Και τώρα είσαι όλη δική μου, Αθανασία!
Μυριάδες ήλιοι η λάμψη σου ποτίζει
το πανί που μου ’κλεισε τα μάτια.
Φτερούγες φύτρωσαν στους ώμους μου,
και στους ακύμαντους αιθέρες
πλέει η ψυχή μου.
Και σαν καράβι,
που ένας άνεμος το παίρνει στ’ ανοιχτά,
κι εκείνο βλέπει να βουλιάζει,
πέρα μακριά,
το βουερό λιμάνι
έτσι κι εμένα, αργοβυθίζεται
στο φως που σκοτεινιάζει,
όλη μου η ζωή:
Τη μια στιγμή, καταλαβαίνω
σχήματα και χρώματα.
Την άλλη, κάτω από τα πόδια μου,
είν’ όλα σύννεφα και καταχνιά.
(απόσπασμα από το έργο)
Το αριστουργηματικό και υψηλών απαιτήσεων πατριωτικό δράμα του Heinrich von Kleist, «Ο Πρίγκιπας του Χόμπουργκ», παρουσιάζεται σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη και σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή στο Θέατρο Rex-Σκηνή Κοτοπούλη. Μια προσεγμένη και φιλόδοξη παράσταση κλασικού ύφους, με πολύ εντυπωσιακή και ιδιαίτερα ατμοσφαιρική όψη, φροντισμένη στη λεπτομέρεια. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα δημιουργεί την εντύπωση ότι η σκηνοθετική προσέγγιση δεν κατόρθωσε ν’ αναδείξει απόλυτα τη διαχρονική αξία του έργου, να ενεργοποιήσει τα «νεκρά» σημεία και ν’ ανοίξει δημιουργικό διάλογο με το σημερινό θεατή μέσα από σαφείς υπαινικτικές αναφορές που θα τον καθιστούσαν «συνένοχο».
Ο συγγραφέας και το έργο του
Ο Γερμανός δραματουργός, γόνος πρωσικής στρατιωτικής οικογένειας Heinrich von Kleist (1777-1811) προσαρτήθηκε στα ιδανικά του ρομαντικού θεάτρου με κύρια πηγή έμπνευσης την κλασική τραγωδία και το Shakespeare. Ύστερα από την ολοκλήρωση της σκοτεινής τραγωδίας «Η οικογένεια Σκροφενστάιν» (1804), η υπαρξιακή μοναξιά, η πιστοποίηση των αξιών του υποσυνείδητου και η αμφισβήτηση για την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας όρισαν στον Kleist την ένταξη των ιστοριών του στον κόσμο των οπτασιών και των ονείρων. Τα θέματα της διπλής προσωπικότητας και της απάτης αποδείχθηκαν άριστα διαρθρωμένα στις δύο εκκεντρικές κωμωδίες του, «Αμφιτρύων» (1807) και «Η Σπασμένη στάμνα» (1808). Στην τραγωδία «Πενθεσίλεια» (1813) και το ιπποτικό δράμα «Η Κατερίνα του Χάιλμπρον» (1810), ο συγγραφέας εστιάζει στις πιο παράλογες και μεταφυσικές εκφάνσεις της αγάπης δίνοντας την κατεύθυνση στη σκηνική δράση.
Στο τελευταίο έργο του, «Ο Πρίγκιπας του Χόμπουργκ» που γράφτηκε το 1810 αλλά ανέβηκε εξ αιτίας της λογοκρισίας το 1821, καταθέτει τις ιδέες του, που ευνοούν τη συμφιλίωση των αντιθέτων και τη δυνατότητα δημιουργίας αρμονικού κλίματος ανάμεσα στους ανθρώπους. Η σύγκρουση γραπτών και άγραφων νόμων παραπέμπει στη σοφόκλεια «Αντιγόνη» ενώ το ιστορικό πλαίσιο του έργου μοιάζει αφορμή για τη δημιουργία συγκρουσιακού συμβάντος που θα φέρει στην επιφάνεια μεγάλες ιδέες. Μέσα από τη μυθοπλασία εκφράζεται ο ουτοπικός πόθος για ηγεμόνες που διοικούν χωρίς αλαζονεία, αυταρχισμό, ιδιοτέλεια και υστεροβουλία αλλά με ανθρωπισμό, δικαιοσύνη και εκτίμηση των ηρωικών ανδραγαθημάτων των πολεμιστών. Με αφορμή ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, την μάχη του Φέρμπελιν το 1675, ο Kleist γράφει ένα βαθιά ανθρώπινο κείμενο που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, τη λογική και το συναίσθημα. Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, με το ελεύθερο πνεύμα και την αντισυμβατική συμπεριφορά του, αισθάνεται ν’ ασφυκτιά μέσα στη στολή του αξιωματικού. Παραβιάζει την εντολή του ηγεμόνα του και, παρά το θρίαμβό του στη μάχη, αντιμετωπίζει τη θανατική καταδίκη.
