Με πλούσια ιστορία, παράδοση και αξιόλογες παραστάσεις στο ενεργητικό του, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου αποτελεί επάξια ένα σημαντικό φορέα πολιτισμού. Το καλοκαίρι του 1980 ανέβασε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη σε μετάφραση Κωστή Κολώτα και σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους καταθέτοντας μια ενδιαφέρουσα πρόταση που σημείωσε επιτυχία εκείνη την εποχή. Η ιδέα, όμως, της αναβίωσης της παράστασης το 2008 φαίνεται να μην αποδεικνύεται εύστοχη επιλογή καθώς δεν προκαλεί πλέον συνειρμούς στο σημερινό θεατή που νοιώθει αποξενωμένος από τη δράση.
Λίγα λόγια για το έργο
Ο «Πλούτος» αποτελεί την τελευταία αριστοφανική κωμωδία που έχει φτάσει στα χέρια μας. Όπως συμβαίνει με τις «Νεφέλες» και την «Ειρήνη», ο ποιητής είχε γράψει δύο έργα με αυτόν τον τίτλο. Η πρώτη εκδοχή παίχτηκε στα 408 π. Χ. και πιθανόν θα διατηρούσε την αρχαία μορφή της Αττικής Κωμωδίας (στάσιμα, παράβαση, προσωπικά σκώμματα…). Η εκδοχή που επιβίωσε είναι η δεύτερη και διαγωνίστηκε στα 388 π. Χ. με τέσσερα έργα ποιητών της νεότερης γενιάς (Νικοχάρη, Αριστομένη, Νικοφώντα, Αλκαίου). Με αυτό το κείμενο, εγκαινιάζεται ιστορικά ένα καινούργιο είδος θεάτρου, η Μέση Αττική Κωμωδία, με την ανώδυνη αλληγορική της θεματολογία, την απάλειψη των χορικών και της παράβασης.
Η κωμωδία πραγματεύεται ένα θέμα πάντα επίκαιρο, την άνιση κατανομή των αγαθών. Στην παραμυθένια αυτή παραβολή, ο αγρότης Χρεμύλος και ο τετραπέρατος δούλος του Καρίων καταπιάνονται να γιατρέψουν τον τυφλό Πλούτο ώστε να τον διαχειρίζονται ενάρετοι άνθρωποι και όχι «άτιμοι, πονηροί, δημοσκόποι και άλλοι θεομπαίχτες».
Μέσα από τον άρτια δομημένο αγώνα λόγων ανάμεσα στον Πλούτο και την Πενία, προβάλλεται η άποψη ότι η εργασία αποτελεί τη βάση της κοινωνίας και εξασφαλίζει την ισορροπημένη λειτουργίας της ενώ, αντίθετα, η κατάχρηση του πλούτου οδηγεί στη μαλθακότητα που προκαλεί την παρακμή του λαού.
Στη σκηνή που περιγράφεται η θεραπεία του Πλούτου στο ιερό του Ασκληπιού, καυτηριάζεται έντονα η υποκρισία του ιερατείου το οποίο εκμεταλλεύεται την πίστη ή τη θρησκοληψία των απλών ανθρώπων και ζει παρασιτικά εις βάρος τους.
Μπροστά σ’ ένα έργο που αποτυπώνει την έκπτωση τόσο των θείων όσο και των ανθρώπινων αξιών, ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους εύστοχα διερωτάται – σε προλογικό σημείωμα στο θεατρικό πρόγραμμα – αν το μοναδικό αυτό δείγμα μέσης κωμωδίας πρέπει ν’ αναπαρασταθεί ως βουκολική όπερα, μελαγχολικό πανηγύρι ή σουρεαλιστική ουτοπία.
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία μοιάζει ν’ αναπαράγει την παγιωμένη όψη που είχε διαμορφώσει στο παρελθόν και δεν επιχειρεί να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ευφυή σχόλια ή μεταφορές και αναφορές σε σημερινά συμβάντα. Πληθώρα θολών συμβολισμών και ανολοκλήρωτων θεωρητικών σκέψεων στερούν από το θέαμα την ενέργεια, τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα και το ρυθμικό παλμό.
