Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

«Συγγνώμη» της Μάρτα Μπουτσάκα στο Θέατρο «Σταθμός»

        Το bullying, η έξαρση της βίας και οι διάφορες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς διαθέτουν μακρά ιστορία στις παραστατικές τέχνες και τον κινηματογράφο και με την έννοια αυτή έχουν, ανάμεσα στα άλλα, εμπνεύσει αριστουργηματικά έργα. Τον όρο bullying, λέξη που επρόκειτο να αποβεί εμβληματικά μοιραία, τον βρίσκουμε σε θεωρητικά κείμενα της Βιρτζίνια Γουλφ. Πάντως για την ιστορία υπενθυμίζω τον «Πόλεμο των κουμπιών» του Λουί Περγκώ, που έδωσε μια οριακά πρωτότυπη άποψη για το εν λόγω θέμα, την «Ιστορία της βίας», όπου ένα αθώο παιδί εξελίσσεται σε επικίνδυνο όταν εκεί το εξωθούν οι συνθήκες και φυσικά τους «Νταήδες» του Λάρι Κλαρκ, ταινία βασισμένη σε αληθινό περιστατικό, τον άγριο φόνο του εφήβου Μπόμπι Κεντ από τον παιδικό του φίλο Μάρτι και την παρέα τους. Μέγα επίτευγμα το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Κιούμπρικ αλλά και το «Los Olvidados» του Μπουνιουέλ. Και φυσικά πολλά ακόμη. Περιττό ίσως να αναφέρω ότι η βία προϋπάρχει του πολιτισμού και προάγει την έχθρα του ανθρώπου στον άνθρωπο. Άλλωστε το Κράτος, η Βία και ο Ζήλος είναι τέκνα του Δία στον Αρχαίο Κόσμο και ο Προμηθέας είναι δέσμιος της Βίας στο έργο του Αισχύλου.
       Το έργο της 37χρονης Καταλανής συγγραφέα Μάρτα Μπουτσάκα, με τον τίτλο «Plastilina» (2007), αποτελεί ένα ακόμη κείμενο με θέμα τη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, μέσα από σύγχρονες τεχνικές γραφής, γνώριμες και προβλέψιμες ως προς την ανάπτυξή τους. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα χιλιοπαιγμένο family story. Το αποτέλεσμα είναι μια σωρεία κοινοτοπιών, αδύναμο εν τέλει να καταθέσει σημαντική δραματική μαρτυρία. Τουλάχιστον έτσι όπως το παρακολουθούμε από την ελεύθερη διασκευή που υπογράφουν η Άννα Αδριανού και ο Γιάννης Μπότσης, στηριζόμενοι στη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ, ο θεατής αναγνωρίζει εύκολα πολλαπλές παρεμφερείς δραματικές καταστάσεις. Και ενώ ο αρχικός τίτλος «Πλαστελίνη» (ας θυμηθούμε το ομότιτλο έργο του Ρώσου Βασίλι Σίγκαρεφ γραμμένο το 2001 με θέμα τη βία στην εφηβεία) παρουσιάζει ενδιαφέρον με τη συνειρμική του διάσταση (ο θεατής «πλάθει» τη δική του εκδοχή για όσα διαδραματίζονται), ο τίτλος της διασκευής, «Συγγνώμη», δεν κατορθώνει να δικαιώσει τις προθέσεις αυτής της προσαρμογής. Δεν υπογραμμίζεται ούτε αναπτύσσεται πουθενά στο νέο κείμενο η έννοια της αγάπης ούτε και εκείνη της συγχώρεσης.  Η διασκευή ακολουθεί τη νοοτροπία τηλεοπτικών σειρών, αναλύεται επιδερμικά, πεζά, χωρίς εκπλήξεις αλλά και χωρίς ίχνος λογοτεχνικότητας.
       Οι ερμηνείες των ηθοποιών επιλέγουν ένα σχηματικό πλαίσιο υποστήριξης των ρόλων χωρίς να καταφέρνουν να «απλωθούν» πέρα από την ψυχολογική διάθεση της δραματικής κατάστασης ώστε το περιστατικό να αναδειχτεί σε παράδειγμα. Η Άννα Αδριανού υποδύεται μονοδιάστατα τη μάνα της ταλαίπωρης οικογένειας που ο γιος της βγήκε φονιάς. Η ηθοποιός δεν μπορεί να ακολουθήσει τον σκηνοθέτη που προτείνει επιταχυνόμενους ρυθμούς για να αποφύγει τον νατουραλισμό του κειμένου. Ο Τάκης Τζαμαργιάς ζητά ακριβώς να ξεσπιτώσει το οικείο, να καθαίρει τον χώρο από τα αντικείμενα – έπιπλα του καθ’ ημέραν βίου, ενώ παράλληλα προτείνει ενδιαφέρουσες λύσεις όπως το εύρημα με το ψωμί που εμβαπτίζεται στο κρασί. Σχηματικές και καθηλωμένες σε ομοιομορφίες οι ερμηνείες των Λεωνίδα Κακούρη (Πατέρας), Γιώργου Βουβάκη (Αρνάου), Ρένου Ρώτα (Μαρκ), Στέφανου Οικονόμου (Πάου), Αγγελικής Πασπαλιάρη (Λάλι) και Φανής Γεωργακοπούλου (Λάουρα). Επισημαίνουμε τέλος την προσεγμένη όψη της παράστασης, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Δήμου Κλιμενώφ, την κίνηση της Αλίκης Καζούρη, το ηχητικό περιβάλλον του Κώστα Βόμβολου και τους φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου.