Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

«Απαλλαγή» της Λίντα Μακλίν στο θέατρο Altera Pars



Κλαιρ: Ο Κένυ με θεωρεί απρόσεκτη, Φρανκ. Δεν πιστεύει στη σωστή στιγμή. Ή στο σωστό μέρος. Πιστεύει ότι οι μέρες έρχονται μόνο μια φορά. Και οι άνθρωποι δεν πάνε ποτέ πίσω. Δεν ξέρει ότι είμαστε όλοι μαγνήτες ο ένας για τον άλλον.



(Απόσπασμα του έργου)



Στα θεατρικά της Λίντα Μακλίν το παρελθόν δεν είναι μακρινός τόπος, αλλά ζωντανή παρουσία που διαμορφώνει τη συμπεριφορά των προσώπων, όσο κι αν προσπαθούν να προχωρήσουν πέρα απ’ αυτήν. Στο πρώτο πολύπρακτο έργο της, την «Απαλλαγή» («Riddance»), ένα ψυχολογικό θρίλερ που γράφτηκε και ανέβηκε το 1999, η Σκωτσέζα συγγραφέας πραγματοποιεί ένα ταξίδι στην τραυματική παιδική ηλικία τριών παλιών φίλων, αποκαλύπτοντας στον θεατή τα μυστικά του παρελθόντος μόνο όταν η ιστορία πλησιάζει στο τέλος της.


Στην Ελλάδα, το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2010, σε μετάφραση Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη και σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας, από τη Θεατρική Εταιρεία Πράξη.


Ο Κένυ, η Κλαιρ και ο Φρανκ ζουν μέσα στη σιωπή και την άρνηση, αλλά ο φόβος που τους οδηγεί έχει τις ρίζες του στο κοινό παρελθόν τους. Επώδυνες πληγές που ο χρόνος δεν κατόρθωσε να επουλώσει, έχουν μετατρέψει το Φρανκ σ’ ένα άτομο ψυχαναγκαστικό και τρομαγμένο. Η άρνησή του να έρθει αντιμέτωπος με την πηγή που προκάλεσε το κακό, τον σπρώχνει στην εσωστρέφεια και στον εγκλεισμό. Η μανιακή καταδίωξη της σκόνης και της βρωμιάς, αποτελεί τον δικό του τρόπο να παλέψει με τους δαίμονες του ώστε να βρει σωτήρια διέξοδο. Κλειδωμένος κυριολεκτικά στο σπίτι του δέχεται ν’ ανοίξει την πόρτα μόνο σε όσους γνωρίζουν το συνθηματικό χτύπημα.


Έγκυος στα δεκαπέντε της, η Κλαιρ εγκατέλειψε τον Φρανκ, τον απρόθυμο πατέρα, αν και τον αγαπούσε υπερβολικά, και έδωσε το βρέφος για υιοθεσία. Η ανάμνηση του βίαιου, αλκοολικού πατέρα στοιχειώνει την ενήλικη ζωή του Φρανκ και ο δρόμος προς τη λήθη δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Πόσο εύκολο είναι για τους τρεις τους μέσα από μια τυχαία συνεύρεση να απαλλαγούν οριστικά από τα λάθη του παρελθόντος που ματαίωσαν τα νεανικά όνειρα, και να σχεδιάσουν το μέλλον;


Ο Πέτρος Αλατζάς ενσάρκωσε τον Κένυ με συνέπεια, υποκριτικό ήθος και μέτρο αποδίδοντας έναν ρόλο που εύκολα θα μπορούσε να γίνει σχήμα. Ο κύριος Αλατζάς ανέδειξε τις κρυμμένες αποχρώσεις του ήρωα με μεστότητα, αλήθεια και συγκίνηση. Ο ταλαντούχος ηθοποιός διατήρησε μια θαυμάσια ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και την δραματικότητα ενώ ταυτόχρονα έκανε αισθητή τη σκηνική του παρουσία χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους υπερβολή.


Η Ειρήνη Βογιατζή στο ρόλο της Κλαίρ ήταν συγκινητική αλλά και κάπως σχηματική, με προβληματική τοποθέτηση φωνής που προσέδιδε στον κατά τα άλλα καθαρά αγγλοσαξωνικό χαρακτήρα της ηρωίδας, μια δόση μεσογειακής υστερίας.


Ο Άντονυ Μπερκ απέδωσε τον ρόλο του Φρανκ, με αμεσότητα και ρεαλισμό, αναπτύσσοντας τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα του και υποστηρίζοντας ενεργά μια στιβαρή σκηνική παρουσία. Ο κύριος Μπερκ είχε εξαιρετικές εξάρσεις αλλά και κάποιες στιγμές αμηχανίας που υπονόμευαν την ποιότητα της ερμηνείας του.


Η σκηνοθεσία της Πέπης Μοσχοβάκου είναι πιστή στο κείμενο και στην ουσία ακολουθεί τις ανάγκες του χωρίς υπερβολές αλλά και χωρίς διαφυγές. Χρειάζεται ακόμα να σφίξει τους ρυθμούς της και να αναδείξει μέσα από κάποιες σκηνικές ανατροπές, τις σκηνές έντασης. Ωστόσο, η κυρία Μοσχοβάκου έχει κατευθύνει στιβαρά τους ηθοποιούς της και έχει κατορθώσει ν’ αναδείξει το συγκινησιακό φορτίο των χαρακτήρων.


Τα σκηνικά της Λαμπρινής Καρδαρά είναι αισθητικά ενδιαφέροντα και προσδίδουν στην παράσταση μια υπερφυσική ατμόσφαιρα που αποκαλύπτει τις υπόγειες παρορμήσεις της συγγραφέως. Τα κοστούμια που επιμελείται η κυρία Καρδαρά εκπληρώνουν το στόχο τους χωρίς να διαθέτουν όμως την ανάλογη έμπνευση.


Στα θετικά εγγράφονται η μουσική του Γιάννη Μπαρούτη και οι καίριοι φωτισμοί που παγώνουν τη λεπτομέρεια.


Η μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου – Παγκουρέλη προσφέρει τον καμβά για την ανάπτυξη της δράσης και είναι ζωντανή, ρέουσα και δυναμική, ενώ προσαρμόζεται απόλυτα στα δραματουργικά δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας και στο ρεαλιστικό υπόβαθρο των διαλόγων.


Σε γενικές γραμμές, η παράσταση είναι πολύ ενδιαφέρουσα αλλά κάπως ρευστή, χωρίς εκείνο το απαραίτητο νεύρο και την υποβόσκουσα απειλή που θα κρατούσε τον θεατή σε εγρήγορση. Στο φινάλε ωστόσο οι ρυθμοί σφίγγουν κι οι ηθοποιοί αποδίδουν στο έπακρο προσφέροντας μας στιγμές αυθεντικής θεατρικής απόλαυσης.