Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

«Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Θέατρο «Άττις – Νέος Χώρος» από την Ομάδα «Σημείο Μηδέν»


      

       Στις τραγωδίες του Σοφοκλή, το «αντίπαλον δέος» είναι ένας άλλος θνητός ή και μια ολόκληρη κοινωνία. Η πολιτική προσδιορίζεται και δημιουργεί σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο έκκεντρο συμβάν και στην ηθική διάσταση των πράξεων του ήρωα αλλά και της συλλογικής ευθύνης των πολιτών. Ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή διαπράττει την ύβρη ωθούμενος από ένα διαφορετικό και συνάμα συγκρουσιακό στοιχείο, που στοιχειοθετεί προσωπική κοσμοαντίληψη με επιπτώσεις στην πόλη και στη διαμόρφωση και διατύπωση πολιτικού λόγου και αντιλόγου.

       Η διαλεκτική που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Αντιγόνη και το «αντίπαλον δέος», τον Κρέοντα, αναδεικνύεται σε αρχέγονη αντιπαράθεση ανάμεσα στο δίκαιο του πολίτη και στο δίκαιο του κρατούντος. Η Αντιγόνη, μετά την κορυφαία πράξη ενταφιασμού του αδελφού της, καθίσταται παράδειγμα προς μίμηση για να συμβολοποιηθεί εν συνεχεία και να εγκατασταθεί και αυτή στο πάνθεον των αρχετύπων. Ως αθάνατο αρχέτυπο, η Αντιγόνη λαμβάνει την εντολή, σε κάθε εποχή, να δικαιώσει όλους τους χαμένους αγώνες ανάμεσα στην εξουσία και στον εξουσιαζόμενο.
       Η πειραματική αναπαράσταση και η πολυδιάστατη ερμηνεία της «Αντιγόνης» από τον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο και τους ηθοποιούς της ομάδας του, κωδικοποιούν την ηρωική εκφορά του προσώπου, δια του οποίου δικαιολογείται και δικαιώνεται η αντίσταση στην εξουσία, χωρίς τοπικά και χρονικά συμφραζόμενα. Στην άδεια σκηνή ενός κλειστού, εργαστηριακού δωματίου, ο χώρος κοσμείται με τα σώματα των ηθοποιών και γεμίζει από τις ρυθμικά παλλόμενες κινήσεις τους. Το μαύρο χρώμα στα στοιχειώδη ενδύματά τους ουδετεροποιεί τα εξέχοντα χαρακτηριστικά των προσώπων προκρίνοντας την ομοιογένεια. Κίνηση και λόγος συμπορεύονται αντιστικτικά για να διαμορφώσουν ένα τελετουργικό, διονυσιακό, οργιαστικό, θα λέγαμε, περιβάλλον που φωτίζει καίρια ο Κώστας Μπεθάνης εναλλάσσοντας το λευκό με το σκοτεινά κόκκινο χρώμα.
       Ο Δημήτρης Δημητριάδης συνθέτει μια «παρτιτούρα» λόγου στην οποία δεσπόζει η μείξη αρχαιοπρεπών λεξημάτων και συνταγμάτων με καθημερινής χρήσεως εκφωνήματα. Ο Σάββας Στρούμπος «εγγράφει» στον χώρο της σκηνής το «πάσχων» σώμα της ηρωίδας – συμβόλου, που λειτουργεί δίκην μετωνυμικής μεταφοράς ενός γενικευμένου άλγους μέσω του οποίου προοικονομείται ο τελικός θρήνος. Πράγματι, ο σκηνοθέτης στηρίζεται στη σωματικότητα μέσα από μια γεωμετρική επεξεργασία των ζητημάτων που αποτυπώνουν οι κώδικες των ρόλων. Το σώμα «ανατέμνεται» δημιουργικά συνθέτοντας και αποδομώντας εννοιολογήματα και καταστάσεις του θυμικού μέσα από κορυφώσεις. Οι ηθοποιοί, χάρη στους οποίους επιτυγχάνεται το άρτιο σκηνικό αποτέλεσμα, υπηρετούν πειθαρχημένα ένα ερμήνευμα, προϊόν θεατρικής επεξεργασίας γλωσσικών και παραγλωσσικών επιλογών του σκηνοθέτη.
       Αξίζει να σταθούμε στις εξαιρετικές φωνητικές επιδόσεις, την εκφραστικότητα και την ενιαία υποκριτική υφολογία της ομάδας με προεξάρχοντα την Αντιγόνη της Έβελυν Ασουάντ που διακρίνεται ιδιαιτέρως στα τραγουδιστικά κομμάτια.  Ως Κρέων, ο Κωνσταντίνος Γώγουλος ανάγει τον ήρωα σε οικουμενικό πρότυπο εξευτελισμού της εξουσίας. Αποκαλυπτική, η Έλλη Ιγγλίζ, τόσο ως Τειρεσίας όσο και ως κορυφαία Χορού, καταδεικνύει τη λειτουργικότητα ενός ουδέτερου προσωπείου που κερματίζει το πρόσωπο. Το συριστικό της εκφοράς του Γιάννη Γιαραμαζίδη υπογραμμίζει την αρχική διστακτικότητα του «άγουρου» νεαρού Αίμονα που επιχειρεί να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον «ώριμο» αυταρχικό πατέρα. Με φωνητική και σωματική ακρίβεια κινείται η Ανδρομάχη Φουντουλίδου στους ρόλους της Ισμήνης και του Αγγελιαφόρου. Τη διανομή συμπληρώνουν επάξια η Ρόζυ Μονάκη (Ευρυδίκη και κορυφαία Χορού) και ο Στέλιος Θεοδώρου – Γκλίναβος (Φύλακας και Εξάγγελος).