Η θεατρική γραφή του Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ, γνωστού
τηλεοπτικού σεναριογράφου της Ισπανίας, ακολουθεί έναν τρόπο γλωσσικής εκφοράς
φιλμικού χαρακτήρα, στηριζόμενη εν πολλοίς στο ελλειπτικό της εν γένει λεκτικής
εκφράσεως. Ο Καταλανός συγγραφέας δημιουργεί ήρωες – σιλουέτες ιδεών και
συναισθημάτων, που εικονοποιούνται στο ελάχιστο διάκενο των φωτοσκιάσεων της
προβολής μιας ορισμένης καταστάσεως περιορισμένης εμβέλειας.
Μελόδραμα δωματίου θα χαρακτήριζα το
θεατρικό έργο του, «Δύο γυναίκες
χορεύουν» (2009), παρόλο που οι επιδέξια γραμμένοι λεκτικοί διαξιφισμοί των
προσώπων επιδέχονται με τις πολλαπλές συναισθηματικές τους αποχρώσεις,
περισσότερους του ενός χαρακτηρισμούς. Ο συγγραφέας, που δείχνει να γνωρίζει
καλά το παιχνίδι της συνδιαλεκτικής ενοχής και των ανατροπών, δεν προϊδεάζει
τον αναγνώστη/θεατή για τη μοιραία κατάληξη των ηρώων του. Οι δύο γυναίκες
αναπτύσσουν βάσει ενός δεμένου και ταχύρρυθμου μέτρου, τις θέσεις και τις
σκέψεις τους, εκθέτουν τα βιώματά τους κι αποκαλύπτουν βαθμιαία το μυστικό
παρελθόν τους, εξελισσόμενες σε σχηματικά πλαίσια δράσεως, ανάλαφρα αλλά
αποτελεσματικά.
Στο εσωτερικό ενός σπιτιού το οποίο
αποπνέει παρακμή και εγκατάλειψη, μια ηλικιωμένη και μια νεαρή γυναίκα έρχονται
αντιμέτωπες με το παρελθόν που εξακολουθεί να στοιχειώνει και να ορίζει το
παρόν τους. Ο συγγραφέας δείχνει μέσα από τον μικρόκοσμο του έργου του, ότι η
καθημερινότητα είναι εξίσου αβάσταχτη με το βάρος των επιλογών και των μεγάλων
προσδοκιών του ανθρώπου. Καμία από τις δύο γυναίκες δεν νοιώθει ευτυχισμένη,
δεν βρίσκει νόημα στη ζωή της, δεν περιμένει δικαίωση για την ύπαρξή της, δεν
ελπίζει σ’ ένα καλύτερο αύριο, δεν πιστεύει στην πιθανότητα μιας ανατροπής. Και
η συνύπαρξη με τον Άλλο, τον ξένο, τον διαφορετικό, δεν είναι μια εύκολη
υπόθεση. Συνήθως ακολουθεί η σύγκρουση με αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του
αντιπάλου και την ανακήρυξη του νικητή. Σε μια ιδανική εκδοχή έρχεται η
συμφιλίωση που οδηγεί στη συμβίωση. Άλλωστε, όπως συχνά λέγεται, τα ετερώνυμα
έλκονται.
Οι δύο γυναίκες του Ζουρνέτ δεν επιλέγουν
τον δρόμο κανενός συμβιβασμού και αποφασίζουν από κοινού να δώσουν τέρμα στη
ζωή τους. Με τον τρόπο που χειρίζεται ο συγγραφέας αυτή την απαισιόδοξη και
τελεσίδικη κορύφωση, δεν φορτίζεται αρνητικά η ατμόσφαιρα του έργου βυθίζοντας
τον θεατή στην απελπισία. Ο χορός των δύο γυναικών ανάγεται σε τρυφερή πράξη
λύτρωσης και η αυτοχειρία, επιλογή που δεν προκαλεί αποστροφή.
Η σκηνοθεσία του Τάσου Ιορδανίδη αναδεικνύει το έργο του συγγραφέα φωτίζοντας το
εστιακό σημείο. Ο κύριος Ιορδανίδης εκμεταλλεύεται κάθε λεπτομέρεια των δύο χαρακτήρων
του έργου, αποκομίζοντας απ’ την εύστοχη τοποθέτηση των δρώντων ρυθμική
αρμονία. Έτσι, δημιουργεί έναν ευσύνοπτο κόσμο, σε αναλογίες ρυθμικών εναλλαγών
χάρη στις οποίες οι δύο ηθοποιοί έχουν την άνεση να συνθέσουν τα δεσπόζοντα
χαρακτηριστικά των ρόλων τους.
Η Χρυσούλα
Διαβάτη και η Θάλεια Ματίκα ανταποκρίνονται
με υποδειγματική σκηνική ενάργεια στις απαιτήσεις των συνδιαλεκτικών
αντιστίξεων καθώς φέρνουν τις ηρωίδες σε απόσταση αναπνοής από το κοινό,
χαρίζοντάς του μια υποκριτική της αμεσότητας και της φορτισμένης συγκινησιακά
ακρίβειας. Η ερμηνεία των δύο ηθοποιών εμφανίζεται στη σκηνή ως πράξη
αλληλοσυμπληρώσεως. Δημιουργείται δηλαδή μια αίσθηση δύο εγώ σε σύγκρουση: το
ένα ωθεί τα πράγματα στα άκρα ενώ την ίδια στιγμή το άλλο προσπαθεί να
εκτονώσει τη συσσώρευση οργής απογειώνοντας έτσι την κορύφωση του σασπένς. Τόσο
η κυρία Διαβάτη όσο και η κυρία Ματίκα συνιστούν καταλυτικής αξίας ζεύγος
δυνάμεων, ενσαρκώνοντας αρμονικά τις παλινδρομήσεις στο δυναμικό πεδίο ασκήσεως
μιας κεντρομόλου και μιας φυγόκεντρης δύναμης σε παράλληλη συνεύρεση.