Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

«Η Αγνή του Θεού» του John Pielmeier στο Θέατρο «Αλκμήνη»

       Σε μια μονοσήμαντη ερώτηση – απορία που θα μπορούσε να απαντηθεί με μια λέξη, ένα όνομα, ο Αμερικανός συγγραφέας John Pielmeier στήνει ένα δράμα πάνω στην αμφισβήτηση, με τίτλο «Η Αγνή του Θεού» («Agnes of God», 1979). Η απορία έγκειται στο ποιος κατέστησε έγκυο μια νεαρή μοναχή και εν συνεχεία ποιος φόνευσε το βρέφος σ’ ένα καλάθι απορριμμάτων. Η έρευνα που διεξάγει η διορισμένη ψυχίατρος στο μοναστήρι (με τη μέθοδο του εν υπνώσει συνειρμού) ύστερα από αγωνιώδη έλεγχο, θα καταδείξει τον «φονέα», δεν θα καταλήξει όμως στον πρωταίτιο, δηλαδή τον σπορέα του βρέφους. Ποιος είναι εκείνος που έχει λεηλατήσει την παρθενία της νέας, χωρίς όμως και να το έχει «πράξει»;
      Η αμφισβήτηση έγκειται ανάμεσα στην παραπαίουσα επιστήμη και την πίστη στον Θεό. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια μονόπλευρη πάλη ανάμεσα στον θρησκευτικό σκοταδισμό και την εγκυρότητα των δεδομένων της επιστήμης. Αφού και τα δύο αμφισβητούνται ή αποδεικνύονται ανεπαρκή για να δώσουν απάντηση σ’ ένα ερώτημα, του οποίου η εγγενής δομή παραμένει άτεγκτη, ιδρύοντας την αμφισημία ως πρωτουργό στον προβληματισμό. Πάντως η έρευνα της ψυχιάτρου που εγκαινιάζει σκληρό διάλογο με την νέα μοναχή (η οποία έχει ξενίσει σπόρο αγνώστου ανδρός στον κόλπο της) θα κατέληγε στην παραπομπή της μητροκτόνου στη δικαιοσύνη. Το πρόβλημα παραμένει, όπως και η ενοχή που υπερβαίνει την αλήθεια. Έτσι ενώ ο διάλογος είναι οξύς και ανατρεπτικός, κανείς δεν μπορεί να δικάσει κανέναν. Η Αγνή του Θεού άραγε φόνευσε το ανεπιθύμητο βρέφος; Ποιος όμως είναι ο πραγματικός θύτης; Ο σκοταδισμός ή μήπως η ανεπάρκεια της επιστήμης ή η υπεροπλία της φύσης που έχει πειραματισθεί πάνω στην αθωότητα;
      Το έργο παρουσιάζεται σε μετάφραση της Άννας – Μαρίας Στεφαδούρου. Η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κοντούλη φωτίζει όχι μόνο το εστιακό σημείο, αλλά το σύνολο των μορφών, των καταστάσεων, των διαπλοκών και, κατά κύριο λόγο, τους έντονους προβληματισμούς των δραματικών προσώπων με το απόλυτο αδιέξοδο. Η κυρία Κοντούλη στοιχειοθετεί τα κομβικά γεγονότα σε υφολογία θρίλερ και προβάλλει την αναμονή μιας αιφνίδιας ανατροπής ως θεμελιακό μοτίβο των συγκρουσιακών σχέσεων των ηρώων.
  Καίριοι οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου υπογραμμίζουν τις σκηνές που πρέπει να τονισθούν στο θεματικό – συγκινησιακό καθεστώς τους. Λιτό και λειτουργικό, στα όρια ενός καλώς εννοούμενου μινιμαλισμού το σκηνικό της Αιμιλίας Κακουριώτη. Στο πνεύμα της σκηνοθετικής ανάγνωσης τα κοστούμια της Γιώτας Νικοδήμου και η μουσική του Αχιλλέα Στέλιου
  Η Άννα – Μαρία Στεφαδούρου (Δόκτωρ Μάρθα Λιβινγκστόουν) και η Ασπασία Μίχου (Ηγουμένη Μύριαμ Ρουθ) αποδίδουν με εκφραστική ακρίβεια τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά των ρόλων τους και τον σκεπτικισμό μιας σκληρής αναμέτρησης. Ως Αγνή, η Αλεξάνδρα Μαρθαλαμάκη συγκινεί χάρη στην ανόθευτη ειλικρίνεια των συναισθημάτων που καταθέτει κινούμενη ανάμεσα στη φυσική και γι’ αυτό αχαλίνωτη αθωότητα και στην επίκτητη γι’ αυτό και πιο βασανιστική ενοχή.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

