Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

«Επικίνδυνες Σχέσεις» του Κρίστοφερ Χάμπτον στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Άλμα


Βασισμένο στο ομώνυμο επιστολογραφικό μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Πιέρ Κοντερλό ντε Λακλό (1741-1803), το έργο «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Βρετανού Κρίστοφερ Χάμπτον, που γράφτηκε το 1985, μας είναι ήδη γνωστό από πολλές θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό αλλά κι από τρεις κινηματογραφικές ταινίες που υπογράφουν ο Ροζέ Βαντίμ, ο Στήβεν Φρίαρς κι ο Μίλος Φόρμαν.

Το έργο
Η Μερτέιγ απολαμβάνει να έχει τον έλεγχο των συναισθημάτων και της μυστικής ερωτικής ζωής των ανθρώπων του κοινωνικού της περιβάλλοντος. Σύμμαχο στις συνομωσίες της έχει τον πρώην εραστή της Βαλμόν, έναν άντρα που λατρεύει να αποπλανεί τις γυναίκες, όχι τόσο για να ικανοποιήσει τις ακόρεστες σεξουαλικές ορέξεις του, όσο να νοιώσει τα ρίγη ηδονής που του προσφέρει η εξουσία πάνω στα θύματά του όταν εκείνα παραδίδονται στην αγκαλιά του ανίκανα να αντισταθούν στο ξύπνημα της σάρκας τους.
Πρόκειται για δύο έξυπνους ανθρώπους που χρησιμοποιούν την στρατηγική και τις γνώσεις τους πάνω στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση για να αξιοποιήσουν την κοινωνική τους ισχύ και να ικανοποιήσουν την παιγνιώδη τους διάθεση για εξουσία που διώχνει την πλήξη της καθημερινότητας από τις, κατά τα άλλα, μέτριες ζωές τους.
Αποπλανώντας μια νεαρή, πανέμορφη παρθένα κατά παραγγελία της φίλης του, ο Βαλμόν, παίρνει μια εκδίκηση για λογαριασμό της αλλά ταυτόχρονα διασταυρώνεται με μία γοητευτική παντρεμένη γυναίκα, απαράμιλλης ηθικής, την Τουρβίλ, η οποία γίνεται ο αμέσως επόμενος στόχος του.
Η Μερτέιγ επιχειρώντας να μπει στο παιχνίδι, προσφέρει σαν τίμημα μια ερωτική νύχτα μαζί της, αν ο Βαλμόν καταφέρει να αποπλανήσει την γυναίκα. Και κερδίζεται το στοίχημα. Μόνο που, πέρα από κάθε πρόθεσή του, ο Βαλμόν ερωτεύεται βαθιά την Τουρβίλ. Αυτό που άλλους θα τους λύτρωνε, για τον αδίστακτο και κυνικό άντρα, είναι φονικό. Αναγκάζεται να διώξει την Τουρβίλ για να μην αποδειχτεί αδύναμος στα μάτια της Μερτέιγ. Εκείνη πεθαίνει κι ο Βαλμόν εμπλέκεται σε μία μονομαχία κι αφήνεται να σκοτωθεί. Πριν όμως ξεψυχήσει έχει πάρει την εκδίκησή του, αποκαλύπτοντας τις συνομωσίες της φίλης του και καταστρέφοντας το κοινωνικό της στάτους.