Το έργο ανέβηκε στο Βερολίνο με το Josef Kainz στον επώνυμο ρόλο. Το 1951, με πρωταγωνιστή το Gérard Philippe και σε σκηνοθεσία του Jean Vilar αποδείχθηκε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Φεστιβάλ της Αβινιόν ενώ σημαντικές παραστάσεις μεταξύ άλλων θεωρούνται αυτές του 1976 στη Νέα Υόρκη και του 1982 στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου. Στην Ελλάδα, έχει παρουσιαστεί το 1938 από την Κεντρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και μετάφραση Κλέανδρου Καρθαίου με τον Αλέξη Μινωτή στο ρόλο του πρίγκιπα και μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών στα υπόλοιπα πρόσωπα.
Η παράσταση
Ο σκηνικός χώρος (που επιμελήθηκε ο Γιώργος Πάτσας) εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή της παράστασης με νιφάδες χιονιού να πέφτουν ασταμάτητα στο δάπεδο ενώ σε συνδυασμό με τα μουσικά κομμάτια που ακούγονται διαμορφώνεται μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα. Ένας στενός διάδρομος, απλωμένος στο διάζωμα των θεατών και στηριγμένος στα καθίσματα, χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον πρίγκιπα προκειμένου να υπογραμμιστεί η σκηνική του υπόσταση κατά τις εισόδους και εξόδους του.
Εντοπίζεται μια δυσκολία στη χωροταξική τοποθέτηση και κίνηση των ηθοποιών στην επιβλητικά μεγάλη σκηνή του θεάτρου. Αμήχανη σκηνική καθοδήγηση. Υποκριτική ασυμμετρία και κάποιες στιγμές αβεβαιότητας. Ακανόνιστη, χασματική συρραφή των μικροεπεισοδίων με αποτέλεσμα ο θεατής να δυσκολεύεται να συμβαδίσει με το δραματικό μύθο. Ετερόκλητη τακτική κατά τη διδασκαλία με συνέπεια την ελλιπή ενδοσκόπηση των προσώπων και τη μετριοπαθή χάραξη της πορείας τους. Ο Λευτέρης Βογιατζής δούλεψε με βάση αυτό που του έδινε ο αναγνωστικός συνειρμός, η μια εικόνα-θέμα τον οδηγούσε στην άλλη, ερήμην του έργου ως ολοκληρώματος.
Ο Νίκος Κουρής, ως πρίγκιπας, δε φαίνεται να γνωρίζει επαρκώς το αφηγηματικό πρόγραμμα του ήρωα που υποδύεται. Έτσι, αντί να τον διευρύνει ως θα όφειλε, τον συρρικνώνει. Και ενώ οι διαφορές στην υποκριτική είναι κατά το πλείστον εμφανείς, στην περίπτωση του εκλέκτορος του Βρανδεμβούργου, που υποδύεται ο Δημήτρης Λιγνάδης, η παράσταση χάνει οριστικά το στοίχημα. Ο κύριος Λιγνάδης κάνει περιπάτους στη σκηνή χωρίς στόχο, χωρίς εμφάσεις, χωρίς μεταπτώσεις, εντελώς απροσδιόριστος. Ο Όμηρος Πουλάκης (Ίλαρχος φον Μαίρνερ) δεν καταφέρνει ν’ αναπαραστήσει με σαφήνεια και υποκριτική οντότητα το ήθος του ήρωα που κλίθηκε να υποδυθεί, ούτε να διοχετεύσει επαρκώς την απαιτούμενη ενέργεια στην αντίστοιχη αγγελική ρήση. Διεκπεραιωτικές και μονοδιάστατες ερμηνείες. Η Λυδία Φωτοπούλου (Αρχόντισσα, σύζυγος του Εκλέκτορος) και η Έμιλυ Κόλιανδρη (Ναταλία, πριγκίπισσα της Οράγγης) δεν είχαν περιθώρια να ξεδιπλώσουν τις πτυχές των χαρακτήρων που υποδύονται.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου ωραιοποιούσαν τις στιγμές χωρίς να τις συνδέουν σαφώς με τη σημείωση του χώρου. Το περιστροφικό δάπεδο ευνόησε μόνο την ανυπαρξία σαφούς θέσης και συνοχής στη διδασκαλία. Το θεαματικό σκηνικό, επαναληπτικό και γνωστό από απειράριθμες παραστάσεις στην Ευρώπη. Ξεχωρίζουν τα κοστούμια με καίριες αναφορές μέσα από την επιλογή των χρωμάτων και τον προσεγμένο σχεδιασμό τους.