Το σκωπτικό χιούμορ, τα εμπνευσμένα λογοπαίγνια, τα πολιτικά σχόλια και η αχαλίνωτη αθυροστομία του αριστοφανικού λόγου (στο βαθμό που επιβιώνουν σε αυτό το κείμενο) αποδόθηκαν στεγνά, «ακαδημαϊκά» και σε πολλά σημεία αλλοιώθηκαν μέσα από έναν ακατανόητο για την εποχή μας καθωσπρεπισμό. Ωστόσο, ας σημειωθεί η παρατήρηση του K. J. Dover που αναφέρει ότι «ο Πλούτος σχετίζεται λιγότερο με θέματα οικονομίας και κοινωνιολογίας και περισσότερο με τη μαγεία, τη φαντασία και το υπερφυσικό».
Ο σκηνικός χώρος τον οποίο διαμόρφωσε ο Γιώργος Ζιάκας – πελώριες ενωμένες ξύλινες λωρίδες που σχηματίζουν ένα είδος τσουλήθρας – επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν με άνεση αλλά δεν κατορθώνει να λειτουργήσει συνδηλωτικά με τη μυθοπλασία και καταλήγει να φαίνεται περισσότερο σαν εφφέ. Αναμφισβήτητα η σύλληψη κατασκευής του υποστηρίζεται από σαφές θεωρητικό πλαίσιο και αποτελεί προϊόν έρευνας αλλά στη σκηνική εφαρμογή της δεν ανακαλύπτονται με ευκρίνεια οι προθέσεις της. Το ίδιο συμβαίνει και με τις φέτες από το μεγάλο καρπούζι που δεσπόζει το κέντρο της σκηνής. Οι φέτες του καρπουζιού περιφέρονται ρυθμικά από τον άρτια συντονισμένο χορό (που δίδαξε ο Ισίδωρος Σιδέρης) αλλά η δυναμική αυτού του σκηνοθετικού ευρήματος εξαντλείται σύντομα σκορπώντας ερωτηματικά.
Τα κοστούμια δεν ακολουθούν μια ενιαία γραμμή και οι ετερόκλητες επιλογές ενισχύουν μια κιτς αισθητική.
Η άτολμη, ανιαρή και αμήχανη ροή της δράσης δεν προκαλεί αβίαστα το γέλιο στην πλατεία. Κάποιες ερμηνείες επιχειρούν να καλύψουν αδυναμίες της απόδοσης με θεατρικά τερτίπια και καμώματα όπως απομίμηση κωμικών φωνών, υψηλοί τόνοι, μούτες και τραβήγματα που αποσπούν προσωρινά την προσοχή του κοινού με τη χάρη του σκέρτσου. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την προβληματική εκφορά των στίχων των τραγουδιών (που ακούγονται ηχογραφημένα), τις άστοχες προσθήκες και το αμήχανο φινάλε δε διευκολύνουν τον θεατή να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πλοκής οδηγώντας από νωρίς στην πλήξη.
Ίσως είναι κοινότυπο να επισημανθεί ότι στις σύγχρονες παραστάσεις αριστοφανικών κωμωδιών η διασκευή κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος και να επικοινωνήσει με το σημερινό θεατή. Οι μεταφράσεις παλιώνουν και απαιτούν αναθεωρήσεις ενώ η σκηνοθεσία πρέπει να προσαρμόζεται στο εκάστοτε «εδώ και τώρα». Ο μεταφραστής και ο σκηνοθέτης οφείλουν ν’ αναζητήσουν αναλογίες σε όλα τα επίπεδα (λέξη, ήχος, όψη, κίνηση, μέλος) με τρόπο ώστε να μην αλλοιωθεί ο στόχος της κριτικής του ποιητή, το ήθος, η διάνοια, το χιούμορ και το αισθητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι χαρακτήρες, οι συμπεριφορές και τα κίνητρα προβάλλονται και σατιρίζονται. Και αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί δεξιοτεχνία αν δεν θέλει κανείς να διαγράψει το συγγραφέα ή να καταφύγει στην παραποίηση και την αυθαιρεσία προβάλλοντας με δόλο ένα δικό του έργο.
Παρά τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν, η παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου κατέθεσε και υποστήριξε με εντιμότητα τη δική της οπτική.
