Η σμίλευση του
χαρακτήρα ενός προσώπου και η οδύνη που συνεπάγεται η μορφοποιός αυτή κίνηση
είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της «Εκδοχής
του Μπράουνινγκ». Εδώ το ένα πρόσωπο δημιουργεί το άλλο με την αρχή της
άρνησης του καθεστώτος του. Η δημιουργία αυτή είναι οδυνηρή πράξη,
απογυμνωτική. Τέτοια η συμπεριφορά της Μίλυ στον σύζυγό της Κρόκερ-Χάρις. Ο
Ράττιγκαν όμως επιμένει ότι παρ’ όλη την τυραννία της υποστολής ενός προσώπου,
αυτό οφείλει να συμβιβασθεί με την αλήθεια, τις συνθήκες του περιβάλλοντός του,
προκειμένου να εξακολουθήσει να ζει. Σε έναν άλλο συγγραφέα, στον Αλμπέρ Καμύ
π.χ. θα επέλεγε τη λύτρωση με την αυτοκτονία. Ο Ράττιγκαν όμως θωρακίζει τον
ήρωά του, τον αποκαθιστά μέσα από τις διάδοχες ταπεινώσεις (της μοιχαλίδας
συζύγου του και των εραστών της), τον εφοδιάζει με μιαν άρνηση – παραδοχή της
συγγενούς αποτυχίας του, την οποία μάλιστα ο ίδιος υπερβαίνει σε σκληρότητα.
Έτσι σώζεται ο Κρόκερ-Χάρις.
Όμως αυτό που ιδιαιτέρως ενδιαφέρει στην «Εκδοχή του Μπράουνινγκ» με κομβικό
σημείο το έργο του Αισχύλου «Αγαμέμνων», είναι η διακειμενική εκμετάλλευση του
αρχαίου μύθου – ιστορίας, καθώς σε κατοπτρική σύνθεση τα πρόσωπα του Ράττιγκαν
συνδέονται με εκείνα του Αισχύλου. Έτσι, η σχέση του μνημειώδους με το
καθημερινό, σε μια αναμφισβήτητη διαλεκτική, προάγει το καθεστώς της δράσης και
διαιωνίζει τα ίδια τα πρόσωπα ως λειτουργίες. Η μοιχαλίς Μίλυ, ως εκλεπτυσμένη
Κλυταιμνήστρα, επαναλαμβάνει την προδοσία στο σύζυγο. Ο εραστής Φρανκ, ωστόσο,
αποσκιρτά από το πληγωμένο συζυγικό περιβάλλον, αντίθετα από τον Αίγισθο, που
συνιδρύεται στο θρόνο με τη βασίλισσα.
Η Ελένη
Σκότη, με τη στρωτή μετάφραση του Δήμου
Κουβίδη, έστησε μια παράσταση με συνέπεια στο έργο του συγγραφέα. Μέγιστο
εφόδιο η στόφα – πρώτη ύλη των ηθοποιών της (Δημήτρης Καταλειφός, Πέγκυ
Σταθακοπούλου, Κωνσταντίνος Γώγουλος,
Βύρων Σεραϊδάρης, Κυριάκος Ψυχαλής, Ντένης Μακρής, Σωτηρία
Ρουβολή). Σημαντικές οι σιωπές – σχεδόν τσεχωφικές – που γεμίζουν από τα
αισθήματα τα οποία δοκιμάζουν και δοκιμάζονται τα πρόσωπα. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, τα σκηνικά και τα
κοστούμια της Εύας Μανιδάκη
ευθυγραμμίζονται με τη σκηνοθετική ανάγνωση. Πρόβλημα στη σκηνοθεσία παραμένουν
οι γειτνιαστικές σχέσεις στην κίνηση η οποία πρέπει να καλύψει μια μεγάλη
σκηνή. Το μάτι του θεατή δεν μπορεί να συγκεντρωθεί σε αρκετούς διαλόγους και
να παρακολουθήσει τη δράση, όταν ένα πρόσωπο απέχει πολλά μέτρα από το άλλο.
Ενώ όταν, πάλι, σκηνοθετούνται κοντά, ο ένας έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον
άλλο, με αποτέλεσμα ο θεατής να βλέπει ουδέτερες πλάτες και όχι φυσικές ή
πεποιημένες αντιδράσεις και αυτό ατυχώς επαναλαμβάνεται.