Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

«La Chunga» του Μάριο Βάργκας Λιόσα από την ομάδα «Νάμα» στην κεντρική σκηνή του θεάτρου «Επί Κολωνώ»


Το «La Chunga» παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και γράφτηκε το 1985. Είναι το τέταρτο από τα οχτώ θεατρικά έργα του περουβιανού συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα. Ο Λιόσα είναι, μετά το νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, ο πιο πολυδιαβασμένος εν ζωή λατινοαμερικανός συγγραφέας, διάσημος κυρίως για τα μυθιστορήματά του, πολλά από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στη γλώσσα μας. Οι ήρωες του έργου αυτού, καθώς και κάποια στοιχεία της ιστορίας τους, προϋπάρχουν σε μερικά από τα γνωστά μυθιστορήματά του όπως «Το Πράσινο Σπίτι», «Ο Λιτούμα στις Άνδεις» και «Το Παλιοκόριτσο».

Λίγα λόγια για το έργο
Σε ένα μπαρ στη Λίμα, το 1945, στις παρυφές μιας παραγκούπολης, στην άκρη της ερήμου της Πιούρα, συναντιούνται κάθε βράδυ τέσσερις άντρες για να παίξουν ζάρια, να πιούν, να τσακωθούν, να φαντασιωθούν ελκυστικές συγκυρίες και να μοιραστούν λίγη από την μοναξιά τους.
Η ιδιοκτήτρια του μπαρ, μια παράξενη γυναίκα με αυστηρούς τρόπους κι απόμακρο ύφος, υποδέχεται τους τακτικούς της πελάτες παραδομένη στη ρουτίνα της, υπομένοντας καρτερικά τις ιδιοτροπίες τους και επιβάλλοντας ταυτόχρονα στιβαρή πειθαρχία όταν παρεκτρέπονται.
Ένα απόγευμα ο Χοσεφίνο, ο πιο γοητευτικός από τους τέσσερις, φέρνει μαζί του την μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του, την Μέτσε, ένα πανέμορφο, ντροπαλό κορίτσι που γίνεται αμέσως ποθητό κι από τους υπόλοιπους άντρες της συντροφιάς. Ωστόσο, καθώς η νύχτα προχωράει, ο άντρας παρασύρεται από το παιχνίδι των ζαριών κι όταν κάποια στιγμή τελειώνουν τα λεφτά του, προσφέρει στην Τσούνγκα το κορίτσι του για μία νύχτα, ζητώντας σαν αντάλλαγμα ένα ποσό ώστε να συνεχίσει να παίζει. Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τι συνέβη εκείνη τη νύχτα ανάμεσα στη γυναίκα και το κορίτσι. Το γεγονός όμως είναι πως η νεαρή εξαφανίζεται.
Στην δεύτερη πράξη, βλέπουμε την παρέα των αντρών, στο ίδιο μπαρ, ένα χρόνο μετά. Η κουβέντα περιστρέφεται ξανά γύρω από την Μέτσε και την παράδοξη εξαφάνισή της. Ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του, τις φαντασιώσεις του και τους ενδόμυχους πόθους του, φαντασιώνεται μια διαφορετική έκβαση της ιστορίας, ακριβώς σαν να την ζούσε.
Και μέσα από τις ονειρικές διαδρομές των αφηγήσεων αχνοδιαγράφεται και η σχέση της Τσούνγκα με την Μέτσε, μια σχέση παράδοξη αλλά και τρυφερή. Στην εκδοχή αυτή, η γυναίκα ταυτίζεται με το κορίτσι και του προσφέρει το αντίτιμο για να απελευθερωθεί από την κόλαση της παραγκούπολης και την μέλλουσα εκπόρνευση ώστε να ζήσει σε μια άλλη πόλη, σ’ έναν υποθετικό παράδεισο κάπου έξω και μακριά, στον οποίο η ίδια επιδίωκε κάποτε να δραπετεύσει.
Η Τσούνγκα μένει παγιδευμένη στον εφιαλτικό μικρόκοσμό της έχοντας εξαργυρώσει το εισιτήριό της απόδρασής της για να χρηματοδοτήσει την φυγή του κοριτσιού αλλά δεν πρόκειται απλά για μια πράξη μεγαλοψυχίας. Δίνοντας μια ελπίδα διαφυγής στο όμορφο και ποθητό πλάσμα την δίνει στην πραγματικότητα, στον ίδιο τον νεανικό εαυτό της, εκείνον που έχει για πάντα απολεσθεί αλλά κατοικεί ακόμα στα μύχια της ψυχής της και που κατανοεί πως δεν θα μπορούσε ποτέ να τον ακολουθήσει σε έναν άλλο κόσμο όσο ιδανικός κι αν ήταν αυτός, αφού όλη της η ύπαρξη είναι πια αναπόσπαστο τμήμα αυτής της άσχημης παραγκούπολης και των εξαθλιωμένων κατοίκων της.

