«Ηλίας: Αράφ τον λένε. Είχε στον λαιμό του ένα λουράκι… με μια
ταυτότητα που το έγραφε… (…)
Ματίνα: Ο Αράφ πεινάει
και διψάει…
Ηλίας: Θα του πάω φαΐ και
νερό…
Ματίνα: Θες να έρθω μαζί
σου;
Ηλίας: Δεν τον φοβάσαι;
Ματίνα: Τον φοβάμαι… Αλλά
όχι όσο μας φοβάται αυτός…»
Μια νύχτα, κατά την πυρετώδη προετοιμασία
για τη θερινή τουριστική περίοδο, ο Ηλίας Λεούσης, ιδιοκτήτης του απόκεντρου
ξενοδοχείου «Αιγαίου», και ο Φώτης, κηπουρός και συνεργάτης του, διασώζουν με
τη βάρκα τους, μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, έναν σκουρόχρωμο, άγριο αλλά
φοβισμένο σκύλο. Μαζί με την κτηνίατρο Ματίνα, πρέπει να λάβουν κατεπειγόντως
αποφάσεις για την απρόσκλητη και ανεπιθύμητη αυτή παρουσία που η παραμονή της
στο νησί θα προκαλέσει σωρεία προβλημάτων. Η στείρωση και το φιλοζωικό
καταφύγιο φαντάζουν εύκολη, γρήγορη και βολική λύση στην οποία εναντιώνονται οι
σύλλογοι για τα δικαιώματα των ζώων. Μετά από έναν καταιγισμό λεκτικών
διαξιφισμών-διαπραγματεύσεων-ανατροπών που προβάλλουν τις ανασφάλειες, τις
αντιφάσεις, τις ενστάσεις και τις συναισθηματικές-ψυχολογικές μεταπτώσεις των
τριών προσώπων, ένας ευέλικτος συμβιβασμός θα σώσει αναίμακτα τα προσχήματα και
θα ισορροπήσει την κατάσταση.
Με καίριο υπαινικτικό λόγο και
ευανάγνωστες αναφορές-αναλογίες, ο Γιάννης
Τσίρος διανθίζει και περιπλέκει με δεξιοτεχνία την υπόθεση φωτογραφίζοντας
γνώριμες καταστάσεις του πολύπλοκου μεταναστευτικού ζητήματος και ρίχνοντας
ευθύβολα τον σπόρο της αμφιβολίας στην έκβαση της υπόθεσης. Το νέο έργο του με
τον μυστηριώδη τίτλο, «Αράφ», είναι
ανοιχτό σε πολλές αναγνώσεις και ερμηνείες. Η αλληγορική γλώσσα του Τσίρου
σκιαγραφεί τη στάση μας και την προβληματική μας συνύπαρξη με τον Άλλο, τον ξένο,
τον διαφορετικό, τον αδύναμο, τον ανυπεράσπιστο, τον ευάλωτο. Εκείνον που
φοβόμαστε γιατί δεν μπορούμε ή/και δεν θέλουμε να καταλάβουμε, να μάθουμε, να
αποδεχθούμε. Εκείνον που μας φοβάται και «γαυγίζει» για να αμυνθεί απέναντι
στην καχυποψία, την επιφυλακτικότητα, την προκατάληψη, τη μεροληψία, την
εκμετάλλευση, την αδικία. Αν και αλληγορική, η γλώσσα του Τσίρου μιλάει χωρίς
περιστροφές, έξω, όπως λέμε, από τα δόντια, για την υποκρισία, την αδιαφορία,
τον κυνισμό, την κερδοσκοπία και κυρίως την παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης. Από
τα «Αξύριστα πηγούνια» (2004) και την «Αόρατη Όλγα» (2012) έως τον «Άγριο
σπόρο» (2013), την «Ημέρα Κυρίου» (2022) και τον «Αράφ» (2023), ο σπουδαίος Έλληνας συγγραφέας «καταγγέλλει» την
καταπίεση του ανθρώπου από το βάρος του κοινωνικώς υπάρχειν, από τις διαρκώς
ανανεούμενες συμβάσεις που δημιουργούν εξαρτήσεις και διαπλοκές, καθώς και από
τον εφησυχασμό ως απότοκο ενός κατευθυνόμενου κομφορμισμού.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη αναδεικνύει την αισθητική και τις επιταγές του
κειμένου με έναν ευεργετικό ρυθμό που απογειώνει το σασπένς. Τη ρεαλιστική
ακρίβεια και λεπτομέρεια ακολουθούν τα προσεγμένα σκηνικά και τα κοστούμια της Νατάσσας Παπαστεργίου. Οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα και η μουσική σύνθεση
του Κώστα Νικολόπουλου υπογραμμίζουν
την επικείμενη ένταση και το αθέατο του λόγου. Ο Ιωσήφ Πολυζωίδης (Λεούσης), ο Φώτης
Λαζάρου (Φώτης) και η Ράνια Σχίζα
(Ματίνα) κινούνται δυναμικά, σε ενιαία υποκριτική υφολογία που κλιμακώνει την
αντιπαράθεση των προσώπων και την τελική τους συμπόρευση.