Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

«Το Κτήνος στο φεγγάρι» του Ρίτσαρντ Καλινόσκι στο Θέατρο «Πορεία»


Γιορτάζοντας τα δεκάχρονα του θεάτρου «Πορεία», ο Δημήτρης Τάρλοου, επιστρέφει στο εναρκτήριο έργο του «Δόλιχου», «Το κτήνος στο φεγγάρι» του Ρίτσαρντ Καλινόσκι, με τους ίδιους συνεργάτες, που ανταμώνουν ξανά, δέκα χρόνια μετά, προσεγγίζοντας με νέα ματιά το σημαντικό αυτό έργο. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Γιάννη Κυριακίδη.

Το έργο
Ο εικοσάχρονος Αράμ Τομασιάν, ένας Αρμένιος που επέζησε της γενοκτονίας από τους Τούρκους, αποφασίζει, όπως συνηθίζονταν τότε, να αποκτήσει μια σύζυγο από φωτογραφία. Είναι ο ίδιος φωτογράφος και η οικογένειά του έχει δολοφονηθεί από τους Τούρκους. Η κοπέλα που έρχεται, η Σέτα, συμπατριώτισσά του και με ανάλογο τραυματικό παρελθόν, είναι μόλις δεκαπέντε χρονών και επιπλέον δεν είναι το κορίτσι της φωτογραφίας. Είναι ωστόσο, μια παρουσία ολοζώντανη, ένα υγιές κύτταρο, γεμάτη χιούμορ, καρτερικότητα, ενέργεια, πλημμυρισμένη από προσδοκίες και διψασμένη για λίγη ευτυχία.
Η δράση του έργου εξελίσσεται στο Μιλγουόκι του Ουισκόνσιν ανάμεσα στο 1921 και το 1933. Ο τίτλος έχει προκύψει από μια παλιά ιστορία. Το 1893 έγινε μία έκλειψη σελήνης στην Τουρκία, και οι Τούρκοι, πεπεισμένοι ότι ένα «κτήνος» κατάπινε το φεγγάρι, έστρεψαν τα όπλα τους προς τον ουρανό προσπαθώντας να το σκοτώσουν. Με τα ίδια όπλα, εξολόθρευσαν τους χριστιανούς Αρμένιους, με μια σειρά από εκτεταμένα πογκρόμ στα τέλη του 18ου αιώνα, που κορυφώθηκαν με τη γενοκτονία του 1915 και τον αφανισμό περίπου δύο εκατομμυρίων Αρμενίων.
Το κορίτσι που κρατάει ακόμα στην αγκαλιά του την κούκλα του, έχει μια δυσανάλογη για την ηλικία του, αποστολή. Πρέπει να συντελέσει στην δημιουργία της οικογένειας που θα αντικαταστήσει εκείνην την οποία έχει απολέσει ο σύζυγός της.
Σε μια παλιά φωτογραφία που έχει διασώσει ο Αράμ από την καταστροφή, αφαιρεί τα πρόσωπα της οικογένειάς του. Η γυναίκα του παίρνει τη θέση της μητέρας του, ενώ αυτός, την θέση του πατέρα του. Τα παιδιά ωστόσο δεν αντικαθίστανται ποτέ καθώς η κοπέλα, εξ αιτίας της ελλιπούς της διατροφής στο ορφανοτροφείο, αποδεικνύεται πως δεν είναι σε θέση να τεκνοποιήσει.
Ένα αγόρι, γείτονας και απροστάτευτος όπως κι οι ίδιοι, εισβάλλει στη ζωή τους προσφέροντας την νεανική του ορμή και αυθορμησία και απαιτώντας ταυτόχρονα την στοργή και την φροντίδα που του έχουν λείψει. Η κυρία Τομασιάν ανταποκρίνεται αυθόρμητα αλλά ο κύριος Τομασιάν προβάλλει αντιστάσεις.
Η έκρηξη συναισθημάτων που θα ακολουθήσει, στην πιο δυναμική δραματουργικά σκηνή του έργου, επαναφέρει την ισορροπία ανάμεσα στους δύο πληγωμένους ανθρώπους και εξασφαλίζει μία θέση για το ορφανό όχι μόνο στη ζωή τους αλλά και στην νέα οικογενειακή φωτογραφία τους.
Ο αφηγητής, το τέταρτο πρόσωπο της ιστορίας, που με τον ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο του συνδέει σκηνές και περιστατικά, άλλοτε εισβάλλοντας δυναμικά στη δράση κι άλλοτε παραμερίζοντας διακριτικά για να την αφήσει να αναπτυχθεί, είναι ο ίδιος ο Βίνσεντ, σε πιο ώριμη ηλικία.
Αυτή η δραματουργική ανατροπή, δημιουργεί μια συνθήκη που ενισχύει όχι μόνο την διαχρονικότητα των συμβάντων αλλά και τον σχολιασμό τους μέσα από το πλήρωμα του χρόνου, μετατρέποντας την προσωπική ιστορία των ηρώων σε ιστορική μαρτυρία.


