Το θάμβος των ανθών λιγόστεψε
Και πάει
Τίποτα δεν έμεινε
Και εγώ οκνός
Έλιωσα τη ζωή μου
Μεσ’ το ψιλόβροχο του κόσμου
Γιούκιο Μισίμα
Η δραματουργία του Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα (Τόκυο, 1925-1970) ακολουθεί και προεκτείνει τους κώδικες του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου (Νο, Καμπούκι) και αντλώντας στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία καταθέτει τη δική της αντίληψη για το τραγικό. Μέσα από τον ποιητικό λόγο του θεάτρου του Μισίμα, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τ’ ανεξιχνίαστα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, την αναπόφευκτη μοναξιά, την πληγή του ερωτικού πάθους, το κυνήγι της ομορφιάς, το αδιέξοδο μπροστά στο αδυσώπητο κενό και τη ματαιότητα μιας ρευστής και αμφιλεγόμενης πραγματικότητας. Θέατρο συμβολικό με πολλαπλές αλληγορίες και αναφορές σε είδη και τεχνικές.
Στην Ελλάδα, οι «Νύχτες χαμένων ερώτων», ανεβαίνουν για πρώτη φορά το 1986 από την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Νίκου Χουρμουζιάδη. Αργότερα, το Μαγικό Θέατρο του Νίκου Χατζηπαππά παρουσίασε τα έργα «Μαρκησία ντε Σαντ» και «Το Δέντρο των τροπικών» στην Πειραματική Σκηνή ενώ, το 1996 τις «Ζωγραφιές από τον έρωτα της άσπρης στάχτης» στο Θέατρο των Καιρών, με τη θεατρική ομάδα «Σμίλη».
Στο θέατρο του Μισίμα, το πάθος διαμορφώνει όλους τους χαρακτήρες σε ασίγαστες δυνάμεις, στραμμένες προς το απόλυτο. Σύμφωνα με το Γιώργο Πεφάνη «φορέας του πάθους είναι το ανθρώπινο σώμα και ορατή μορφή του απόλυτου είναι ο θάνατος. Ο θάνατος γίνεται πρόκληση για το σώμα, όπως ο ήλιος γίνεται πρόκληση για ένα λουλούδι : στην αντίληψη του Μισίμα, η αναλογία αυτή είναι κάτι παραπάνω από εύλογη. Το σώμα φλέγεται από πόθο για ένα άλλο σώμα, για ν’ απαντήσει έτσι στην πρόκληση του απόλυτου».
Στα τρία μονόπρακτα που αποτελούν τις «Νύχτες χαμένων ερώτων», ομορφιά, έρωτας και θάνατος περιπλέκονται σ’ ένα ατέρμονο, σχεδόν μεταφυσικό, παιχνίδι προσδιορισμού και αποσαφήνισης εννοιών που καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια φαντασίας-πραγματικότητας. Τα πρόσωπα κινούνται στην αμφισημία της ύπαρξης, στο κενό του θανάτου, τόσο χωρο-χρονικά όσο και λεκτικά. Η κατάσταση του θανάτου, όντας η πραγματική δρώσα δύναμη των κειμένων, κινεί τη λεκτική δράση και τις επιμέρους δραματικές καταστάσεις. Στα μονόπρακτα «Η εκατοστή νύχτα», «Νυχτερινή επίσκεψη» και «Το κορίτσι με τη βεντάλια» πλέκεται μια σειρά αλυσιδωτών διαντιδράσεων μεταξύ δρώντων προσώπων που εκτείνονται από την κατάφαση έως την πλήρη άρνηση του θανάτου του Άλλου.
Τα πρόσωπα, για να ολοκληρωθούν, παρενδύονται με τα ποικίλα προσωπεία που δεν είναι παρά οι διαφορετικές εκφράσεις του ενός, η χωρίς τέλος αναζήτηση της «ατομοποίησης» ως αναγκαίο όλον. Η πεμπτουσία της αναζήτησης της ταυτότητας μέσα από την ετερότητα. Η συνειδητοποίηση της συνύπαρξης του «άλλου» μέσα στο «εγώ» και της αδυναμίας να ορισθεί το «εγώ» έξω από το «έτερον» συνιστά την ουσία της τραγικότητας αυτών των προσώπων.
