«Το Δάνειο» (2011) του Τζόρντι Γκαλθεράν θα μπορούσαμε να το
χαρακτηρίσουμε τεστ συμπεριφοράς δια της οποίας αναπτύσσεται η ρητορική της
αμηχανίας μετεξελισσόμενης σταδιακά σε επίγνωση μιας απειλής που καταλήγει σε
έναν ανυπέρβλητο όσο και παράδοξο τρόμο. Οι δύο χαρακτήρες που «περιγράφει» ο
Ισπανός συγγραφέας αναπτύσσονται εσωτερικά και παραλλήλως, δηλαδή ταυτόχρονα με
την πορεία που ακολουθεί η περιδιάβαση στις βαθιές δομές, οι οποίες συγκροτούν
την ιστορία τους. Πράγματι, η ιδιότυπη αλλά κοινωνικά συνηθισμένη σχέση ανάμεσα
στον Διευθυντή τραπέζης και τον Αντόνιο εκκινεί από το σημείο μηδέν, της
ανυπαρξίας αρμών οντικής φύσεως μεταξύ των δύο αρχικά αγνώστων. Εν συνεχεία, η
«υπόθεση» διέρχεται και διαποτίζει τον ιστό της συναλλαγής για να καταλήξει
στην εξίσωση των δύο προσώπων του έργου. Το δάνειο δεν είναι παρά η αφορμή για
τον συγγραφέα προκειμένου να παραδώσει στο κοινό την θεατρική αποτύπωση μιας
αφόρητης κατάστασης που θα οδηγήσει στο τέλμα της σιγουριάς για τον έναν και
στο αδιέξοδο των προσδοκιών για τον άλλο.
Έτσι, από τη μια μεριά, ο Διευθυντής
τραπέζης, ο κλειδοκράτορας της «χαρτούρας» και των αριθμών, ο πανίσχυρος (στην
κλίμακα που καλύπτει) άνθρωπος της χρηματοοικονομικής φιλοσοφίας και, από την
άλλη, ο Αντόνιο, δείγμα του ανθρώπου της ανάγκης, του ανθρώπου της πιεστικής
καθημερινότητας και της απελπισίας, συναντιούνται, ο μεν αιτών ο δε ατενίζων
αφ’ υψηλού τα «τερτίπια» που αποκαλύπτει το αίτημα για έγκριση δανείου. Η
συνάντηση καταλήγει σε μια κορυφαία σύγκρουση και σε μια άνευ προηγουμένου
διαδικασία αποδόμησης του καλοκουρδισμένου κόσμου της αστικής ευμάρειας. Τα
πάντα γκρεμίζονται, από τη μια στιγμή στην άλλη, δείχνοντας με ωμότητα τις
χαίνουσες πληγές στο σώμα της «καθωσπρέπει» καλοθρεμμένης μηχανής, που κινεί τα
γρανάζια της κυριαρχούσας και άρχουσας τάξεως. Ο Διευθυντής, ο άρχοντας της
υπογραφής, εξαναγκάζεται από τον αδέκαρο «φτωχοδιάβολο» Αντόνιο, να υποκύψει
στις άγριες πιέσεις και στην άσκηση βίας την οποία προκαλεί μια
υπεραπλουστευμένη για την περίσταση υποψία.
Εν ολίγοις, στον πυρήνα της προσεγγιστικής
δια – πλοκής εξυφαίνεται η εκ πρώτης όψεως, αδιόρατη και ανεπαίσθητη, απόπειρα
εκβιασμού: ο Αντόνιο ταυτίζεται εδώ με έναν οικουμενικό Ιάγο, που στήνει καλά
τον ιστό της αράχνης στον οποίο εγκλωβίζεται ανεπιστρεπτί ο Διευθυντής
τραπέζης, του οποίου το κίνητρο εντούτοις δεν είναι το ίδιο με εκείνο του
σαιξπηρικού ήρωα. Εξάλλου, η Λάουρα – Δυσδαιμόνα, δεν υπάρχει πουθενά. Αν μη τι
άλλο, ο θεατής δεν βλέπει παρά το κινητό τηλέφωνο που αναδεικνύεται σε
αντικείμενο – έκσταση κατά την εικονοποίηση του λόγου, που χαρακτηρίζει
δυνητικά και ενδεικτικά την απούσα από το προσκήνιο Λάουρα. Παρατηρούμε δε, στο
σημείο αυτό, ότι, εκτός από την Λάουρα, απουσιάζει από τις ενδεικτικές δομές
του έργου και ο αδελφός του Διευθυντή, ο οποίος παράγει εντούτοις χαρακτηριστικά
και διακεκριμένα νοήματα με ειδικό βάρος για την ιστορία που γράφει ο Τζόρντι
Γκαλθεράν.
