Η «Κάρμεν», γνωστή στους περισσότερους από την Οπερά Κομίκ που έγραψε ο Ζωρζ Μπιζέ το 1873, παρά από την ομώνυμη νουβέλα του Προσπέρ Μεριμέ, ανέβηκε σε μια πειραματική εκδοχή της και σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού σε έναν μαγικό χώρο, την αυλή ενός εγκαταλελειμμένου νεοκλασικού στην οδό Κεραμεικού.
Η μουσική της πασίγνωστης αυτής όπερας που αγαπήθηκε βαθιά από το κοινό λόγω της τραγικής της πλοκής, της ελκυστικής, ανυπότακτης και ερωτικής ηρωίδας της και των εμπνευσμένων μουσικών της μοτίβων, έχει διασκευαστεί στην παράσταση του Λιβαθινού σε τζάζ από τον μουσικό Κώστα Μαγγίνα ενώ οι στίχοι των τραγουδιών που ερμηνεύονται από τους ηθοποιούς ζωντανά, προσαρμόστηκαν στα Ελληνικά από τον ποιητή και μεταφραστή Στρατή Πασχάλη. Επίσης, παίζουν «επί σκηνής» την τζαζ εκδοχή των μελωδιών ο Κώστας Μαγγίνας στην κιθάρα, ο Νίκος Καπηλίδης στα ντραμς και ο Απόστολος Σιδέρης στο ακουστικό μπάσο.
Την μαγική ηρωίδα του Μεριμέ ενσαρκώνει η Μαρία Ναυπλιώτου ενώ τους υπόλοιπους ρόλους μοιράζονται τέσσερις εξ ίσου ταλαντούχοι ηθοποιοί, που διακρίθηκαν στις πρόσφατες επιτυχημένες του παραστάσεις, της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου αλλά και από το «Βασιλιά Λήρ» που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, οι Μελέτης Ηλίας, Χρήστος Σουγάρης, Ευθύμης Παππάς και Πηνελόπη Μαρκοπούλου.
Η «Κάρμεν» αγαπήθηκε για το ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα της, την βαθιά ερωτική φύση της και την τρομακτική αλήθεια της, την οποία ενστερνίζεται ακόμα κι όταν έρχεται αντιμέτωπη με τον θάνατο. Μια τσιγγάνα που τυλίγει πούρα στην βιοτεχνία της πόλης, έχει αναστατώσει τους άντρες και τους χειρίζεται με μοναδική ικανότητα. Ατίθαση, βίαιη κι ηδονική, η νεαρή εργάτρια συγκρούεται με μια συνάδελφό της και τη μαχαιρώνει.
Ο Δον Χοσέ, ένας νεαρός στρατιώτης της φρουράς διατάσσεται να την φυλακίσει αλλά εκείνη τον γοητεύει και καταφέρνει με μια ερωτική υπόσχεση να τον πείσει να την αφήσει ελεύθερη. Για χάρη της θα παρατήσει την Μικαέλα, την αρραβωνιαστικιά του και ευνοούμενη της μητέρας του αλλά και την καριέρα του στο στρατό και θα καταλήξει με τους λαθρέμπορους στα βουνά. Όταν ο Τορεαδόρ εμφανίζεται στην πόλη και βλέπει την Κάρμεν, εκείνη τον ερωτεύεται κι αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Χοσέ για χάρη του. Όμως ο ερωτευμένος άντρας της στήνει καρτέρι και τυφλωμένος από τη ζήλεια του, την σκοτώνει.
Μια ιστορία που με τον καιρό έχει εγκατασταθεί στο συλλογικό μας συνειδέναι και έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για σκηνοθέτες και χορογράφους, έρχεται τώρα να εγκατασταθεί στο Μεταξουργείο, έναν «τόπο» μέσα στον τόπο μας, μια περιοχή με μετανάστες, πόρνες, απρόβλεπτη βία, πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα και μοναδική αίσθηση παρακμής, η οποία ισορροπεί ανάμεσα στην χαμένη αίγλη και στην δυναμική, άγρια απαίτηση της ζωής να ριζώσει ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.
