Το έργο του Ζοέλ Πομμερά, με τον
ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τίτλο, «Η
Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» (2013), στηρίζεται σε είκοσι
στιγμιότυπα, σχεδόν αυτοτελή σε ό,τι αφορά την εν γένει θεματική που
πραγματεύονται. Εξάλλου, το δρων που εμφανίζεται ως χορευτική ή και
τραγουδιστική φιγούρα, διασφαλίζει, θα λέγαμε, την ενότητα του «μύθου» της
«επανένωσης». Όμως, για ποια επανασύνδεση μιλάει ο Γάλλος συγγραφέας;
Οπωσδήποτε ο Ζοέλ Πομμερά ερμηνεύει
ένα, εκ πρώτης όψεως, άγνωστο υλικό με αλληγορικά ερείσματα, πάνω στα οποία
κινούνται οι έννοιες που παράγει ο λόγος. Άλλωστε, κάθε πρόταση, κάθε
παράγραφος, κάθε εκφωνούμενη λεκτική σύνθεση του έργου, δημιουργεί ιδιάζον
κλίμα ανάπτυξης των ηρώων που απασχολούν κάθε ένα από τα σκηνικά περιστατικά.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι μικρές κειμενικές μονάδες θεμάτων, που
συγκροτούν το έργο, εξυφαίνουν την αίσθηση ενός εσωτερικού σπαραγμού και μιας
ανείπωτης συγκίνησης: αγάπη, εγκατάλειψη, επίπονη βυθοσκόπηση στον εαυτό και
στον άλλο, πόνος βαθύς και αβάσταχτος, στα όρια μιας ψυχικής αφασίας, αυτά
είναι μερικά από τα συστατικά που λαμβάνουν μέρος σε αυτό το άγριο «πανηγύρι»
των σχέσεων. Για τον Γάλλο δραματουργό, η μεγαλύτερη στέρηση του ανθρώπου είναι
εκείνο το «αμετακίνητο» και το αδιόρθωτο κενό που αφήνει η έλλειψη του άλλου.
Τίποτα δεν είναι πιο βασανιστικό για την ανθρώπινη ύπαρξη από την αδιαφορία που
οδηγεί στην κακομεταχείριση του άλλου. Εξάλλου, ο δραματουργός γυρίζει πολύ
γρήγορα την πλάτη στα πλάσματα που κατασκευάζει στους μικροσκοπικούς θεατρικούς
του κόσμους. Πρόκειται για μια στιγμιαία αντίδραση γεμάτη ειρωνεία σε
αντιδιαστολή προς το ουρλιαχτό που μένει στη μέση και δεν του επιτρέπεται το
στάδιο της κάθαρσης.
Ο Ζοέλ Πομμερά αρνείται στα σκηνικά του δημιουργήματα την καθαρτική
διαδικασία μέσα από το αποτέλεσμα μιας δίκης αλλά και μιας ενδεχόμενης
καταδίκης. Όχι! Ο άνθρωπος του Γάλλου συγγραφέα πρέπει να βιώσει μέχρι το τέλος
την κακοπάθεια, την απάθεια και κάθε τι που τιμωρεί το πάθος και το πάθημα.
Έτσι, οι εύθραυστες σιλουέτες που παρελαύνουν στα περίφημα στιγμιότυπα σαν
φευγαλέες εικόνες φωτογραφικής μηχανής, μοιάζουν με τον γυάλινο κόσμο του
ομότιτλου έργου του Τενεσή Ουίλλιαμς. Ένας γυάλινος κόσμος θεμελιωμένος στον
λυγμό που μετατρέπεται σε σιωπηλό ουρλιαχτό εσωτερικού ανελέητου πόνου. Ο
συγγραφέας γίνεται μάλιστα σκληρός με τους αδύναμους αντι-ήρωές του. Κανείς δεν
μπορεί να ξεφύγει από τον κλοιό στον οποίο, «χωρίς περίσκεψη χωρίς αιδώ» – θα
έλεγε ο Καβάφης – περιορίζεται ασφυκτικά από τους άλλους και από τον ίδιο του
τον εαυτό. Όλα κλειστά και παγωμένα για μια γυναίκα, παραδείγματος χάρη, που
δηλώνει το παράδοξο του δικού της εγκλεισμού καθώς πρέπει να χωρίσει μετά από
πάρα πολλά χρόνια γάμου γιατί δεν υπάρχει αγάπη. Μια άλλη ηρωίδα του Πομμερά
δηλώνει κι εκείνη ότι θέλει διαζύγιο από τον σύζυγό της γιατί ενώ έχει τα
πάντα, «η αγάπη δεν αρκεί»! Κι όμως, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με σοβαρότητα
και γνήσιο συναίσθημα ανθρώπου που κινεί τις μαριονέτες του με μια ανεπαίσθητη
διάθεση να λειτουργήσει αρμονικά το μικροσύμπαν τους. Και παρά το γεγονός ότι
σε πολλά σημεία των ανεξάρτητων επεισοδίων της «Επανένωσης της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» «βλέπουμε» τον
κλαυσίγελο, κανείς δεν θέλει ούτε να κλάψει ούτε να γελάσει. Το παράδοξο
κυριαρχεί ενώ το θετικό πρόσημο διαδέχεται το αρνητικό, καθώς ο θεατής/ακροατής
γίνεται μάρτυρας καταστάσεων που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο «άνευ
προηγουμένου». Πράγματι, σε κάποιες στιγμές θα ήθελες να φωνάξεις, «Μα αυτό δεν
είναι δυνατόν. Δεν γίνεται.». Εντούτοις, το θέατρο μετατρέπεται σε αρένα και
στην καλύτερη περίπτωση θυμίζει ένα μόνιμο δικαστήριο.