Παρά τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν, στο σύνολό της, πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση, η οποία προκαλεί ετερόκλητες αντιδράσεις και εντυπώσεις.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Πρίγκιπας του Χόμπουργκ» του Heinrich von Kleist
Από το Εθνικό Θέατρο
Μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία : Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά-Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νίκος Αρβανίτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Στεφανία Γουλιώτη, Θανάσης Δόβρης, Δημήτρης Καρτόκης, Θόδωρος Κατσαφάδος, Παναγιώτης Κλίνης, Έμιλυ Κόλιανδρη, Γιάννης Κότσυφας, Νίκος Κουρής, Δημήτρης Λιγνάδης, Στράτος Μενούτης, Δημήτρης Ντάσκας, Νικόλας Παπαγιάννης, Όμηρος Πουλάκης, Γιάννης Τσορτέκης, Λυδία Φωτοπούλου, Μενέλαος Χαζαράκης και Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
ΘΕΑΤΡΟ REX-ΣΚΗΝΗ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210 33 05 074
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00
Μυριάδες ήλιοι η λάμψη σου ποτίζει
το πανί που μου ’κλεισε τα μάτια.
Φτερούγες φύτρωσαν στους ώμους μου,
και στους ακύμαντους αιθέρες
πλέει η ψυχή μου.
Και σαν καράβι,
που ένας άνεμος το παίρνει στ’ ανοιχτά,
κι εκείνο βλέπει να βουλιάζει,
πέρα μακριά,
το βουερό λιμάνι
έτσι κι εμένα, αργοβυθίζεται
στο φως που σκοτεινιάζει,
όλη μου η ζωή:
Τη μια στιγμή, καταλαβαίνω
σχήματα και χρώματα.
Την άλλη, κάτω από τα πόδια μου,
είν’ όλα σύννεφα και καταχνιά.
(απόσπασμα από το έργο)
Το αριστουργηματικό και υψηλών απαιτήσεων πατριωτικό δράμα του Heinrich von Kleist, «Ο Πρίγκιπας του Χόμπουργκ», παρουσιάζεται σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη και σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή στο Θέατρο Rex-Σκηνή Κοτοπούλη. Μια προσεγμένη και φιλόδοξη παράσταση κλασικού ύφους, με πολύ εντυπωσιακή και ιδιαίτερα ατμοσφαιρική όψη, φροντισμένη στη λεπτομέρεια. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα δημιουργεί την εντύπωση ότι η σκηνοθετική προσέγγιση δεν κατόρθωσε ν’ αναδείξει απόλυτα τη διαχρονική αξία του έργου, να ενεργοποιήσει τα «νεκρά» σημεία και ν’ ανοίξει δημιουργικό διάλογο με το σημερινό θεατή μέσα από σαφείς υπαινικτικές αναφορές που θα τον καθιστούσαν «συνένοχο».
