Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

«Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», μια παράσταση βασισμένη σε ένα θέμα του Λουίτζι Πιραντέλλο, στο Εθνικό Θέατρο


    
Ο Δημήτρης Μαυρίκιος με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» κάνει μια παράσταση «πιραντελλικότερη» του Πιραντέλλο, την οποία απογειώνει η υψηλής αισθητικής θεαματικότητα! Πιστεύω ότι και ο ίδιος ο Ιταλός συγγραφέας θα ενέκρινε και θα διασκέδαζε αφάνταστα με την παιγνιώδη διάθεση του Έλληνα σκηνοθέτη να παρουσιάσει μια άκρως αυτοαναφορική εκδοχή του έργου που σχολιάζει τεχνηέντως τον εκτιθέμενο κόσμο της σκηνής και τον αθέατο κόσμο του παρασκηνίου. Άλλωστε, ό,τι εκτίθεται στη σκηνή δεν μπορεί παρά να είναι επίπλαστο, μία εσκεμμένη πράξη που τροφοδοτείται από το «αληθινό» αλλά προκρίνει το «ψεύτικο» μέσα από υφολογικές επιλογές που διαμορφώνουν την εκάστοτε αισθητική. Τίποτα δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο τοποθετημένο στο σανίδι, τα πάντα είναι προγραμματισμένα στην εντέλεια αλλά μοιάζουν να «γεννιούνται» τη στιγμή που πραγματοποιείται η παράσταση, ακόμη και όταν ο ηθοποιός υποδύεται τον εαυτό του ως ρόλο. Το «παιχνίδι» είναι πάντα «στημένο» ακόμη κι όταν προφασιζόμαστε ότι «απόψε θα αυτοσχεδιάσουμε». Πιστός στο πνεύμα αλλά όχι στο «γράμμα» του κειμένου, ο θίασος του Μαυρίκιου «αυτοσχεδιάζει» και μας προτείνει ένα παζλ εικόνων και σκηνών που συνταιριάζουν κομμάτια «αταίριαστα» δημιουργώντας μια νέα σκηνική «παρτιτούρα». Το «καινούργιο κείμενο» είναι ξεκάθαρα προϊόν κοινής επεξεργασίας σκηνοθέτη και ηθοποιών. Πρόκειται για ένα πλούσιο βιωματικό υλικό (στοιχεία προσωπικότητας, σκέψεις, αληθινοί διάλογοι, στιγμές πρόβας κ.ά.) που παίρνει οριστική μορφή και παγιώνεται ως «τελικό κείμενο παράστασης». Χάρη στο στυλιζάρισμα που προβάλλεται ως δεσπόζουσα αισθητική της σκηνοθεσίας, ο θεατής βλέπει ό,τι ο ίδιος θέλει να δει, να αισθανθεί και να καταγράψει ως αλήθεια στη συνείδησή του. Η ερμηνεία των τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι, που έχουν προσαρμοστεί για τις ανάγκες της παράστασης από τον Νίκο Κυπουργό, δημιουργούν, πέρα από τη νοσταλγική διάθεση, νέες «αναγνώσεις» των σκηνικών «συμφραζομένων» με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «Ταχυδρόμο» του Νίκου Καραθάνου σε προβολή βίντεο. Η κινηματογραφική ματιά του σκηνοθέτη και η χρήση του μαυρόασπρου φιλμ εξυπηρετούν το στυλιζάρισμα το οποίο εστιάζει στη λεπτομέρεια της έκφρασης του ανθρώπινου προσώπου απαλλάσσοντάς το από «περιττές πληροφορίες». Τα σκηνικά του Δημήτρη Πολυχρονιάδη (υλικό από παλαιότερες παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου), τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού, το ηχητικό σύμπαν που ενορχηστρώνει ο Στάθης Σκουρόπουλος, οι χορογραφίες της Βάλιας Παπαχρήστου και οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου «μυρίζουν», θα λέγαμε, θέατρο προβάλλοντας επιδεικτικά τους μηχανισμούς προετοιμασίας της παράστασης και τον τρόπο παραγωγής της ψευδαίσθησης. Οι ερμηνείες των ηθοποιών υπογραμμίζουν το επιτηδευμένο παίξιμο καθιστώντας σαφές ότι κανείς δεν «αυτοσχεδιάζει» ακόμη κι όταν υποδύεται τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι, ο ίδιος ο Δημήτρης Μαυρίκιος υποδύεται τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μαυρίκιο που σκηνοθετεί τον θίασό του συνομιλώντας «πραγματικά» σε συνθήκες πρόβας. Ο Γιάννης Βογιατζής δημιουργεί με τη συνολική παρουσία του ένα σώμα – σήμα που αποτυπώνει τη ζωντάνια και το πάθος του παλαίμαχου ηθοποιού που συνεχίζει, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, να υπηρετεί με προσήλωση την τέχνη της υποκριτικής, τέχνη του ρευστού, του εφήμερου και του φευγαλέου. Αυτές τις τρεις ιδιότητες «εξορκίζει» με την ερμηνεία της η Λυδία Φωτοπούλου, προβάλλοντας τον μηχανισμό της ανάμνησης ως όπλο κατά της λήθης. Η Ράνια Οικονομίδου υπερασπίζεται το «αφήγημα» του ηθοποιού που συνομιλεί και διεκδικεί ίσους όρους με τον σκηνοθέτη – «εξουσιαστή» της σκηνής. Η Γιούλικα Σκαφιδά σημειώνει το «εύθραυστο» της θεατρικής φιγούρας στο διάκενο ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο. Ο Αλέξανδρος Βάρθης χειρίζεται ευεργετικά το «υπέρμετρο» για να αποδώσει τον υπερβάλλοντα ζήλο του υποκριτή που θέλει να δείξει το πάθος. Το στοιχείο της παρενδυσίας και της σκηνικής μεταμόρφωσης «επισημαίνει» ο Στέφανος Παπατρέχας. Ευέλικτους χειρισμούς που διακρίνουν το έμψυχο από το άυλο υλικό ακολουθούν η Μαρία Βαρδάκα, η Λιλή Νταλανίκα, η Εύα Οικονόμου-Βαμβακά, ο Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, ο Δημήτρης Κακαβούλας, ο Γιάννης Αρτεμισιάδης, ο Μιχάλης Αρτεμισιάδης, ο Γιώργος Μπένος και ο Νεκτάριος Φαρμάκης, ενδυναμώνοντας την περιβόητη φόρμα του «θεάτρου εν θεάτρω» σε ένα ξέφρενο και ιλιγγιώδες παιχνίδι ρόλων και «επιπέδων» ενώπιον του ετερόκλητου κοινού του Εθνικού μας Θεάτρου.    


* Ο Νεκτάριος – Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός και μεταφραστής θεάτρου.