Στην παράσταση του θιάσου «Καθρέφτης», οι ηθοποιοί επιτυγχάνουν να υποστηρίξουν ευθύβολα τις αμφισημίες των ρόλων, τη διάχυση των προσώπων τόσο κινησιολογικά όσο και σε επίπεδο εκφοράς λόγου. Ο σκηνικός χώρος που επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Χατζηϊωάννου προσαρμόζεται στις ανάγκες και των τριών κειμένων. Σταθερά σημεία, οι ασπρόμαυροι τοίχοι από σκισμένο χαρτί, ο υπόνομος μπροστά στη σκηνή και ο μεγάλος θολός καθρέφτης-τζάμι στο βάθος. Τα είδωλα των δραματικών προσώπων στον καθρέφτη καταδηλώνουν τη διπλή σημειακή τους φύση, όντας σημεία σημείων ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Ταρκάση δημιουργούν τις αναγκαίες εστιάσεις δράσης υποφωτίζοντας σε κάποιες στιγμές σκηνές και πρόσωπα.
Με λευκό μακιγιάζ-μάσκα, η Πέπυ Οικονομοπούλου ενσαρκώνει τους ρόλους της Κομάτσι και της κυρίας Ροκούγιο. Η έκφραση του προσώπου της κυρίας Οικονομοπούλου και ο ρυθμός ενός τελετουργικού βηματισμού καταδεικνύουν το αμετάκλητο της επόμενης πράξης και το αμετακίνητο του προσανατολισμού των σκέψεων και των αισθημάτων των ηρωίδων. Αινιγματική και σαγηνευτική η φιγούρα του Γιώργου Σμπυράκη (Ποιητής, Χικάρου, Γιόσιο), δυναμική η παρουσία της πληθωρικής Ελένης Χατζή (Αόι, Γιτσούκο) ενώ ολοκληρωμένες μορφές δημιουργούν η Αγγελική Καρυστινού (κορίτσι, νοσοκόμα, Χανάκο) και ο Γιώργος Παναγιώτου (ονειροπόλος σκηνοθέτης, νέος, αστυφύλακας) με εκφραστικές εναλλαγές και έμφαση στη λεπτομέρεια.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Νύχτες Χαμένων Ερώτων» σκηνική σύνθεση βασισμένη στο έργο του Γιούκιο Μισίμα
Από το θίασο «Καθρέφτης»
Μετάφραση : Έφη Σταμούλη
Σκηνοθεσία : Πέπη Οικονομοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια : Μαργαρίτα Χατζηϊωάννου
Φωτισμοί : Γιώργος Ταρκάσης
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Γιώργος Παναγιώτου, Πέπη Οικονομοπούλου, Γιώργος Σμπυράκης, Αγγελική Καρυστινού και Ελένη Χατζή
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Αντιοχείας 1 και Πιπίνου, Κυψέλη, τηλ. 210 88 32 050
Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.30
Έως 31 Μαΐου
Και πάει
Τίποτα δεν έμεινε
Και εγώ οκνός
Έλιωσα τη ζωή μου
Μεσ’ το ψιλόβροχο του κόσμου
Γιούκιο Μισίμα
Η δραματουργία του Ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μισίμα (Τόκυο, 1925-1970) ακολουθεί και προεκτείνει τους κώδικες του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου (Νο, Καμπούκι) και αντλώντας στοιχεία από την αρχαία ελληνική τραγωδία καταθέτει τη δική της αντίληψη για το τραγικό. Μέσα από τον ποιητικό λόγο του θεάτρου του Μισίμα, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τ’ ανεξιχνίαστα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής, την αναπόφευκτη μοναξιά, την πληγή του ερωτικού πάθους, το κυνήγι της ομορφιάς, το αδιέξοδο μπροστά στο αδυσώπητο κενό και τη ματαιότητα μιας ρευστής και αμφιλεγόμενης πραγματικότητας. Θέατρο συμβολικό με πολλαπλές αλληγορίες και αναφορές σε είδη και τεχνικές.
Στην Ελλάδα, οι «Νύχτες χαμένων ερώτων», ανεβαίνουν για πρώτη φορά το 1986 από την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στη Θεσσαλονίκη σε σκηνοθεσία Νίκου Χουρμουζιάδη. Αργότερα, το Μαγικό Θέατρο του Νίκου Χατζηπαππά παρουσίασε τα έργα «Μαρκησία ντε Σαντ» και «Το Δέντρο των τροπικών» στην Πειραματική Σκηνή ενώ, το 1996 τις «Ζωγραφιές από τον έρωτα της άσπρης στάχτης» στο Θέατρο των Καιρών, με τη θεατρική ομάδα «Σμίλη».