Η παράσταση
Η σκηνοθέτης Ελένη Σκότη εναρμόνισε τις αντιθέσεις του έργου με επιδεξιότητα, δημιουργώντας παράλληλα πεδία δράσης και φωτίζοντας τα έτσι, ώστε όνειρο και πραγματικότητα να συνυπάρχουν, το ευτελές να αποκτά αίγλη από την συνύπαρξή του με το απρόσιτο κι οι διαφορετικές δυναμικές να συγκρούονται μέσα σ’ ένα κοινό πλαίσιο υποκριτικής και κινησιολογίας. Χωρίς να καταφύγει σε στυλιστικές ερμηνείες, απέδωσε το άγγιγμα του φαντασιακού μέσα από την αξιοποίηση των ονειρικών σεκάνς και το ενέταξε αρμονικά στις σκηνοθετικές φόρμες της δημιουργώντας μια συμπαγή ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού.
Το σκηνικό και τα κοστούμια σχεδίασε ο Γιώργος Χατζηνικολάου, ο οποίος κινήθηκε σε δύο επίπεδα αποδίδοντας την αυθεντική αίσθηση του χώρου αλλά και την μεταφυσική του διάσταση με σκληρά υλικά, ρεαλιστικές κατασκευές και ονειρικές υπομνήσεις. Τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς ενορχήστρωσε ο Νίκος Βλασόπουλος. Την μουσική επένδυση εκτελεί ζωντανά ο Ισίδωρος Πάτερος.
Τη μετάφραση από τα ισπανικά υπογράφει η καθηγήτρια θεατρικής μετάφρασης Μαρία Χατζηεμμανουήλ, η οποία απέδωσε με ευκρίνεια κι αυθεντικότητα τόσο τα ρεαλιστικά όσο και τα ονειρικά και ποιητικά στοιχεία του έργου.
Εξαιρετική η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της Τσούνγκα προσφέρει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της, τσαλακώνοντας την εικόνα της και συνθέτοντας το ρόλο της μέσα από λεπτομέρειες που αποκαλύπτουν τις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα της παράξενης ηρωίδας χωρίς να αφαιρούν κάτι από την απόκοσμη αίσθηση της παρουσίας της.
Η νεαρή Ηλιάννα Μαυρομάτη στην πρώτη της θεατρική εμφάνιση ενσαρκώνει μια εύθραυστη και γοητευτική Μέτσε, που αποπνέει ταυτόχρονα, αυθορμησία, ερωτισμό, αθωότητα και αφοπλιστική αφέλεια.
Ο Δημήτρης Λάλος στο ρόλο του Χοσεφίνο, αποδίδει στην εντέλεια τον χαρακτήρα του ρωμαλέου άντρα που κατατρύχεται από τις αδυναμίες του.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος ως Λιτούμα, ο Δημήτρης Καπετανάκος ως Χοσέ και ο Γιάννης Λεάκος ως πίθηκος συμπληρώνουν την επιτυχημένη διανομή, αποδίδοντας τους ρόλους τους με κινησιολογική και υποκριτική ευχέρεια.