Παρακολουθήσαμε μια σκηνική και πολύ ελεύθερη διασκευή με αφορμή το μύθο της Κάρμεν, που άντλησε στοιχεία και από το μυθιστόρημα αλλά και από το λιμπρέτο, με κάποιες παραλλαγές που αναδεικνύουν την δράση χωρίς να ευνουχίζουν τους ήρωες.
Ο μαγικός χώρος στον οποίο ανέβηκε αυτή η ιδιόρρυθμη παράσταση, εξαίσια φωτισμένος από τον Αλέκο Αναστασίου, επιβλήθηκε όσον αφορά τα σκηνοθετικά ευρήματα, εμπνέοντας μια θαυμάσια χορογραφημένη κίνηση των ηθοποιών, οι οποίοι έπαιξαν σε όλους τους επιμέρους χώρους και υποβάλλοντας ατμόσφαιρες βαθύτατα συνυφασμένες με την γειτονιά του σήμερα, το ιστορικό μπαγκράουντ και την μαγική αρχιτεκτονική δόμηση του κτηριακού συγκροτήματος.
Οι βρύσες, η τουαλέτα, οι εσωτερικές, μεταλλικές σκάλες, τα φωτισμένα παράθυρα, το δωμάτιο που μισοφαίνεται πίσω από την πόρτα, ο διάδρομος που οδηγεί στο δρόμο στον οποίο περιδιαβαίνουν οι κάτοικοι της περιοχής, μετανάστες κυρίως, διαποτίζοντας με την παρουσία τους τις επί μέρους δράσεις του έργου, οι όγκοι των κτιρίων που παγιδεύουν το αίθριο, η φθορά που κατατρώει τοίχους και κουφώματα, δημιουργούν ένα φυσικό σκηνικό εξαιρετικής αισθητικής, βαθύτατα συγγενές με την ουσία του δράματος και των ενδογενών του προεκτάσεων.
Η Μαρία Ναυπλιώτου ερμηνεύει την Κάρμεν μέσα από μία αισθησιακή παιδικότητα που αναδεικνύει και την αθωότητα της ηρωίδας και την επικίνδυνη αυθορμησία της αλλά και την τρομακτική κι απόλυτη προσήλωσή της στην ελευθερία.
Ο Μελέτης Ηλίας πλάθει ένα Χοσέ ερωτικό, βίαιο και βαθιά ταραγμένο που κινείται με πανικό ανάμεσα στο καθήκον και στο ανεξέλεγκτο πάθος.
Ο Ευθύμης Παππάς θαυμάσιος στο ρόλο του Τορεαντόρ, εμφανίζεται απόμακρος και γοητευτικός, αναδεικνύοντας και την αλαζονεία αλλά και τον ανόθευτο ερωτισμό του ήρωα.
Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου ενσαρκώνει μια Μικαέλα σεμνή, δειλή και τρομοκρατημένη με μαεστρία και μέτρο.
Ο Χρήστος Σουγάρης ερμηνεύει με άνεση και τον αυστηρό αξιωματικό που επιβάλλεται μέσα από το αξίωμά του και τον κυνικό, παράνομο λαθρέμπορο που έχει αποδεχτεί τις ιδιαιτερότητες της Κάρμεν και απλά εκμεταλλεύεται τις ικανότητές της για να πετύχει τους στόχους του.
Οι ηθοποιοί τραγουδούν ζωντανά τα τραγούδια της όπερας με θεατρικότητα που αναιρεί τις φωνητικές τους αδυναμίες κι αξιοποιεί την δραματουργική τους δυναμική, ενταγμένη στο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Τα διακριτικά σκηνικά που αναδεικνύουν το φυσικό ντεκόρ και τα ευφάνταστα κοστούμια που υποδηλώνουν τις ιδιότητες χωρίς να εικονοποιούν τους ρόλους δημιούργησε η Ελένη Μανωλοπούλου, ενώ τους εμπνευσμένους φωτισμούς που εναρμονίζονται με τον σκηνικό χώρο στο έπακρο υπογράφει ο Αλέκος Αναστασίου.