Η παράσταση
Ο Γιώργος Κιμούλης που έχει αναλάβει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία του έργου, μεταφέρει τους ήρωες του Λακλό και την δράση τους από τον 18ο αιώνα στη δεκαετία του 1930. Μια εποχή μεταβατική ανάμεσα σε δύο πολέμους, με έντονες αντιθέσεις και δυναμικές, με μία έξαρση των ηθών αλλά και έναν υποβόσκοντα βαθύ συντηρητισμό που εξαναγκάζει τους τολμηρούς να δρουν υπόγεια.
Τα πρώτα επιτεύγματα της τεχνολογίας αλλάζουν τις καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων κι η ανάπτυξη των πόλεων εμφανίζει νέες μορφές εξουσίας ανατρέποντας τις κυρίαρχες δομές και φέρνοντας την ανθρωπότητα αντιμέτωπη με ενδιαφέρουσες προοπτικές αλλά και τρομακτικές ανακατατάξεις.
Στην διασκευή δεν γίνεται μνεία των συμβάντων αυτής της ταραγμένης εποχής ούτε και αναφέρονται τα γεγονότα που οδήγησαν στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και απασχολούσαν τότε τους Ευρωπαίους εξ ίσου με την ερωτική τους ζωή, ίσως και περισσότερο.
Ακούγεται βέβαια μια ραδιοφωνική εκπομπή, η οποία στην ουσία ανακοινώνει την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων από τον Μουσολίνι. Αυτή δίνει και το στίγμα της ιστορικής περιόδου στην οποία εκτυλίσσεται η δράση μαζί με τα κοστούμια και την εν γένει χαλαρότητα στο σαβουάρ βιβρ των προσώπων του έργου, χαρακτηριστική των υψηλών κύκλων της προπολεμικής Γαλλίας.
Οι σκηνές έχουν μικρή διάρκεια και εναλλάσσονται με νεύρο και δυναμισμό προσδίδοντας με τα διαρκή «κατ» μια κινηματογραφική αίσθηση στη ροή του έργου ενώ τα πλαίσια του σκηνικού προσδιορίζουν μαζί με τους φωτισμούς του Μπάμπη Αρώνη, τα πλάνα.
Οι πολύ καλά οργανωμένες αλλαγές ανάμεσα στις σκηνές αποτελούν ενδιαφέρον στοιχείο της αισθητικής της παράστασης αλλά έπρεπε ίσως να είναι πιο σύντομες για να μην αποσπούν το ενδιαφέρον από την κυρίως δράση.
Οι ηθοποιοί είναι ταλαντούχοι και πολύ καλά σκηνοθετημένοι αλλά οι εξαιρετικά απαιτητικοί ρόλοι του Βαλμόν και της Μερτέιγ απαιτούν ισχυρότερες σκηνικές παρουσίες και πιο έντονο μαγνητισμό για να αξιοποιηθούν πλήρως. Ωστόσο, ο Τάσος Ιορδανίδης και η Ράνια Σχίζα καταβάλουν αξιόλογη προσπάθεια, με την τελευταία να ξεχωρίζει αισθητά από το σύνολο των ερμηνευτών.
Η Θάλεια Ματίκα που ενσαρκώνει την Τουρβίλ δεν έχει το εύρος ώστε να αποδώσει τις αντιφάσεις του δύσκολου ρόλου της και καταλήγει περισσότερο συγκινητική παρά τραγική.
Τη διανομή συμπληρώνουν η Τζένη Θεωνά, ο Δημήτρης Σαμόλης, η Σταυρίνα Ψιμοπούλου κι ο Αντώνης Αντωνάκος που ανταποκρίνονται με επάρκεια στις απαιτήσεις των ρόλων τους.
Ο θαυμάσιος σχεδιασμός του σκηνικού χώρου από το Ρομάν Σαντόφσκι αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες του αλλά και τις απαιτήσεις της σκηνοθετικής οπτικής, η οποία βασίζεται στους γοργούς ρυθμούς και τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κλίμακες των εντάσεων.
Εκπληκτικά τα κουστούμια της Ιωάννας Τιμοθεάδου μοιάζουν σαν να έχουν βγει από φιγουρίνια της εποχής και προσδίδουν στους ρόλους την έντονη αίσθηση πολυτέλειας, κομψότητας και οικονομικής άνεσης.
Το μακιγιάζ, επίτηδες έντονο ώστε να δημιουργεί την αίσθηση της μάσκας και οι στυλιζαρισμένες κομμώσεις (make up artist : Σάρα Τζόρνταν, Χάρης Χαραλαμπάκης) συνεισφέρουν στην αισθητική των κουστουμιών, ολοκληρώνοντας το ενδιαφέρον αποτέλεσμα.
Αισθητή η απουσία ενός προγράμματος με πλούσιο υλικό γύρω από το έργο, τη διασκευή, τους συγγραφείς και τις τόσο ενδιαφέρουσες μεταφορές του κειμένου στη μεγάλη οθόνη.