Ο συγγραφέας και το έργο του
Ο Γερμανός δραματουργός, γόνος πρωσικής στρατιωτικής οικογένειας Heinrich von Kleist (1777-1811) προσαρτήθηκε στα ιδανικά του ρομαντικού θεάτρου με κύρια πηγή έμπνευσης την κλασική τραγωδία και το Shakespeare. Ύστερα από την ολοκλήρωση της σκοτεινής τραγωδίας «Η οικογένεια Σκροφενστάιν» (1804), η υπαρξιακή μοναξιά, η πιστοποίηση των αξιών του υποσυνείδητου και η αμφισβήτηση για την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας όρισαν στον Kleist την ένταξη των ιστοριών του στον κόσμο των οπτασιών και των ονείρων. Τα θέματα της διπλής προσωπικότητας και της απάτης αποδείχθηκαν άριστα διαρθρωμένα στις δύο εκκεντρικές κωμωδίες του, «Αμφιτρύων» (1807) και «Η Σπασμένη στάμνα» (1808). Στην τραγωδία «Πενθεσίλεια» (1813) και το ιπποτικό δράμα «Η Κατερίνα του Χάιλμπρον» (1810), ο συγγραφέας εστιάζει στις πιο παράλογες και μεταφυσικές εκφάνσεις της αγάπης δίνοντας την κατεύθυνση στη σκηνική δράση.
Στο τελευταίο έργο του, «Ο Πρίγκιπας του Χόμπουργκ» που γράφτηκε το 1810 αλλά ανέβηκε εξ αιτίας της λογοκρισίας το 1821, καταθέτει τις ιδέες του, που ευνοούν τη συμφιλίωση των αντιθέτων και τη δυνατότητα δημιουργίας αρμονικού κλίματος ανάμεσα στους ανθρώπους. Η σύγκρουση γραπτών και άγραφων νόμων παραπέμπει στη σοφόκλεια «Αντιγόνη» ενώ το ιστορικό πλαίσιο του έργου μοιάζει αφορμή για τη δημιουργία συγκρουσιακού συμβάντος που θα φέρει στην επιφάνεια μεγάλες ιδέες. Μέσα από τη μυθοπλασία εκφράζεται ο ουτοπικός πόθος για ηγεμόνες που διοικούν χωρίς αλαζονεία, αυταρχισμό, ιδιοτέλεια και υστεροβουλία αλλά με ανθρωπισμό, δικαιοσύνη και εκτίμηση των ηρωικών ανδραγαθημάτων των πολεμιστών. Με αφορμή ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, την μάχη του Φέρμπελιν το 1675, ο Kleist γράφει ένα βαθιά ανθρώπινο κείμενο που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, τη λογική και το συναίσθημα. Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ, με το ελεύθερο πνεύμα και την αντισυμβατική συμπεριφορά του, αισθάνεται ν’ ασφυκτιά μέσα στη στολή του αξιωματικού. Παραβιάζει την εντολή του ηγεμόνα του και, παρά το θρίαμβό του στη μάχη, αντιμετωπίζει τη θανατική καταδίκη.
Το έργο ανέβηκε στο Βερολίνο με το Josef Kainz στον επώνυμο ρόλο. Το 1951, με πρωταγωνιστή το Gérard Philippe και σε σκηνοθεσία του Jean Vilar αποδείχθηκε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Φεστιβάλ της Αβινιόν ενώ σημαντικές παραστάσεις μεταξύ άλλων θεωρούνται αυτές του 1976 στη Νέα Υόρκη και του 1982 στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου. Στην Ελλάδα, έχει παρουσιαστεί το 1938 από την Κεντρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και μετάφραση Κλέανδρου Καρθαίου με τον Αλέξη Μινωτή στο ρόλο του πρίγκιπα και μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών στα υπόλοιπα πρόσωπα.
Η παράσταση
Ο σκηνικός χώρος (που επιμελήθηκε ο Γιώργος Πάτσας) εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή της παράστασης με νιφάδες χιονιού να πέφτουν ασταμάτητα στο δάπεδο ενώ σε συνδυασμό με τα μουσικά κομμάτια που ακούγονται διαμορφώνεται μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα. Ένας στενός διάδρομος, απλωμένος στο διάζωμα των θεατών και στηριγμένος στα καθίσματα, χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον πρίγκιπα προκειμένου να υπογραμμιστεί η σκηνική του υπόσταση κατά τις εισόδους και εξόδους του.
