Το νέο θεατρικό
έργο της Χρύσας Σπηλιώτη με τίτλο «Πόρτες» αναδεικνύει έναν ενδότερο
εσωτερικό κόσμο που αιωρείται ανάμεσα στην αίσθηση και την παραίσθηση. Το
κομβικό σημείο «πόρτα» ως σημαίνον δημιουργεί την εικόνα ενός εν κινήσει ρυθμού
ενώ το σημαινόμενο, που στην ουσία δεν είναι ένα, οδηγεί σε διαύλους υπερβατικότητας.
Σημειωτέον ότι το αντικείμενο «πόρτα» σηματοδοτεί την μετάβαση από ένα χώρο σ’
έναν άλλο συμπαρασύροντας την έννοια του χωροχρόνου, ο οποίος ορίζεται μεταξύ
του πριν και του μετά. Η υπόθεση με την οποία ασχολείται η Χρύσα Σπηλιώτη στο τελευταίο της έργο, εστιάζει πράγματι σε μια
εσωτερικής σημασίας διαδικασία, που αναλώνεται ανάμεσα στο ούπω και στο ουκέτι.
Έτσι, καταδεικνύει τη διαδρομή που συνδέει τον εσωτερικό κόσμο των αναζητήσεων
του ανθρώπου με την κοινωνικά επικυρωμένη ύπαρξη.
Η Νίκη, πρωταγωνίστρια του έργου,
αναλαμβάνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη/θεατή/ακροατή σε χώρους όπου διατρίβει
το μυστικό, η αυταπάτη και το ψέμα. Εξάλλου, η ηρωίδα επιχειρεί μια βύθιση στο
«εγώ» για να συναντήσει εν τέλει τη συμπλεγματική υπόσταση του εαυτού
παραπέμποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια ενδότερη ανάγκη να διαφανεί η αιτία
του φόβου που μεταλλάσσεται σε φοβία και αποτελεί τροχοπέδη στις σχέσεις της με
τον κοινωνικό περίγυρο. Εντούτοις, η υφολογία του έργου ταλαντεύεται ανάμεσα σε
δραματικές και κωμικές αποχρώσεις του λόγου. Η κυρία Σπηλιώτη κινεί ταχύρρυθμα
την παλέτα των εννοιολογημάτων που χρησιμοποιεί για να χρωματίσει εντονότερα
τις εναλλαγές μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Οι αναζητήσεις της Νίκης
αποκαλύπτονται σταδιακά καθώς η ηρωίδα ξετυλίγει το κουβάρι των επώδυνων
αναμνήσεων ξαπλωμένη στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή της.
Οι φιγούρες της μητέρας, του πατέρα, του
παππού, της γιαγιάς και του Πέτρου, του αγαπημένου της Νίκης, στροβιλίζονται
σαν δορυφόροι εξυπηρετώντας τη δέση και τη λύση του έργου μέσα από περιστατικά
δια των οποίων αναδεικνύεται η πάλη της ηρωίδας να κατανοήσει και στη συνέχεια
να ξεπεράσει τη φοβία που της δημιουργεί το πέρασμα μιας πόρτας. Εν κατακλείδι,
η πόρτα στο έργο της Χρύσας Σπηλιώτη
ταυτίζεται με ένα αντικείμενο – διαδικασία που καλύπτει το άγνωστο, το
απροσπέλαστο, τη δυσκολία εισόδου σ’ έναν άλλο έτερο χώρο και την κατάκτηση του
ανοίκειου.
Η σκηνοθεσία του Αυγουστίνου Ρεμούνδου θέτει σε λειτουργία έναν εύστοχα γρήγορο
ρυθμό στις στιχομυθίες και αναδεικνύει τις κωμικές νότες του κειμένου. Άλλωστε,
το σκηνικό του Τόλη Τατόλα
λειτουργεί πολλαπλασιαστικά του σημείου «πόρτα» τόσο στο σημαίνον όσο και στα
σημαινόμενα. Με άλλα λόγια, το σκηνικό αποτελείται από τέσσερις περιστρεφόμενες
πόρτες που παραπέμπουν στην πολυδιάσπαση του «εγώ» της ηρωίδας υπογραμμίζοντας
παράλληλα μέσα από την εξελικτική της πορεία τις σχέσεις της με τους άλλους.
Τα κοστούμια της Θάλειας Τσίγκου, οι χορογραφίες της Κάτιας Σαβράμη και οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη, οι οποίοι σχολιάζουν με την προβολή
ασπρόμαυρων εικόνων τα επεισόδια της δράσης, ευθυγραμμίζονται με τη σκηνοθετική
ανάγνωση.
Η Ευγενία
Αποστόλου υποδύεται χαρακτηριστικά και με άνεση τη Νίκη, τη μητέρα και τη
γιαγιά. Η κυρία Αποστόλου κατορθώνει να επικοινωνήσει στον θεατή τρία
αρχετυπικά μεγέθη τα οποία χειρίζεται με την απαιτούμενη από την θεματική
δραματικότητα αλλά και με ελαφρούς ελιγμούς που διατηρούν ανέπαφο το πρόσωπο
και το προσωπείο της ηρωίδας. Ομοίως η ηθοποιός, ευέλικτη στη σκηνή, αποδίδει
με ακρίβεια τα εξέχοντα στιγμιότυπα που συνδέουν την ηρωίδα με το ισχυρό φύλο
ισορροπώντας ανάμεσα στη «φεμινιστική» πλευρά του έργου και στην ενδεχόμενη
επικριτική ματιά της συγγραφέως απέναντι στους άνδρες.
Ο Σπύρος
Βάρελης (Ψυχαναλυτής, Σερβιτόρος, Παππούς) και ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος (Πέτρος, Μπαμπάς Νίκης, Εραστής Γιαγιάς,
Αγόρι) ανταποκρίνονται επάξια στις προσδοκίες του κοινού που αναμένει την
αποκαλυπτική επίδειξη της ανδρικής ψυχοσύνθεσης. Οι επί σκηνής μεταμορφώσεις
των δύο ηθοποιών επιτρέπουν την κατάδειξη της σπουδαιότητας των ρόλων.
Εξαιρετικό το video art της παράστασης που υπογράφουν ο Γιώργος Συμεωνίδης και η Άρτεμις Σταθάκου (gcl.dp productions).
Εξαιρετικό το video art της παράστασης που υπογράφουν ο Γιώργος Συμεωνίδης και η Άρτεμις Σταθάκου (gcl.dp productions).