Στην αψεγάδιαστη μετάφραση της
Μαριάννας Κάλμπαρη, στον ρέοντα
άνετα προφορικό αυτό λόγο, σκηνοθέτης και ηθοποιοί δεν μπορούν παρά να
συγκλίνουν στη γλωσσική μεταφορά και να φέρουν εις πέρας το σκηνικό τους
καθήκον, που κινείται μέσα στη χαρά της νέας δημιουργίας. Κατά συνέπεια, ο
έμπειρος σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης εγκιβωτίζει
τον έξοχο λόγο στη λαβυρινθώδη κατασκευή του Αλέξανδρου Λαγόπουλου που σχηματοποιεί συμβολικά τον εγκλεισμό και
την αδιέξοδη πορεία των προσώπων. Κομμάτια ζωής μέσα στον ιστό της αράχνης. Τη
σκηνοθετική γραμμή υποστηρίζουν με τις ευθύβολες επιλογές τους τα κοστούμια της
Κλαιρ Μπρέισγουελ, οι χορογραφίες
της Βάλιας Παπαχρήστου και οι
φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου. Δεν
ξέρει κανείς από πού να ξεκινήσει για να επαινέσει τους εξαιρετικούς ηθοποιούς
που παλεύουν κυριολεκτικά με τους ρόλους που επωμίζονται έκαστος.
Ο Γεράσιμος Γεννατάς στον ρόλο του δασκάλου κεντάει σιγά-σιγά τον
περιβόητο ιστό της αράχνης, μετατοπίζοντας τεχνηέντως και εξελικτικά ένα – ένα
τα πλοκάμια του θηρίου. Ωστόσο, μόνο με τα ατελείωτα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας
θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον επικίνδυνο ιστό. Ως μητέρα του μαθητή, η Θεοδώρα Τζήμου υποστηρίζει με εκφραστική ευκρίνεια την «ιδεολογία» που
εκφράζει το «συντηρητικό» αντίπαλο δέος. Στον ρόλο του κοριτσιού με ειδικές
ανάγκες, η Λουκία Μιχαλοπούλου μιμείται
υποδειγματικά το απύθμενο βάθος της ψυχής ενός ατόμου που δεν μπορεί να έχει το
δικαίωμα στην ευτυχία. Ούτε η αγάπη κάποιου Φρεντερίκ ούτε το παιδί που
ετοιμάζεται να γεννήσει από αυτή την αγάπη είναι ικανά να της δώσουν κάποια
σιγουριά. Παρόλα αυτά και σε πείσμα του γιατρού, που την παροτρύνει να κάνει
άμβλωση, η ηρωίδα επιμένει και επαναλαμβάνει ότι αγαπάει τον Φρεντερίκ κι ότι
θέλει να κρατήσει το μωρό. Με ξεχωριστή υποκριτική μαεστρία, η Ιωάννα Μαυρέα ερμηνεύει την άνοια και
όλη την απαράμιλλη ψυχρότητα της κατάστασης απέναντι σε έναν σύζυγο που
προσπαθεί εναγωνίως να της θυμίζει κάθε μέρα την πρότερη κατάσταση της
ενσυναίσθησης, τότε που αναγνώριζε η γυναίκα τον άνθρωπό της. Συγκινητικός στην
ερμηνεία του, ο Κλέων Γρηγοριάδης κατορθώνει
να δείξει τον διχασμό και το αδύνατο της «επανένωσης». Μέσα από τις φιγούρες
της πόρνης και του πελάτη, η Κωνσταντίνα
Τάκαλου και ο Θάνος Τοκάκης
υπογραμμίζουν τη διαλεκτική του «εμπορίου» των ανθρώπινων σχέσεων. Αποκορύφωμα
της παράστασης αποτελεί το τελευταίο περιστατικό όπου παρουσιάζεται το άκρον
άωτο της ανθρώπινης σκληρότητας: Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει ένα θύμα που θα
ενώσει τη μοίρα του κόσμου με τον κοινό θνητό. Κι αυτό το θύμα είναι μια
ιερόδουλη, μια κοινή γυναίκα, που πέφτει στα χαρακώματα της ανάγκης να γεμίσει
το κενό και να αποκτήσει μια αξία όπως όλα τα πράγματα στον κόσμο. Στο σημείο
αυτό, ο Μπρεχτ θα αναρωτιόταν «πόσο κοστίζει το σίδερο;». Παίρνοντας τη σκυτάλη
του συλλογισμού γύρω από την αξία, ο Ζοέλ
Πομμερά θα ρωτούσε τους ήρωές του, «Πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή;».