Στο ζοφερό ποιητικό σύμπαν του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936), ο έρωτας προσλαμβάνει σκοτεινές αποχρώσεις της στέρησης και φέρει μέσα του τον ίδιον τον σπόρο της ακύρωσής του. «Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1936), έργο ηφαιστειακών και μητριαρχικών παθών και συγκρούσεων, στροβιλίζεται γύρω από τα όρια της ατομικής ελευθερίας και των τυραννικών προκαταλήψεων.
Οι θυγατέρες της αυταρχικής Μπερνάρντα έρχονται αντιμέτωπες με τα κοινωνικά ταμπού και την άκαμπτη παραδοσιακή ηθική που αγνοεί προκλητικά τις ανάγκες της νεότητας. Βυθισμένες στο πένθος από την απώλεια του πατέρα θα υποχρεωθούν να ζήσουν έγκλειστες στην οικία τους και ν’ ακολουθήσουν κατά γράμμα τις αυστηρές ηθικές υποδείξεις της χήρας, η οποία τις ακυρώνει κάθε ελπίδα να γευτούν τον έρωτα, την ώρα που η φύση το υπαγορεύει επιτακτικά.
Αυτόν τον πολύκλωνο βρόχο της στέρησης που τόσο οι κοινωνικές συμβάσεις όσο και ο δεσποτικός χαρακτήρας της μητέρας έχουν κατεργαστεί, καταπνίγοντας το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των ερωτικών πόθων των γυναικών, η Αδέλα, η μικρότερη κόρη του σπιτιού, τον κόβει απότομα συναντώντας παράνομα τον αρραβωνιαστικό της πρωτότοκης. Ο Πέπε Ρομάνο, δεν εμφανίζεται καθόλου στη διάρκεια του έργου αλλά διεγείρει τις κόρες που, επειδή αδυνατούν να εναντιωθούν στους περιορισμούς της τυραννικής μητέρας, αλληλοσπαράζονται με ανταγωνισμούς, λογομαχίες, κατηγορίες και φαρμακερά υπονοούμενα.
Η άνομη εγκυμοσύνη θα προκαλέσει ολέθρια καταστροφή και η Μπερνάρντα με τυφλή προσήλωση στην επιφανειακή τάξη των καταστάσεων που νομίζει ότι ορίζει απόλυτα, θα βάλει την τιμή, την ηθική ορθότητα και τη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου ακόμα και πάνω από τον θάνατο ενώ το όνομά της παραπέμπει τραγικά στο λευκό, αγνό και άσπιλο.
Ο Στάθης Λιβαθινός συγκέντρωσε σημαντικές δυνάμεις της παλιάς και της νέας γενιάς ηθοποιών. Με τις αναγνωρίσιμες σκηνοθετικές εμμονές του έπλασε εικόνες, οι οποίες προβάλλουν το θεμέλιο λίθο του ρεαλισμού της καθημερινότητας στον καθρέφτη των μεταπτώσεων από την ευφορία στην παροδική πίκρα, που αποπνέει η παραίτηση από βασικές χαρές του βίου. Παραδείγματα ο εναρκτήριος μονόλογος της Πόνσια με το λουκάνικο (στην παράσταση έχουν αφαιρεθεί οι ρόλοι της Προυδένσια, των υπηρετριών, της ζητιάνας, των μαυροφορεμένων γυναικών και τα λόγια τους έχουν μοιραστεί στα υπόλοιπα πρόσωπα), οι σκηνές με τους κουβάδες νερό και το πλύσιμο των ασπρόρουχων, οι προσευχές στα λατινικά και οι διαπληκτισμοί των κοριτσιών. Ο κύριος Λιβαθινός ψηλαφεί τις μικρές πληγές των ηρώων του ποιητή της Γρανάδας εστιάζοντας κάθε φορά την προσοχή του θεατή στη δεσπόζουσα δέσμη περιστατικών που στοιχειωθετούν τη συμπεριφορά των προσώπων. Η σκηνοθετική οπτική του συνοψίζεται στην τήρηση του μέτρου και του ρυθμού της δράσεως και του λόγου.
Ο σκηνικός χώρος που διαμόρφωσε η Ελένη Μανωλοπούλου παραπέμπει συμβολικά στον θάνατο και δεν ακολουθεί τις υποδείξεις των σκηνικών οδηγιών. Με άλλα λόγια, δεν παρουσιάζει την επίπλωση του εσωτερικού χώρου του σπιτιού με τα αντικείμενα που περιγράφονται αλλά «ντύνει» τους τοίχους με λουλούδινο επίστρωμα μεταφορικών και μετωνυμικών σημάνσεων. Μοναδικό δρων αντικείμενο της σκηνογραφίας η δεξαμενή στο κέντρο της σκηνής που θα γεμίσει σταδιακά νερό στις σκηνές με τους κουβάδες, και οι πολλαπλές χρήσεις της. Τα καλαίσθητα κοστούμια της κυρίας Μανωλοπούλου υποστηρίζουν το σχήμα του πένθους και τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστιάζουν στις χρονικές στιγμές που αποκαλύπτονται τα απομεινάρια των συναισθημάτων ενώ η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα προϊδεάζει την εξέλιξη της δράσης.
Η Μπέττυ Αρβανίτη δε δυσκολεύεται ν’ αντλήσει στοιχεία από την υποκριτική της υφολογία για ν’ αποδώσει τη δυναστευτική φιγούρα της Μπερνάρντα καταθέτοντας μια αξιόλογη ερμηνεία.
Η γκροτέσκο εμφάνιση της Σμαράγδας Σμυρναίου, η οποία υποδύεται τη Μαρία Χοσέφα, τη στοιχειωμένης ψυχή του σπιτιού που εκστομίζει με την ελευθερία του ακαταλόγιστου όλα όσα πνίγουν τις ανύπαντρες θυγατέρες, δεν έπεσε στην υπερβολή και αποδόθηκε με μέτρο.
Η Τζίνη Παπαδοπούλου στο ρόλο της Ανγκούστιας τονίζει πολυσημειακά το χαρακτήρα, επιτυγχάνοντας έτσι να τον αποκαλύψει στο θεατή σε διαφορετικές εκφάνσεις.
Η Γωγώ Μπρέμπου ως Μαγδαλένα ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις του ρόλου της.
Η Αμέλια της Εκάβης Ντούμα και η Μαρτύριο της Κόρας Καρβούνη αποπνέουν μια έρπουσα διάθεση ακυρώσεως των ενεργειακών δυνάμεων των ρόλων, εστιάζοντας την υπόδυσή τους στην ενδοσκόπηση και στο κλείσιμο σ’ ένα περίγραμμα σχηματοποιήσεως.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου ερμηνεύει εξελικτικά και με αισθαντική θηλυκότητα την Αδέλα.
Η Ανέζα Παπαδοπούλου ως Πόνσια κινείται ξεκάθαρα στην ενσάρκωση του χαρακτήρα, εμφανίζοντας και κάποια διάθεση σχολιασμού του ρόλου.
Στο πρόγραμμα της παράστασης που επιμελείται ο θεατρολόγος Παναγιώτης Μιχαλόπουλος, υπάρχει ολόκληρη η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου, κείμενα γύρω από τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, έγκυρη αλλά όχι εξαντλητική ελληνική παραστασιογραφία, φωτογραφικό υλικό και τα βιογραφικά των συντελεστών.
Στο σύνολό της, μια αξιόλογη παράσταση που συστήνεται ανεπιφύλακτα στους σταθερούς αναγνώστες της στήλης.