Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

«Οι δύο χέστηδες» του Ευγένιου Λαμπίς στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Φρυνίχου)

 



     Ο Βασίλης Παπαβασιλείου μεταφράζει και σκηνοθετεί (με τη συμβολή της Νικολέτας Φιλόσογλου στη δραματουργική επεξεργασία) ένα χαρακτηριστικό δείγμα του βωντεβίλ αναδεικνύοντας ευθύβολα την αισθητική του. Ο Λαμπίς αναβαθμίζει το είδος, που έχει τις ρίζες του στον 17ο αιώνα και οφείλει πολλά στην Κομμέντια ντελ’ Άρτε, με τη δεξιοτεχνική χρήση της γλώσσας, το κομψό ύφος, την καυστική ειρωνεία, τα χαριτωμένα άσματα και την ευρηματικότητα του, την οποία τροφοδοτούσαν συχνά οι συνεργάτες συγγραφείς. Διακωμωδεί την παρισινή κοινωνική ζωή του 19ου αιώνα χωρίς να επιδιώκει την καταγγελία μέσα από κωμωδίες ανατρεπτικών καταστάσεων που προβάλλουν με μεγεθυντικό φακό τη φαιδρότητα, την ηθική ελαφρότητα, την υποκρισία και τη ματαιοδοξία του μέσου αστού.

     Σε αυτό το καθαρό θέατρο της διασκέδασης εντάσσεται και η μονόπρακτη κωμωδία, «Οι δύο χέστηδες» («Les Deux Timides», 1860), που έγραψε σε συνεργασία με τον Μαρκ Μισέλ, με θέμα το ελάττωμα της συστολής, της ατολμίας ενός ατόμου και τις συνέπειές του για τον ίδιο και τους άλλους γύρω του. Όταν δεν έχεις το θάρρος να διεκδικήσεις αυτό που θέλεις ή να αρνηθείς αυτό που δεν θέλεις, να πεις το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι, γίνεσαι έρμαιο της τύχης και χειραγωγείσαι από τον άλλο. Δεν είσαι ντροπαλός, είσαι χέστης. Η μετάφραση του Παπαβασιλείου ενισχύει με καίριες επιλογές το φαρσικό στοιχείο του έργου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τίτλο («timide» στα γαλλικά σημαίνει ντροπαλός), μένοντας πιστή στο ύφος και το πνεύμα του μέσα από μια ζωντανή, περιπαικτική γλώσσα.

     Οι σκηνικές οδηγίες στον 19ο αιώνα επιμένουν στη ρεαλιστική απεικόνιση του χώρου μέσα από λεπτομερείς περιγραφές. Το σκηνικό του Άγγελου Μέντη είναι λιτό και αφαιρετικό με ένα μικρό «λαβύρινθο» από λευκά πανιά και τρία βάζα με κόκκινα λουλούδια, το χρώμα του ερωτικού πάθους. Τα λουλούδια ανάγονται σε πολυχρηστικό αντικείμενο – έκσταση που υπογραμμίζει τις διαπλεκόμενες σχέσεις των προσώπων και τον παιγνιώδη, ανώδυνο χαρακτήρα της δράσης. Τα λευκά πανιά πάνω στα οποία εναλλάσσονται τα χρώματα των ζωηρών φωτισμών της Στέλλας Κάλτσου «φιλοξενούν» τις σκιές των προσώπων αποκαλύπτοντας μέσα από το θέατρο σκιών τις απόκρυφες σκέψεις τους. Στην ίδια αφαιρετική γραμμή κινούνται και τα κοστούμια του Μέντη με χαρακτηριστικά που ενισχύουν το κωμικό.  Η μουσική σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου, οι στίχοι των τραγουδιών (Γιάννης Καλαβριανός, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Σμαράγδα Κόκκινου, Νικολέτα Φιλόσογλου) και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού δένουν αρμονικά με τη σκηνοθετική ανάγνωση που μένει πιστή στο πνεύμα του βωντεβίλ.

     Το ελάττωμα της αναποφασιστικότητας και της δειλίας εικονοποιεί υποδειγματικά ο Γιώργος Γλάστρας στον ρόλο του Φρεμισέν, του νεαρού που δεν τολμά να διεκδικήσει τη γυναίκα που αγαπά. Η ποικιλία της πλούσιας παραγλωσσικής έκφρασης του ηθοποιού είναι ταυτόχρονα και μια διακριτική κριτική του ρόλου με πολλαπλές προεκτάσεις. Ο Θέμης Πάνου, ως Τιμποντιέ, ο πατέρας που δεν μπορεί να πει όχι στον επίδοξο προικοθήρα της κόρη του, ο δεύτερος χέστης, κινείται ευέλικτα και εξελικτικά για να επισημάνει την ανατροπή. Όταν αποδεικνύεται ότι ο Γκαραντού, ο παρ’ ολίγον γαμπρός του, κακοποίησε την πρώην γυναίκα του και οδηγήθηκε στη φυλακή, ο Τιμποντιέ παύει να είναι χέστης, υψώνει τη φωνή του και βρίσκει το σθένος να βάλει τα πράγματα στη θέση του. Αλλά, όπως είπαμε, ο Γάλλος συγγραφέας κλείνει το μάτι, φωτογραφίζει τα κακώς κείμενα με ανάλαφρο τρόπο και δεν επιδιώκει την καταγγελία. Έτσι, τόσο η Καικίλια της Κλέλιας Ανδριολάτου, η κόρη της οποίας η ευτυχία εξαρτάται από τις αποφάσεις πατέρα και αγαπητικού, όσο και ο Γκαραντού του Αλέξανδρου Χρυσανθόπουλου αλλά και η υπηρέτρια Αννέτα της Σμαράγδας Κόκκινου αποδίδονται με ευφυή κωμικά μέσα στον αστερισμό της παρωδίας.