Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

Φοβάστε τον θάνατο;


Δεν πιστεύω στον παράδεισο. Καθόλου.
Και μετά το θάνατο τι απομένει; Με ρωτάς.
Τίποτε. Μόνο οι ζωντανοί που χαμογελούν ο ένας στον άλλο.
Που θυμούνται.
Εσάς ποιος θα σας θυμηθεί; Με ρωτάς. Πάντα πληθυντικός.
Οι νεαροί αναγνώστες. Οι μικροί μαθητές.
Τι σας απασχολεί; Με ρωτάς. Όλο με ρωτάς.

Marguerite Duras

Ηγετική φυσιογνωμία στο γαλλικό «Νέο Μυθιστόρημα», θεατρική συγγραφέας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, η Marguerite Duras, ψευδώνυμο της Marguerite Donnadieu (1914-1996) έθιξε μέσα από το αινιγματικό, διφορούμενο και συχνά ελιτίστικο ύφος της, την αλλοτρίωση, το ανέφικτο της ανθρώπινης επικοινωνίας, την άκαρπη προσπάθεια ιδανικής ερωτικής συμφιλίωσης, τη ματαιότητα του βίου και το φόβο για το άγνωστο του θανάτου.
Στο τελευταίο, αυτοβιογραφικών αναφορών, βιβλίο της που έχει τον τίτλο «C’est tout» (1995), με το γνωστό αποσπασματικό και ελλειπτικό τρόπο γραφής (σημειώσεις ή ημερολογιακές εγγραφές) και με αφορμή την ερωτική της σχέση με το νεότερο γραμματέα της Γιαν Αντρέα Στάινερ, η συγγραφέας κλείνει τους λογαριασμούς της με τη λογοτεχνία και μέσα από έναν απολογισμό, ξεδιπλώνει απαισιόδοξα τις εσωτερικές της ανησυχίες για την ανεξιχνίαστη φύση του έρωτα. Από τον έρωτα, πηγή ζωής, ελευθερίας και έμπνευσης αντλεί το αντίδοτο απέναντι στους φόβους : στη φθορά, στην εκμηδένιση και στο αναπόφευκτο της ύστατης ώρας. Λέξεις και σιωπές, κριτική και αυτοκριτική, αλήθεια και ψέμα.
Η χαρά της ζωής, η ηδονή και το χιούμορ σε αντιπαράθεση με τον πόνο της απώλειας και την αγωνία του θανάτου, συνθέτουν το συναισθηματικό τοπίο, μέσα στο οποίο η Γαλλίδα δημιουργός ακροβατεί, γνωρίζοντας βαθειά πως η λύτρωση συχνά είναι η τελική πράξη δικαίωσης ενός αγώνα ζωής και θανάτου.
Το γραπτό της Marguerite Duras, μια λυρική καταγραφή προσωπικών βιωμάτων, συγκινητικά λιτό και λακωνικό αλλά πυκνών νοηματικών συνειρμών, μοιάζει μ’ ένα λεπτοφυή επίλογο στο τέλος μιας μακριάς και μεστής διαδρομής. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από την Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή (εκδόσεις Εξάντας) με τον τίτλο «Τελεία και παύλα». Αν και δεν πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά και αντιπροσωπευτικά δείγματα γραφής της, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία μιας ιδιότυπης μονολογικής performance.