«Ο γάμος του Φίγκαρο» του Μπωμαρσαί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας»)

        Το θέατρο του Πιερ Μπωμαρσαί (1732 – 1799) λειτουργεί δίκην μεγεθυντικού καθρέφτη, εντός του οποίου αντανακλάται κατά τρόπον ευσύνοπτο η εποχή του συγγραφέα, εγγεγραμμένη στον κατοπτρισμό των προεπαναστατικών ζυμώσεων. Ο Γάλλος δραματουργός προαναγγέλλει την καινούργια κοινωνία που θα προκύψει μετά την κατάληψη της Βαστίλης, αλλά και την κοινωνία που θα πάρει τη σκυτάλη από τον αιώνα του Διαφωτισμού.
      Η «φιγκαρική» τριλογία απαρτίζεται από τα έργα «Ο Κουρέας της Σεβίλλης ή Η άχρηστη προφύλαξη», «Ο Γάμος του Φίγκαρο ή Η τρελή ημέρα» και «Η Ένοχη Μητέρα ή ο άλλος Ταρτούφος». Ο Φίγκαρο συνιστά θεατρικό πρόσωπο το οποίο λειτουργεί ως βάση και ως καταλυτικής σημασίας ενοποιητικό στοιχείο, συνδέον τα τρία έργα κατά την δραματική ανάπτυξη του συστήματος των δρώντων, καθώς και κατά την εξελικτική πορεία της πλοκής.
      Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το δεύτερο έργο της τριλογίας, «Ο Γάμος του Φίγκαρο ή Η τρελή ημέρα» (1784), χαρακτηρίσθηκε ως «πρόβα της Επανάστασης». Ο Φίγκαρο ενσαρκώνει, χωρίς αμφιβολία, την αστική ανερχόμενη ιδεολογία της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδερφοσύνης, που θα γίνουν σε λίγο συνθήματα και λίγο αργότερα κεντρικό μοτίβο των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
      Το στοίχημα σε κάθε θεατρικό έργο είναι πώς παρουσιάζεται στη σκηνή, πώς δηλαδή περνά από την οριζόντια θέση του βιβλίου στην κάθετη, κινημένη της σκηνής. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για την κωμωδία, όπου προέχει η θέαση και ακολουθεί ο προβληματισμός επί της ουσίας. Η θέαση όμως έχει τους νόμους της, όπως βέβαια τους κωδικοποιεί ένας ευφυής δημιουργός. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός γνωρίζει αυτούς τους νόμους και έχει δημιουργήσει στην ιστορία της παραστασιολογίας τους δικούς του κώδικες. Ο κύριος Λιβαθινός με την οικεία σκηνική γραφή του, έστησε μια παράσταση της οποίας το θαυμαστό έγκειται στη σύμπνοια μορφής και περιεχομένου, αφού ένα συνεχές ρεύμα από ευρήματα – κινήσεις αναγωγικές του κειμένου, των προσώπων, των ρόλων, των επεισοδίων – κατακλύζει τη σκηνή δημιουργώντας ευφορία στον θεατή.
      Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, που υπογράφει και τα παιγνιώδη κοστούμια, ανάγει το παράθυρο σε αντικείμενο – έκσταση ενώ η σκαλωσιά αποτελεί συνδήλωση ενός μετέωρου χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο τίθενται τα θεμέλια της μεγάλης αλλαγής. Ένας νέος κόσμος είναι έτοιμος να χτιστεί. Η μουσική του Χαράλαμπου Γωγιού σχολιάζει υπαινικτικά λεπτές, μικρές λεπτομέρειες της δράσης που παρακολουθούν με συνέπεια οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου οδηγώντας σε ένα ενιαίας υφής αποτέλεσμα.  
      Οι ηθοποιοί υποδύονται τους ρόλους με οίστρο αν και σε ορισμένες στιγμές άνισα. Ο Δημήτρης Ήμελλος ως Φίγκαρο αλλάζει ήχους, φωνή, ύφος ενσωματώνοντας και άλλους «απόντες» ρόλους στην πορεία του. Η Αμαλία Τσεκούρα ως Σουζάνα, η Μαρία Σαββίδου ως Μαρσελίνα και η Αντιγόνη Φρυδά ως Κόμισσα δημιουργούν με την ευελιξία τους όλα τα αντίβαρα για την επεισοδιακή επέλαση του Φίγκαρο. Διαφορετικό χρώμα διοχετεύει στην παράσταση ο Νίκος Καρδώνης ως Μπαζίλιο με ένα κομψότατο οριενταλίζον ύφος. Ο ροκ Κόμης Αλμαβίβα του Άρη Τρουπάκη υπογραμμίζει το περιπαικτικό και σαρκαστικό πνεύμα του συγγραφέα και την κριτική που ασκεί στα πρόσωπα. Τη διανομή συμπληρώνουν με χαρακτηριστικές ερμηνείες ο Χρήστος Σουγάρης (Αντόνιο), η Αργυρώ Ανανιάδου (Φανσέτα), ο Γιώργος Τσιαντούλας (Κερουμπίνο), ο Γεράσιμος Μιχελής (Μπάρτολο), ο Διονύσης Μπουλάς (Ντον Γκουζμάν), ο Γιάννης Παναγόπουλος (Ντουμπλ-Μαιν) και ο Λευτέρης Αγγελάκης (Γκριπ-Σολέιγ, Πεντρίγιο).
     Προσεγμένο το πρόγραμμα της παράστασης περιέχει ολόκληρη τη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού καθώς και σημαντικές μελέτες για το έργο.