Εντοπίζεται μια δυσκολία στη χωροταξική τοποθέτηση και κίνηση των ηθοποιών στην επιβλητικά μεγάλη σκηνή του θεάτρου. Αμήχανη σκηνική καθοδήγηση. Υποκριτική ασυμμετρία και κάποιες στιγμές αβεβαιότητας. Ακανόνιστη, χασματική συρραφή των μικροεπεισοδίων με αποτέλεσμα ο θεατής να δυσκολεύεται να συμβαδίσει με το δραματικό μύθο. Ετερόκλητη τακτική κατά τη διδασκαλία με συνέπεια την ελλιπή ενδοσκόπηση των προσώπων και τη μετριοπαθή χάραξη της πορείας τους. Ο Λευτέρης Βογιατζής δούλεψε με βάση αυτό που του έδινε ο αναγνωστικός συνειρμός, η μια εικόνα-θέμα τον οδηγούσε στην άλλη, ερήμην του έργου ως ολοκληρώματος.
Ο Νίκος Κουρής, ως πρίγκιπας, δε φαίνεται να γνωρίζει επαρκώς το αφηγηματικό πρόγραμμα του ήρωα που υποδύεται. Έτσι, αντί να τον διευρύνει ως θα όφειλε, τον συρρικνώνει. Και ενώ οι διαφορές στην υποκριτική είναι κατά το πλείστον εμφανείς, στην περίπτωση του εκλέκτορος του Βρανδεμβούργου, που υποδύεται ο Δημήτρης Λιγνάδης, η παράσταση χάνει οριστικά το στοίχημα. Ο κύριος Λιγνάδης κάνει περιπάτους στη σκηνή χωρίς στόχο, χωρίς εμφάσεις, χωρίς μεταπτώσεις, εντελώς απροσδιόριστος. Ο Όμηρος Πουλάκης (Ίλαρχος φον Μαίρνερ) δεν καταφέρνει ν’ αναπαραστήσει με σαφήνεια και υποκριτική οντότητα το ήθος του ήρωα που κλίθηκε να υποδυθεί, ούτε να διοχετεύσει επαρκώς την απαιτούμενη ενέργεια στην αντίστοιχη αγγελική ρήση. Διεκπεραιωτικές και μονοδιάστατες ερμηνείες. Η Λυδία Φωτοπούλου (Αρχόντισσα, σύζυγος του Εκλέκτορος) και η Έμιλυ Κόλιανδρη (Ναταλία, πριγκίπισσα της Οράγγης) δεν είχαν περιθώρια να ξεδιπλώσουν τις πτυχές των χαρακτήρων που υποδύονται.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου ωραιοποιούσαν τις στιγμές χωρίς να τις συνδέουν σαφώς με τη σημείωση του χώρου. Το περιστροφικό δάπεδο ευνόησε μόνο την ανυπαρξία σαφούς θέσης και συνοχής στη διδασκαλία. Το θεαματικό σκηνικό, επαναληπτικό και γνωστό από απειράριθμες παραστάσεις στην Ευρώπη. Ξεχωρίζουν τα κοστούμια με καίριες αναφορές μέσα από την επιλογή των χρωμάτων και τον προσεγμένο σχεδιασμό τους.
Παρά τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν, στο σύνολό της, πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση, η οποία προκαλεί ετερόκλητες αντιδράσεις και εντυπώσεις.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Πρίγκιπας του Χόμπουργκ» του Heinrich von Kleist
Από το Εθνικό Θέατρο
Μετάφραση : Τζένη Μαστοράκη
Σκηνοθεσία : Λευτέρης Βογιατζής
Σκηνικά-Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νίκος Αρβανίτης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Στεφανία Γουλιώτη, Θανάσης Δόβρης, Δημήτρης Καρτόκης, Θόδωρος Κατσαφάδος, Παναγιώτης Κλίνης, Έμιλυ Κόλιανδρη, Γιάννης Κότσυφας, Νίκος Κουρής, Δημήτρης Λιγνάδης, Στράτος Μενούτης, Δημήτρης Ντάσκας, Νικόλας Παπαγιάννης, Όμηρος Πουλάκης, Γιάννης Τσορτέκης, Λυδία Φωτοπούλου, Μενέλαος Χαζαράκης και Γιάννης Χαρτοδιπλωμένος
ΘΕΑΤΡΟ REX-ΣΚΗΝΗ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210 33 05 074
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00