Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

«Αδερφοί Καραμάζοφ» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στο Θέατρο Τέχνης «Καρόλου Κουν» (Υπόγειο)

     Είναι αναμφισβήτητο ότι οι «Αδερφοί Καραμάζοφ» (1880) του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ανήκουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος. Στο εν λόγω μυθιστόρημα έχουμε μια δραματική κορύφωση της ρήξης του ιερού με το βέβηλο, του τιμαλφούς με το ευτελές, του ανθρωπίνου με το θείο, του χαμερπούς με το υψηλό. Έννοιες που ενσωματώνονται σε χαρακτήρες, σε πρόσωπα, τα οποία με τη σειρά τους παραδίδονται σε μικροσυμπαντικές συρράξεις. Κάθε πρόσωπο είναι το συλλογικό σύμπτωμα του μοιραίου επί γης κλήρου του ανθρώπου, που είναι ολοσχερώς τραγικός. Έτσι η αναζήτηση του θεού, η ευλάβεια που χαλυβδώνει ένδοθεν τον Αλιόσα, καταμάχεται την ηθική έκπτωση του πατέρα της οικογένειας. Στους «Αδερφούς Καραμάζοφ» συγκρούονται έννοιες, αξίες ή απαξίες, ιδέες και ψυχές με ανεξιχνίαστες ενστάσεις. Οι δομές επιφάνειας, τα επεισόδια, η δράση παραπέμπουν σ’ ένα απροσμέτρητο βάθος, στην ίδια την καταγωγή των ενστίχτων, στη λίμπιντο ή στην αφαιμάσσουσα εμμονή μιας παραδείσιας προσδοκίας.
    Είναι σημαντικό ότι το Θέατρο Τέχνης συγκαταλέγει στο ρεπερτόριο του αυτό το έργο του οποίου η θεατρική μεταφορά δεν είναι αυτονόητη. Αν και κάθε μεταφορά πάντα υπολείπεται του αφηγηματικού προτύπου καθώς εδώ ο συγγραφέας, αφού εισάγει με λεπτομέρειες τα πρόσωπά του, τα αφήνει να μιλήσουν και αφού μιλήσουν, «επιδοκιμάζει» το λόγο τους μέσα από τη διαθλαστική ευφυΐα του. Η διασκευή του Διονύση Καψάλη δημιουργεί άρτιο θεατρικό έργο αξιοποιώντας τα κομβικά σημεία του μυθιστορήματος.
     Η σκηνοθεσία της Νατάσας Τριανταφύλλη φωτίζει το εστιακό σημείο της δράσης, τις μορφές, τις καταστάσεις, τις διαπλοκές και τους έντονους προβληματισμούς που ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη όταν αυτή έρχεται αντιμέτωπη με το απόλυτο αδιέξοδο. Το σκοτεινό αγγίζει το μακάβριο στο ψυχρό φως ενός φάσματος θανάτου με επεκτατικές ικανότητες. Ό, τι συμβαίνει πάνω στο σανίδι μοιάζει συνέχεια μιας εξωσκηνικής πραγματικότητας που δραματοποιείται ανασύροντας απ’ τον ρεαλισμό της συνειδήσεως του θεατή τον λυρισμό μιας ποιητικής σύλληψης του κόσμου.
      Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη με το λευκό επιμεριζόμενο βαμβάκι στο δάπεδο παραπέμπει, σε επίπεδο σημαινόντων, σε Σιβηρικό τοπίο. Οι διαρκείς «αναθεωρήσεις» του σκηνικού χώρου σηματοδοτούν την εξέλιξη της πλοκής. Καλαίσθητα τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Η μουσική της Μόνικα και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου παρεμβαίνουν συναισθηματικά στις καταστάσεις εστιάζοντας στη λεπτομέρεια.     
    Συνολικά, η κυρία Τριανταφύλλη δημιουργεί μια παράσταση προσεγμένης αισθητικής και σε αναλογίες ρυθμικών εναλλαγών χάρη στις οποίες ο κάθε ηθοποιός έχει την άνεση να «αναπνεύσει» για να συνθέσει τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά του ρόλου του.
    Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ενσαρκώνει τον Φιοντόρ Παύλοβιτς Καραμάζοφ ακολουθώντας τις ατραπούς μιας υποκριτικής της ακρίβειας και της λεπτομέρειας. Ο κύριος Γεωργακόπουλος απλώνει την ερμηνεία του σε επίπεδα πολλαπλών και ιδιαζόντων θεματικών σε συνάρτηση με δομικές κατασκευές του λόγου και της σκηνικής δραστηριότητας. Ο πατέρας του Λάζαρου Γεωργακόπουλου απογειώνει το πρόσωπο και κατευθύνει το βλέμμα του θεατή στον εκτός σκηνής ήρωα, όπως τον επεξεργάζεται στη μυθιστορία του ο Ρώσος συγγραφέας. Με άλλα λόγια, ο ηθοποιός δημιουργεί μια έξοχη σε χρωματισμούς παλέτα εστιάζοντας εντούτοις στην απόχρωση δια της οποίας σχολιάζεται φιλοσοφικά το εκφυλισμένο αρχέτυπο του πατέρα στην ετοιμόρροπη εκδοχή του.
     Ο Αλιόσα του Μελέτη Ηλία αποτελεί παράδειγμα μιας εξαϋλωμένης ύπαρξης που αναζητεί ερείσματα ισορροπίας ανάμεσα στο εγώ του ήρωα και στις υπέρτερες δυνάμεις που περιστρέφονται γύρω του. Ο κύριος Ηλίας με την υποκριτική του διάνοια κατορθώνει να δείξει το «αληθινό» πρόσωπο του Αλιόσα, εκείνο που τον τοποθετεί αντιμέτωπο με την αταξία γύρω του.
     Με εκφραστική ευκρίνεια ο Μπάμπης Γαλιατσάτος ερμηνεύει τους ρόλους του Ρακίτιν και του Σμερντιακόφ ώστε να αποδίδεται ένα ολοκλήρωμα χαρακτήρα χωρίς τη συγκινησιακή παράμετρο που διεγείρει την ομοιοπαθητική λειτουργία του αναφορικού πλαισίου. Ως Μίτια, ο Αινείας Τσαμάτης υπογραμμίζει με την κίνηση και τη ρυθμική του άνεση τις εναλλαγές της εσωτερικής διαλεκτικής του χαρακτήρα. Στο ρόλο του Ιβάν, ο Αντίνοος Αλμπάνης ακολουθεί εξωτερικές εκδηλώσεις, σημεία δηλαδή που δηλώνουν τον προσανατολισμό του προσώπου κι όχι το βάθος των ιδιοτήτων του ήρωα. Η Βασιλική Τρουφάκου, ως Κατερίνα Ιβάνοβνα, δίνει ακροθιγώς κάποιες διαχειριστικού χαρακτήρα λεπτομέρειες στο θεατρικό πρόσωπο. Με παλλόμενη ένταση, στη γνώριμη υποκριτική της υφολογία, η Λένα Παπαληγούρα σχηματοποιεί όσο χρειάζεται τη φιγούρα της Γκρούσενκα για να κάνει διακριτές τις αντικρουόμενες πτυχές ενός εύφλεκτου υλικού.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

«Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη στο Θέατρο «Αγγέλων Βήμα»

    Το νέο θεατρικό έργο της Χρύσας Σπηλιώτη με τίτλο «Πόρτες» αναδεικνύει έναν ενδότερο εσωτερικό κόσμο που αιωρείται ανάμεσα στην αίσθηση και την παραίσθηση. Το κομβικό σημείο «πόρτα» ως σημαίνον δημιουργεί την εικόνα ενός εν κινήσει ρυθμού ενώ το σημαινόμενο, που στην ουσία δεν είναι ένα, οδηγεί σε διαύλους υπερβατικότητας. Σημειωτέον ότι το αντικείμενο «πόρτα» σηματοδοτεί την μετάβαση από ένα χώρο σ’ έναν άλλο συμπαρασύροντας την έννοια του χωροχρόνου, ο οποίος ορίζεται μεταξύ του πριν και του μετά. Η υπόθεση με την οποία ασχολείται η Χρύσα Σπηλιώτη στο τελευταίο της έργο, εστιάζει πράγματι σε μια εσωτερικής σημασίας διαδικασία, που αναλώνεται ανάμεσα στο ούπω και στο ουκέτι. Έτσι, καταδεικνύει τη διαδρομή που συνδέει τον εσωτερικό κόσμο των αναζητήσεων του ανθρώπου με την κοινωνικά επικυρωμένη ύπαρξη.