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

«Μαγειρεύοντας με τον Έλβις» του Lee Hall στο Θέατρο «Σταθμός»

     Στο νεοσύστατο θέατρο «Σταθμός» (πρώην «Μαίρη Αρώνη») παρουσιάζεται το έργο «Μαγειρεύοντας με τον Έλβις» («Cooking with Elvis», 1999) του Άγγλου συγγραφέα Lee Hall.
        Στην θεωρία του θεάτρου και δη στον περί ύφους λόγο ενός δράματος, τίθεται συχνά το ερώτημα πώς οι ιδέες που υπόκεινται και δίνουν το πνεύμα στη δράση μπορούν όχι μόνον να γίνουν αρεστές στον θεατή, αλλά να κερδίσουν και τον σεβασμό του ή διαφορετικά πώς οι ιδέες ενός δραματουργού περνούν και προβληματίζουν τον θεατή.
          Η απάντηση πάντα είναι ότι έγκειται στο ύφος ενός έργου, στην πραγματεία της υπόθεσης και βεβαίως στη λογοτεχνικότητα αυτού του ίδιου του κειμένου. Ούτως ή άλλως κανένα δόκιμο έργο δεν στερείται στοιχειωδώς των λοιπών αρετών, όπως παραδείγματος χάριν την ποιότητα ενός προσώπου ή των προσώπων.
          Εκείνο που αξίζει να επισημάνουμε στο «Μαγειρεύοντας με τον Έλβις» είναι κυρίως το ύφος, το οποίο κινείται από την κομψότητα του σαρκασμού στην πυκνότητα της λοιδορίας. Πρόκειται για μια κωμωδία που ασκεί κοινωνική κριτική με τη δημιουργία τεσσάρων επεισοδιακών προσώπων: μια μάνα η οποία έχει παράλυτο σύζυγο, κουρασμένη από την χρόνια κατάστασή του, επιδίδεται σε απίστευτες ελευθεριότητες. Φέρνει τον νεαρό εραστή στο σπίτι, συζητά απροσχημάτιστα για τις ορέξεις της με την κόρη της ενώ ο εραστής ανατρέπει κάθε συνηθισμένο κώδικα ανοχής, αφού εκτός από μάνα και κόρη, φθάνει να προσφέρει ανακουφιστικές σεξουαλικές υπηρεσίες στον παράλυτο σύζυγο – πατέρα.
      Ελάχιστες φορές θα έλεγα η κοινωνική κριτική έχει τέτοια λάμψη, αλλά για να εξηγούμαι, στην κωμωδία, έστω τη μαύρη, αλλά στην κωμωδία. Και αίφνης υπερβαίνοντας κάθε σουρεάλ απόκλιση, ο παράλυτος σύζυγος αποβαίνει ένα από τα πιο λαμπρά αστέρια, γίνεται ένας «Έλβις», που «ζωντανεύει» και τραγουδάει, ενώ εδέσματα πάσης φύσεως ετοιμάζονται ή αναλώνονται επί σκηνής. 
      Στρωτή και ρέουσα η μετάφραση της Ρεγγίνας Παντελίδη και της Νικολέττας Βλαβιανού. Ξεκάθαρη και εύρυθμη η σκηνοθεσία του Βασίλη Μυριανθόπουλου. Ο κύριος Μυριανθόπουλος εκμεταλλεύεται κάθε επιμέρους καταστασιακό περιστατικό και αναδεικνύει τις λεκτικές παγίδες υπαινιγμών κατορθώνοντας να δημιουργήσει ατμόσφαιρα αμιγούς κωμωδίας απαλύνοντας τους μελαγχολικούς τόνους.
      Η Νικολέττα Βλαβιανού (Μαμά), η Ιωάννα Πηλιχού (Τζιλ) και ο Πέτρος Μπουσουλόπουλος (Στιούαρτ) συνθέτουν ένα λειτουργικό τρίδυμο υποκριτικών δυνάμεων που υποστηρίζει με κινήσεις ακρίβειας τα χαρακτηριστικά των θεατρικών προσώπων και τις συγκρουσιακές τους σχέσεις. Στον ρόλο του παράλυτου πατέρα («Έλβις») ο Κώστας Δόξας ανταποκρίνεται με άνεση. 
       Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το Θέατρο «Σταθμός» έκανε θυρανοίξια με επιτυχία. 