Λίγα λόγια για το έργο
Ο «Πλούτος» αποτελεί την τελευταία αριστοφανική κωμωδία που έχει φτάσει στα χέρια μας. Όπως συμβαίνει με τις «Νεφέλες» και την «Ειρήνη», ο ποιητής είχε γράψει δύο έργα με αυτόν τον τίτλο. Η πρώτη εκδοχή παίχτηκε στα 408 π. Χ. και πιθανόν θα διατηρούσε την αρχαία μορφή της Αττικής Κωμωδίας (στάσιμα, παράβαση, προσωπικά σκώμματα…). Η εκδοχή που επιβίωσε είναι η δεύτερη και διαγωνίστηκε στα 388 π. Χ. με τέσσερα έργα ποιητών της νεότερης γενιάς (Νικοχάρη, Αριστομένη, Νικοφώντα, Αλκαίου). Με αυτό το κείμενο, εγκαινιάζεται ιστορικά ένα καινούργιο είδος θεάτρου, η Μέση Αττική Κωμωδία, με την ανώδυνη αλληγορική της θεματολογία, την απάλειψη των χορικών και της παράβασης.
Η κωμωδία πραγματεύεται ένα θέμα πάντα επίκαιρο, την άνιση κατανομή των αγαθών. Στην παραμυθένια αυτή παραβολή, ο αγρότης Χρεμύλος και ο τετραπέρατος δούλος του Καρίων καταπιάνονται να γιατρέψουν τον τυφλό Πλούτο ώστε να τον διαχειρίζονται ενάρετοι άνθρωποι και όχι «άτιμοι, πονηροί, δημοσκόποι και άλλοι θεομπαίχτες».
Μέσα από τον άρτια δομημένο αγώνα λόγων ανάμεσα στον Πλούτο και την Πενία, προβάλλεται η άποψη ότι η εργασία αποτελεί τη βάση της κοινωνίας και εξασφαλίζει την ισορροπημένη λειτουργίας της ενώ, αντίθετα, η κατάχρηση του πλούτου οδηγεί στη μαλθακότητα που προκαλεί την παρακμή του λαού.
Στη σκηνή που περιγράφεται η θεραπεία του Πλούτου στο ιερό του Ασκληπιού, καυτηριάζεται έντονα η υποκρισία του ιερατείου το οποίο εκμεταλλεύεται την πίστη ή τη θρησκοληψία των απλών ανθρώπων και ζει παρασιτικά εις βάρος τους.
Μπροστά σ’ ένα έργο που αποτυπώνει την έκπτωση τόσο των θείων όσο και των ανθρώπινων αξιών, ο σκηνοθέτης Νίκος Χαραλάμπους εύστοχα διερωτάται – σε προλογικό σημείωμα στο θεατρικό πρόγραμμα – αν το μοναδικό αυτό δείγμα μέσης κωμωδίας πρέπει ν’ αναπαρασταθεί ως βουκολική όπερα, μελαγχολικό πανηγύρι ή σουρεαλιστική ουτοπία.
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία μοιάζει ν’ αναπαράγει την παγιωμένη όψη που είχε διαμορφώσει στο παρελθόν και δεν επιχειρεί να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας με τη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από ευφυή σχόλια ή μεταφορές και αναφορές σε σημερινά συμβάντα. Πληθώρα θολών συμβολισμών και ανολοκλήρωτων θεωρητικών σκέψεων στερούν από το θέαμα την ενέργεια, τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα και το ρυθμικό παλμό.
Το σκωπτικό χιούμορ, τα εμπνευσμένα λογοπαίγνια, τα πολιτικά σχόλια και η αχαλίνωτη αθυροστομία του αριστοφανικού λόγου (στο βαθμό που επιβιώνουν σε αυτό το κείμενο) αποδόθηκαν στεγνά, «ακαδημαϊκά» και σε πολλά σημεία αλλοιώθηκαν μέσα από έναν ακατανόητο για την εποχή μας καθωσπρεπισμό. Ωστόσο, ας σημειωθεί η παρατήρηση του K. J. Dover που αναφέρει ότι «ο Πλούτος σχετίζεται λιγότερο με θέματα οικονομίας και κοινωνιολογίας και περισσότερο με τη μαγεία, τη φαντασία και το υπερφυσικό».
