί την κόρη του Αγνή, που κατεβαίνει στη γη, για τη διάσταση
ανάμεσα στο θείο, το ουράνιο και το ανθρώπινο, το χοϊκό, ανάμεσα στο αληθινό
και το κίβδηλο, ανάμεσα στο απόλυτο και το συμβατικό.
Η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα δίνει έμφαση στην προφορικότητα της θεατρικής
γλώσσας, την αμεσότητα της απεύθυνσης, κατορθώνοντας παράλληλα να ακουστεί
οικείος στο ευρύ κοινό ένας ποιητικός λόγος με φιλοσοφικό υπόβαθρο. Η
δραματουργική επεξεργασία της Γεωργίας
Μαυραγάνη με τη συμβολή της Ασπασίας
– Μαρίας Αλεξίου αποφεύγει τη φλυαρία και τον διδακτισμό και οδηγεί σ’ ένα
τελικό κείμενο που τα επιμέρους στοιχεία του είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ
τους με ομοιογένεια και σε θέση βολής.
Η σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη οριοθετεί και εικονοποιεί με ευαισθησία αλλά και
γλυκόπικρο σκεπτικισμό, τον χώρο του θεϊκού ονείρου και τους πολλαπλούς
συμβολισμούς του, επισημαίνοντας με ευθύβολο τρόπο τις αντιθέσεις αλλά και τον
αυθαίρετο χαρακτήρα του σε σύγκριση με την πεζή, κυνική και προβλέψιμη
πραγματικότητα των θνητών. Ο θεατής βυθίζεται στην κατανυκτική ατμόσφαιρα μιας
εν εξελίξει μυσταγωγικής ιεροτελεστίας με πρωταγωνιστή ένα συλλογικό άδον σώμα.
Η ομαδική αφήγηση και ερμηνεία όλων των ρόλων από έναν υποδειγματικά
συντονισμένο θίασο (Αλίκη Αλεξανδράκη,
Ασημίνα Αναστασοπούλου, Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, Θανάσης Δόβρης, Βασίλης
Καραμπούλας, Ράνια Κελαϊδίτη, Μελίνα Κοτσέλου, Ερμής Μαλκότσης, Νίκος Μάνεσης,
Παναγιώτης Παναγόπουλος, Μαρίνα Παπούλια, Ελίνα Ρίζου, Μαριάμ Ρουχάτζε,
Κωνσταντίνος Σιώζος, Γιώργος Σκαρλάτος, Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Μαρία Τσιμά)
και η ενσωμάτωση της εκφώνησης των ποιητικών σκηνικών οδηγιών δημιουργούν μια
μαγική… φέτα ονείρου!
Τη σκηνοθετική ανάγνωση υποστηρίζουν με
τις επιλογές τους η Άρτεμις Φλέσσα
στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου, η Λίλη
Κυριλή στα ουδέτερα και σχεδόν ομοιόμορφα κοστούμια, ο Χάρης Νείλας στην απόκοσμη μουσική, ο Ερμής Μαλκότσης στη ρυθμική κίνηση και η Χριστίνα Θανάσουλα στους καίριους φωτισμούς.