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

«Μυστικοί Αρραβώνες» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο Θέατρο «Rex» (Εθνικό Θέατρο – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»)


Ο έρωτας απόμεινε πληγή
στην πέτρα που κρατιέμαι δρόμος
Κάποια μέρα που θα βγεις από την πόρτα
του σπιτιού σου
θα μισήσεις αυτή την πέτρα
που σωπαίνει και σ’ αθωώνει

(Ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

      Η ανανέωση του ρεπερτορίου στη νεοελληνική σκηνή προέρχεται συχνά από την δραματοποίηση μυθιστορημάτων. Φέτος έχουμε τουλάχιστον δύο τέτοια δείγματα, την ευνοημένη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση στο Θέατρο «Πορεία» και τους «Μυστικούς Αρραβώνες» του Γρηγορίου Ξενόπουλου στο Εθνικό Θέατρο.
     Κι ενώ η βιβλιογραφία για τον Ξενόπουλο κάθε άλλο παρά ελλειπτική εμφανίζεται, οι πλείστοι μελετητές επιμένουν ότι είναι ένας από τους θεμελιωτές του αστικού δράματος, ιδιαίτερα ευπαθής στη δημιουργία νέων ηρωίδων που ο έρωτας τις οδηγεί σ’ ένα εύφορο αδιέξοδο, όπως η Στέλλα Βιολάντη, η Φωτεινή Σάντρη και εδώ η Θάλεια. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος όμως μας χάρισε και την Κοντέσσα Βαλέραινα, που παραμένει ίσως το πιο μεστό σε σύμβολα και διαχρονικές αναφορές στην νεότερη ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, θεατρικό έργο. Είναι προφανές ότι το ανέβασμα των «Μυστικών Αρραβώνων» είναι μια οφειλή του Εθνικού Θεάτρου στην πεζογραφία, την ποίηση και την ιστορία της εποχής.
      Στους «Μυστικούς Αρραβώνες», τα πρόσωπα στροβιλίζονται στον ιλιγγιώδη χορό της αλήθειας και του ψέματος, του μυστικού και της πλάνης, που προκαλεί και επιβάλλει το απωθημένο κάθε ανεκπλήρωτου έρωτα. Εκείνο όμως που τα βυθίζει στην θλίψη δεν είναι τόσο η επώδυνη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, την εγκράτεια και το πάθος, το πρέπει και το θέλω, όσο το αμετάκλητο των επιλογών τους και το τελεσίδικο των αποφάσεων τους. Ο χρόνος φαίνεται αμείλικτος. Σίγουρα μπορεί ν’ αντιτάξει κανείς το «ποτέ δεν είναι αργά» ή το «τίποτα επί της ουσίας δεν είναι μη αναστρέψιμο» αν η φλόγα καίει ακόμη. Όταν όμως τα συναισθήματα δεν οδηγούν στη σαρκική ολοκλήρωση, όταν πνεύμα και ψυχή δεν συναντούν τις απολαύσεις του σώματος, την ηδονή, όταν όλα εν τέλει κινούνται στο παρά λίγο και στο πιθανόν, ίσως κάπου εκεί χαράζεται γραμμή – γραμμή ο χώρος του ιδανικού και αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα ο «μύθος» του απόλυτου έρωτα. Ποιος παίρνει τότε το ρίσκο για το μεγάλο βήμα;