      Η Νίκη, πρωταγωνίστρια του έργου, αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη/θεατή/ακροατή σε χώρους όπου διατρίβει το μυστικό, η αυταπάτη και το ψέμα. Εξάλλου, η ηρωίδα επιχειρεί μια βύθιση στο «εγώ» για να συναντήσει εν τέλει τη συμπλεγματική υπόσταση του εαυτού παραπέμποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια ενδότερη ανάγκη να διαφανεί η αιτία του φόβου που μεταλλάσσεται σε φοβία και αποτελεί τροχοπέδη στις σχέσεις της με τον κοινωνικό περίγυρο. Εντούτοις, η υφολογία του έργου ταλαντεύεται ανάμεσα σε δραματικές και κωμικές αποχρώσεις του λόγου. Η κυρία Σπηλιώτη κινεί ταχύρρυθμα την παλέτα των εννοιολογημάτων που χρησιμοποιεί για να χρωματίσει εντονότερα τις εναλλαγές μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Οι αναζητήσεις της Νίκης αποκαλύπτονται σταδιακά καθώς η ηρωίδα ξετυλίγει το κουβάρι των επώδυνων αναμνήσεων ξαπλωμένη στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή της.
      Οι φιγούρες της μητέρας, του πατέρα, του παππού, της γιαγιάς και του Πέτρου, του αγαπημένου της Νίκης, στροβιλίζονται σαν δορυφόροι εξυπηρετώντας τη δέση και τη λύση του έργου μέσα από περιστατικά δια των οποίων αναδεικνύεται η πάλη της ηρωίδας να κατανοήσει και στη συνέχεια να ξεπεράσει τη φοβία που της δημιουργεί το πέρασμα μιας πόρτας. Εν κατακλείδι, η πόρτα στο έργο της Χρύσας Σπηλιώτη ταυτίζεται με ένα αντικείμενο – διαδικασία που καλύπτει το άγνωστο, το απροσπέλαστο, τη δυσκολία εισόδου σ’ έναν άλλο έτερο χώρο και την κατάκτηση του ανοίκειου.
     Η σκηνοθεσία του Αυγουστίνου Ρεμούνδου θέτει σε λειτουργία έναν εύστοχα γρήγορο ρυθμό στις στιχομυθίες και αναδεικνύει τις κωμικές νότες του κειμένου. Άλλωστε, το σκηνικό του Τόλη Τατόλα λειτουργεί πολλαπλασιαστικά του σημείου «πόρτα» τόσο στο σημαίνον όσο και στα σημαινόμενα. Με άλλα λόγια, το σκηνικό αποτελείται από τέσσερις περιστρεφόμενες πόρτες που παραπέμπουν στην πολυδιάσπαση του «εγώ» της ηρωίδας υπογραμμίζοντας παράλληλα μέσα από την εξελικτική της πορεία τις σχέσεις της με τους άλλους.
      Τα κοστούμια της Θάλειας Τσίγκου, οι χορογραφίες της Κάτιας Σαβράμη και οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη, οι οποίοι σχολιάζουν με την προβολή ασπρόμαυρων εικόνων τα επεισόδια της δράσης, ευθυγραμμίζονται με τη σκηνοθετική ανάγνωση.
      Η Ευγενία Αποστόλου υποδύεται χαρακτηριστικά και με άνεση τη Νίκη, τη μητέρα και τη γιαγιά. Η κυρία Αποστόλου κατορθώνει να επικοινωνήσει στον θεατή τρία αρχετυπικά μεγέθη τα οποία χειρίζεται με την απαιτούμενη από την θεματική δραματικότητα αλλά και με ελαφρούς ελιγμούς που διατηρούν ανέπαφο το πρόσωπο και το προσωπείο της ηρωίδας. Ομοίως η ηθοποιός, ευέλικτη στη σκηνή, αποδίδει με ακρίβεια τα εξέχοντα στιγμιότυπα που συνδέουν την ηρωίδα με το ισχυρό φύλο ισορροπώντας ανάμεσα στη «φεμινιστική» πλευρά του έργου και στην ενδεχόμενη επικριτική ματιά της συγγραφέως απέναντι στους άνδρες.
      Ο Σπύρος Βάρελης (Ψυχαναλυτής, Σερβιτόρος, Παππούς) και ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος (Πέτρος, Μπαμπάς Νίκης, Εραστής Γιαγιάς, Αγόρι) ανταποκρίνονται επάξια στις προσδοκίες του κοινού που αναμένει την αποκαλυπτική επίδειξη της ανδρικής ψυχοσύνθεσης. Οι επί σκηνής μεταμορφώσεις των δύο ηθοποιών επιτρέπουν την κατάδειξη της σπουδαιότητας των ρόλων. 
         Εξαιρετικό το video art της παράστασης που υπογράφουν ο Γιώργος Συμεωνίδης και η Άρτεμις Σταθάκου (gcl.dp productions).