Η Λάουρα, ως απούσα δομή,
«εποικοδομείται» στο επίπεδο της αλήθειας και της απάτης στις οποίες μετέχει
και η άλλη απούσα δομή την οποία εκφράζει ο αδελφός του συζύγου. Επισημαίνουμε
το γεγονός ότι το ζεύγος απουσών δομών «Λάουρα – Αδελφός» διεκπεραιώνει βασικά
και θεμελιώδη μικρο – επεισόδια που χρησιμεύουν στη δέση της κατάστασης που
εκφυλλίζεται σε απροκάλυπτο εκβιασμό. Συνεπώς, αν και απόντες, Λάουρα και αδελφός,
μέσα από την επιβεβλημένη από τον συγγραφέα σιωπή, κραυγάζουν ιδιαζόντως
καταγγέλλοντας τα πολυσχιδή αδιέξοδα στα οποία έχει ήδη εδραιώσει την
παντοκρατορία της η καταναλωτική παραφορά και η τρελή κούρσα θανάτου της
ανάγκης για χρήμα.
Εντέλει, η απούσα δομή και εδώ κινεί τα
νήματα μιας παγκόσμιας διαχείρισης του λάθους από το οποίο συνίσταται ένα
ισχυρό κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξάλλου, όταν ένας συγγραφέας αναπαριστά
έναν κόσμο και μια αντιληπτική συμπεριφορά απέναντι στον εκάστοτε αυτό κόσμο,
δεν σημαίνει ότι έχει «ξεμείνει», όπως λέμε, από μέσα για να το πει, για να
διηγηθεί την ιστορία του. Η απούσα δομή δεν αποτελεί «από μηχανής θεό». Αντίθετα,
αποτελεί δυναμικό στοιχείο μεταλλαγμένης ουσίας στο εσωτερικό περίβλημα που
περιέχει τα υλικά ορισμένης θεατρικής συνταγής, η οποία αποβλέπει στη
δημιουργία ουσίας του κενού.
Εν κατακλείδι, η απούσα δομή αποδίδει
εντονότατα και συχνά εντονότερα τη δύναμη της απουσίας εν σχέσει προς την
παρουσία. Εξάλλου, σε ό, τι αφορά στην οικονομία της δράσεως, το απόν σημείο
επιβάλλει, ως ένα βαθμό, προσεκτικότερη και πλέον αυτοελεγχόμενη παραγωγή
λόγου, όπως στο παράδειγμα του Γκαλθεράν, όπου η περιγραφή του απόντος μικρο –
συστήματος, ελέγχεται από την ανάπτυξη του ρυθμού της στιχομυθίας. Το εφιαλτικό,
τελικά, σφυροκόπημα των παρόντων είναι, κατά κύριο λόγο, το έργο των απόντων,
που περιγράφουν ένα κλίμα εκμαυλισμού και ηθικής κατάπτωσης.
Η σκηνοθεσία των Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και Παντελή
Δεντάκη ακολουθεί μια λογική διευθέτησης στοιχείων, κωμικών ως επί το
πλείστον, δια των οποίων παρουσιάζεται στο κοινό η εικόνα μιας ευτράπελης
κατάστασης ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες του έργου. Ο ρυθμός της παράστασης,
ιδιαίτερα προσεγμένος, επιτρέπει στους δύο ηθοποιούς να ξεδιπλώσουν πτυχές των
ρόλων τους μέσα από μια ταχύρρυθμη εναλλαγή λεκτικών διαξιφισμών που κρατάει
αδιάκοπο το ενδιαφέρον του κοινού.
Τόσο ο Μιχάλης Οικονόμου ως Διευθυντής όσο και ο Γιάννης Σαρακατσάνης ως Αντόνιο αφουγκράζονται την εσωτερικότητα
των ηρώων του Γκαλθεράν και ενσαρκώνουν επί σκηνής δύο πιθανές αντιλήψεις του
κόσμου σε παράλληλη διάταξη. Συνεπώς, οι δύο ηθοποιοί δημιουργούν μια
καλοστημένη «ενικότητα» που «απειλεί» να καταργήσει τις δύο απούσες δομές του
έργου. Ο κύριος Οικονόμου και ο κύριος Σαρακατσάνης συμπορεύονται υποκριτικά
διατηρώντας εντούτοις τη διαφορετικότητα των ρόλων τους και δείχνοντας ευθύβολα
στο κοινό τις εναλλαγές ισχυρού – αδυνάτου.
Καλαίσθητο και ρεαλιστικό το σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού ενισχύεται από τα
χαρακτηριστικά «παιχνιδίσματα» των φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη. Εξάλλου, η μουσική του Φοίβου Δεληβοριά λειτουργεί, θα λέγαμε, καταλυτικά προκειμένου ν’
αποδοθεί ακόμα περισσότερο το σκωπτικό στοιχείο του μικροκόσμου που πλάθει ο
Ισπανός συγγραφέας. Στο πρόγραμμα της παράστασης υπάρχει
δημοσιευμένη η μετάφραση από τα καταλανικά που υπογράφει η ομάδα «Els de Paros» (Γιάννης
Μαντάς, Αλέξανδρος Μπαβέας, Μαρία Χατζηεμμανουήλ, Δημήτρης Ψαρράς).