Ο σκηνικός χώρος τον οποίο διαμόρφωσε ο Γιώργος Ζιάκας – πελώριες ενωμένες ξύλινες λωρίδες που σχηματίζουν ένα είδος τσουλήθρας – επιτρέπει στους ηθοποιούς να κινηθούν με άνεση αλλά δεν κατορθώνει να λειτουργήσει συνδηλωτικά με τη μυθοπλασία και καταλήγει να φαίνεται περισσότερο σαν εφφέ. Αναμφισβήτητα η σύλληψη κατασκευής του υποστηρίζεται από σαφές θεωρητικό πλαίσιο και αποτελεί προϊόν έρευνας αλλά στη σκηνική εφαρμογή της δεν ανακαλύπτονται με ευκρίνεια οι προθέσεις της. Το ίδιο συμβαίνει και με τις φέτες από το μεγάλο καρπούζι που δεσπόζει το κέντρο της σκηνής. Οι φέτες του καρπουζιού περιφέρονται ρυθμικά από τον άρτια συντονισμένο χορό (που δίδαξε ο Ισίδωρος Σιδέρης) αλλά η δυναμική αυτού του σκηνοθετικού ευρήματος εξαντλείται σύντομα σκορπώντας ερωτηματικά.
Τα κοστούμια δεν ακολουθούν μια ενιαία γραμμή και οι ετερόκλητες επιλογές ενισχύουν μια κιτς αισθητική.
Η άτολμη, ανιαρή και αμήχανη ροή της δράσης δεν προκαλεί αβίαστα το γέλιο στην πλατεία. Κάποιες ερμηνείες επιχειρούν να καλύψουν αδυναμίες της απόδοσης με θεατρικά τερτίπια και καμώματα όπως απομίμηση κωμικών φωνών, υψηλοί τόνοι, μούτες και τραβήγματα που αποσπούν προσωρινά την προσοχή του κοινού με τη χάρη του σκέρτσου. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την προβληματική εκφορά των στίχων των τραγουδιών (που ακούγονται ηχογραφημένα), τις άστοχες προσθήκες και το αμήχανο φινάλε δε διευκολύνουν τον θεατή να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πλοκής οδηγώντας από νωρίς στην πλήξη.
Ίσως είναι κοινότυπο να επισημανθεί ότι στις σύγχρονες παραστάσεις αριστοφανικών κωμωδιών η διασκευή κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος και να επικοινωνήσει με το σημερινό θεατή. Οι μεταφράσεις παλιώνουν και απαιτούν αναθεωρήσεις ενώ η σκηνοθεσία πρέπει να προσαρμόζεται στο εκάστοτε «εδώ και τώρα». Ο μεταφραστής και ο σκηνοθέτης οφείλουν ν’ αναζητήσουν αναλογίες σε όλα τα επίπεδα (λέξη, ήχος, όψη, κίνηση, μέλος) με τρόπο ώστε να μην αλλοιωθεί ο στόχος της κριτικής του ποιητή, το ήθος, η διάνοια, το χιούμορ και το αισθητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι χαρακτήρες, οι συμπεριφορές και τα κίνητρα προβάλλονται και σατιρίζονται. Και αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί δεξιοτεχνία αν δεν θέλει κανείς να διαγράψει το συγγραφέα ή να καταφύγει στην παραποίηση και την αυθαιρεσία προβάλλοντας με δόλο ένα δικό του έργο.
Παρά τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν, η παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου κατέθεσε και υποστήριξε με εντιμότητα τη δική της οπτική.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Πλούτος» του Αριστοφάνη
Από το Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου
Μετάφραση: Κωστής Κολώτας
Σκηνοθεσία: Νίκος Χαραλάμπους
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Στίχοι: Κωστής Κολώτας
Χορογραφία: Ισίδωρος Σιδέρης
Μουσική Διδασκαλία: Εύη Αυξεντίου
Μάσκες : Αντώνης Κατσαρής
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Κουκουμάς
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νεοκλής Νεοκλέους, Ντίνος Λύρας, Αννίτα Σαντοριναίου, Γιώργος Μουαΐμης, Στέλα Φυρογένη, Έλενα Παπαδοπούλου, Αχιλλέας Γραμματικόπουλος, Ανδρέας Τσουρής, Νιόβη Χαραλάμπους, Χάρης Κκολός, Σταύρος Λούρας, Ανδρέας Βασιλείου
Χορός : Χριστόφορος Χριστοφόρου, Σώτος Σταυράκης, Θανάσης Δρακόπουλος, Μιχάλης Κορομίας, Μήδεια Χάννα, Λέα Μαλένη, Έλενα Δημητρίου, Ηλέκτρα Φωτιάδου, Ερμίνα Κυριαζή, Χριστιάνα Λάρκου, Κατερίνα Λούρα