Η Παράσταση
Ο Γιώργος Γιανναράκος διασκεύασε το κείμενο και από σκόρπιες φράσεις, διαμόρφωσε διαλόγους που εκφωνούνται από μαγνητόφωνο. Ερωτήσεις και απαντήσεις, λέξεις και φράσεις επαναλαμβάνονται για να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο σύστημα σημειακών και σημασιακών πλεγμάτων. Ο θεατής συνδέεται με την αισθητική ενότητα, στην οποία συγχωνεύονται ευεργετικά το ύφος και η θεματική του αρχικού κειμένου. Η εύστοχη απόδοση του τίτλου, «Και μετά τίποτε», δίνει έμφαση στην κοσμοαντίληψη της συγγραφέως και υπογραμμίζει την έμμονη ιδέα του τέλους. («Όλα είναι ματαιότης και ανεμοσκορπίσματα»).
Ο κύριος Γιανναράκος ταξινομεί με μαεστρία το σχεδόν παραληρηματικό λόγο της Marguerite Duras κατορθώνοντας ν’ αναδείξει την κρυμμένη ανατρεπτικότητα των λέξεων που μετατρέπονται σε ζωηρόχρωμες εικόνες. Η παρουσία-απουσία του εραστή, ως προσώπου πολλαπλών αναφορών του έργου και το διαρκές παιχνίδι ρόλων δημιουργούν στο θεατή την αίσθηση αλλά και την ψευδαίσθηση ότι παρακολουθεί μπροστά του, ολάνοιχτους ψυχισμούς.
Οι φωτισμοί του Αντώνη Συμεωνάκη, το κερί που λιώνει και η αντανάκλαση του ειδώλου της ηρωίδας στον καθρέφτη σε συνδυασμό με τη μουσική υπόκρουση του Δημήτρη Μαυρομάτη και την εκφώνηση φράσεων στη γαλλική γλώσσα, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που δίνει στο σύνολο των τεκταινομένων ένα στοιχείο ονειροφαντασίας.
Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε ο Στέλιος Ρουκουνάκης (ανάκλιντρο, γραφείο, κολλάζ από φωτογραφίες που κρέμονται μισοσκισμένες στους τοίχους) λειτουργεί σαν χώρος εξομολογήσεων, αναμνήσεων και ονείρων αλλά και σαν χωρόχρονος ενός ατέρμονου στροβιλισμού φιγούρων με έντονο στυλιζάρισμα. Ο κύριος Ρουκουνάκης προσαρμόζεται στο πνεύμα της σκηνικής σύνθεσης και επιμελείται και τα κοστούμια με επιλογές που ενισχύουν σε καίρια σημεία το «μήνυμα» του λόγου.
Με εκφραστικές εναλλαγές και κινήσεις ακρίβειας, η Ολύνα Ξενοπούλου ενσαρκώνει την ηρωίδα, που δεν είναι άλλη από την ίδια τη συγγραφέα. Η κυρία Ξενοπούλου χειρίζεται επιδέξια τις στιγμές των εκρήξεων και τον τρόπο με τον οποίο κορυφώνει, σχεδόν αναπάντεχα, τις εντάσεις του ρόλου της.
Από την παραγωγή της παράστασης απουσιάζει έντονα ένα καλαίσθητο και πολυσέλιδο πρόγραμμα με κείμενα γύρω από το έργο της πολυσχιδούς προσωπικότητας της Marguerite Duras, φωτογραφικό υλικό και παραστασιογραφία, την επιμέλεια του οποίου θα μπορούσε ν’ αναλάβει ένας καταρτισμένος θεατρολόγος.

Η ύπαρξη μου
είχε ξεχειλίσει
από ευδαιμονία.
Δεν άντεχα πια
ούτε το γαλάζιο του ουρανού
ούτε το πράσινο των ματιών σου
ούτε τα τραγούδια της θάλασσας
ούτε τους ήχους της φωνής σου
ούτε τις κραυγές της σιωπής
ούτε τα ρίγη της ηδονής.

(απόσπασμα από ποίημα της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου)

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Και μετά τίποτε» («C’est tout»)
Παράσταση εμπνευσμένη από το βιβλίο της Marguerite Duras
Από το «Θέατρο χωρίς σύνορα»
Μετάφραση : Αλέξανδρος Θαλασσινός
Δραματουργική επεξεργασία-Σκηνοθεσία : Γιώργος Γιανναράκος
Κοστούμια-Σκηνικός Χώρος : Στέλιος Ρουκουνάκης
Μουσική : Δημήτρης Μαυρομάτης
Φωτισμοί-Φωτογραφία : Αντώνης Συμεωνάκης
Το μονόλογο ερμηνεύει η Ολύνα Ξενοπούλου

BOOZE COOPERATIVA
Κολοκοτρώνη 57, τηλ. 210 32 40 944
Δευτέρα-Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.30
Μέχρι 15/6