     Η θεατρική διασκευή του συγγραφέα Άκη Δήμου είναι επιτυχής ως προς την ανασύνταξη του μύθου μ’ ένα πλεόνασμα όμως γραφικών σκηνών στο πρώτο μέρος που εξαντλεί τις αισθήσεις του θεατή και τον βρίσκει κουρασμένο όταν το έργο περνά στην ουσία, δηλαδή στον ερωτικό τριγωνισμό των ηρώων.
     Η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη, προβλέψιμη, χωρίς ιδιαίτερες προτροπές, παρακολουθεί με συνέπεια το αφηγηματικό πρόγραμμα του κειμένου, χωρίς να υπογραμμίζει ή να εστιάζει σε επιμέρους σημεία που θα αναδείκνυαν τα συγκρουσιακά στοιχεία της δράσης. Κατά την άποψή μας, η παράσταση δεν ευνοείται στη χαώδη σκηνή του «Rex». Οι απώλειες έγκεινται κυρίως στις μετακινήσεις των ηθοποιών, που ζημιώνουν ευθέως το καθεστώς των προσώπων. Έτσι, εξασθενούν τα αισθήματα ή τουλάχιστον παραμένουν στο περίγραμμα με την απόκρυψη της ενδοχώρας τους. Η δράση, κυρίως η εσωτερική, φυγαδεύεται σε εξωτερικές κινήσεις που αδυνατίζουν το πάθος, όχι πλέον σε επίπεδα ερμηνείας, αλλά σε επίπεδο ύλης και μορφής περιεχομένου. Ο θεατής αναρωτιέται που παραπέμπει το σκηνικό της Έρσης Δρίνη, που υπογράφει και τα κοστούμια. Δυσάρεστη, αλαζονική, ερειπωμένη όψη τίνος πράγματος;
     Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου λειτουργεί ευεργετικά για τη διαμόρφωση ατμοσφαιρικού κλίματος όπως και οι χορογραφίες (κίνηση: Κική Μπάκα). Τους φωτισμούς υπογράφει ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος.
   Ο Άλκις Κούρκουλος (Νάσος Ανάστης) και ο Αλέξης Γεωργούλης (Αλέξανδρος Στρατίδης) επαληθεύουν κατανοητά τους αστούς εραστές που ούτως ή άλλως καμιά μεταμέλεια δεν τους αγγίζει. Η Μαρίνα Καλογήρου (Θάλεια Δημάδη) και η Δανάη Σκιάδη (Καίτη Καστρίτη) διαθέτουν ερμηνευτικές εναλλαγές και σκηνικά ανακλαστικά. Τη διανομή συμπληρώνουν η Ντίνα Αβαγιανού (Κυρία Καστρίτη), ο Δημήτρης Αλεξανδρής (Γιώργος Μαράνος), ο Μελέτης Γεωργιάδης (Οδυσσέας Καστρίτης), η Κατερίνα Γιαμαλή (Κυρία Δημάδη), ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος (Ανδρέας Φιλιππίδης), ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος (Ορέστης Διβάνης), η Τζένη Σκαρλάτου (Κυρία Πηλίδη), ο Δημήτρης Καραμπέτσης (Αλέξανδρος Πηλίδης), η Λίλα Μπακλέση (Λένα Μαράνου), η Αλεξία Μπεζίκη (Ευανθία), ο Αργύρης Παυλίδης (Αριστόβουλος), ο Βασίλης Ρίσβας (Στρατηγός Δημάδης), η Ανδρομάχη Δαυλού (Αμβροσία Ψάθη), η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (Αθηνά Ανάστη), ο Γρηγόρης Σταμούλης (Πολύβιος Δημάδης) και οι χορευτές Ειρήνη-Ραλλού Καρέλλα (Νεκρή Αλεξάνδρα) και Δημήτρης Καράλης (Νεκρός Γιώργος).