Η παράσταση
Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθέτησε την παράσταση με νεύρο, καθαρούς ρυθμούς, στιβαρή κινησιολογία, διαφάνεια, χιούμορ και δραματουργική έμπνευση. Έστησε δεξιοτεχνικά τις επί μέρους ατμόσφαιρες και συνέταξε αρμονικά τα διαφορετικά επίπεδα της σκηνικής δράσης.
Η Ταμίλα Κουλίεβα (Σέτα Τομασιάν) απέδωσε με ευκρίνεια την συναισθηματική γκάμα της ηρωίδας που ενσαρκώνει και διαχειρίστηκε με άνεση τις μεταβάσεις της από την εφηβεία στην ωριμότητα.
Η ερμηνεία του Δημήτρη Τάρλοου (Αράμ Τομασιάν), λιτή και εκφραστική, οδήγησε απρόσκοπτα τον χαρακτήρα στην εξαιρετική σκηνή της έκρηξης στο φινάλε του έργου αποφεύγοντας τους σκοπέλους της εξωστρέφειας και της συναισθηματικότητας.
Ο Γιώργος Μπινιάρης ενσάρκωσε τον ρόλο του αφηγητή με αυθεντικότητα, σκηνικό ήθος και γοητευτικό, υποβόσκον χιούμορ.
Το νεαρό αγόρι που ερμήνευσε τον μικρό Βίνσεντ, πειθάρχησε στις απαιτήσεις του δύσκολου ρόλου του, αποδίδοντάς τον με αυθόρμητο κέφι και θαυμάσια αίσθηση ρυθμού. Στον ρόλο αυτό εναλλάσσονται ο Φίλιππος Μοσχάτος κι ο Ρωμανός Μπολώτας. Στην παράσταση που παρακολούθησε η στήλη το ρόλο υποδυόταν ο δεύτερος.
Η μουσική του Haig Yazdjian εμβολίασε την ατμόσφαιρα του έργου με μοτίβα από την παράδοση των Αρμενίων, ενισχύοντας τις συναισθηματικές εντάσεις και την εσωστρεφή νοσταλγία των εξόριστων ηρώων.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου ισορροπούν ανάμεσα στο πνεύμα της εποχής και την διαχρονικότητα των συμβόλων, δημιουργώντας ένα περιβάλλον μαγικού ρεαλισμού. Οι διαφορετικοί χώροι στους οποίους οι ήρωες καταφεύγουν στις πιο προσωπικές τους στιγμές και που κατά συνέπεια αποκαλύπτουν μόνο ένα μέρος τους στον θεατή, αποτελούν ένα ευφυές εύρημα ενώ τα λιτά σκηνικά του κεντρικού δωματίου, το μεγάλο ξύλινο τραπέζι, η στημένη στο τρίποδό της φωτογραφική μηχανή και η οικογενειακή φωτογραφία στο αναλόγιο, οριοθετούν τα τρία σημεία αιχμής στην καθημερινότητα των προσώπων του έργου.
Ατμοσφαιρικοί και απόλυτα εναρμονισμένοι με το πνεύμα της σκηνοθεσίας, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Την καλή μετάφραση, που αξιοποιεί τον ρέοντα και ποιητικό λόγο του συγγραφέα, υπογράφει ο Δημήτρης Τάρλοου.