Στο θέατρο του Μισίμα, το πάθος διαμορφώνει όλους τους χαρακτήρες σε ασίγαστες δυνάμεις, στραμμένες προς το απόλυτο. Σύμφωνα με το Γιώργο Πεφάνη «φορέας του πάθους είναι το ανθρώπινο σώμα και ορατή μορφή του απόλυτου είναι ο θάνατος. Ο θάνατος γίνεται πρόκληση για το σώμα, όπως ο ήλιος γίνεται πρόκληση για ένα λουλούδι : στην αντίληψη του Μισίμα, η αναλογία αυτή είναι κάτι παραπάνω από εύλογη. Το σώμα φλέγεται από πόθο για ένα άλλο σώμα, για ν’ απαντήσει έτσι στην πρόκληση του απόλυτου».
Στα τρία μονόπρακτα που αποτελούν τις «Νύχτες χαμένων ερώτων», ομορφιά, έρωτας και θάνατος περιπλέκονται σ’ ένα ατέρμονο, σχεδόν μεταφυσικό, παιχνίδι προσδιορισμού και αποσαφήνισης εννοιών που καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια φαντασίας-πραγματικότητας. Τα πρόσωπα κινούνται στην αμφισημία της ύπαρξης, στο κενό του θανάτου, τόσο χωρο-χρονικά όσο και λεκτικά. Η κατάσταση του θανάτου, όντας η πραγματική δρώσα δύναμη των κειμένων, κινεί τη λεκτική δράση και τις επιμέρους δραματικές καταστάσεις. Στα μονόπρακτα «Η εκατοστή νύχτα», «Νυχτερινή επίσκεψη» και «Το κορίτσι με τη βεντάλια» πλέκεται μια σειρά αλυσιδωτών διαντιδράσεων μεταξύ δρώντων προσώπων που εκτείνονται από την κατάφαση έως την πλήρη άρνηση του θανάτου του Άλλου.
Τα πρόσωπα, για να ολοκληρωθούν, παρενδύονται με τα ποικίλα προσωπεία που δεν είναι παρά οι διαφορετικές εκφράσεις του ενός, η χωρίς τέλος αναζήτηση της «ατομοποίησης» ως αναγκαίο όλον. Η πεμπτουσία της αναζήτησης της ταυτότητας μέσα από την ετερότητα. Η συνειδητοποίηση της συνύπαρξης του «άλλου» μέσα στο «εγώ» και της αδυναμίας να ορισθεί το «εγώ» έξω από το «έτερον» συνιστά την ουσία της τραγικότητας αυτών των προσώπων.
Στην παράσταση του θιάσου «Καθρέφτης», οι ηθοποιοί επιτυγχάνουν να υποστηρίξουν ευθύβολα τις αμφισημίες των ρόλων, τη διάχυση των προσώπων τόσο κινησιολογικά όσο και σε επίπεδο εκφοράς λόγου. Ο σκηνικός χώρος που επιμελήθηκε η Μαργαρίτα Χατζηϊωάννου προσαρμόζεται στις ανάγκες και των τριών κειμένων. Σταθερά σημεία, οι ασπρόμαυροι τοίχοι από σκισμένο χαρτί, ο υπόνομος μπροστά στη σκηνή και ο μεγάλος θολός καθρέφτης-τζάμι στο βάθος. Τα είδωλα των δραματικών προσώπων στον καθρέφτη καταδηλώνουν τη διπλή σημειακή τους φύση, όντας σημεία σημείων ενώ οι φωτισμοί του Γιώργου Ταρκάση δημιουργούν τις αναγκαίες εστιάσεις δράσης υποφωτίζοντας σε κάποιες στιγμές σκηνές και πρόσωπα.
Με λευκό μακιγιάζ-μάσκα, η Πέπυ Οικονομοπούλου ενσαρκώνει τους ρόλους της Κομάτσι και της κυρίας Ροκούγιο. Η έκφραση του προσώπου της κυρίας Οικονομοπούλου και ο ρυθμός ενός τελετουργικού βηματισμού καταδεικνύουν το αμετάκλητο της επόμενης πράξης και το αμετακίνητο του προσανατολισμού των σκέψεων και των αισθημάτων των ηρωίδων. Αινιγματική και σαγηνευτική η φιγούρα του Γιώργου Σμπυράκη (Ποιητής, Χικάρου, Γιόσιο), δυναμική η παρουσία της πληθωρικής Ελένης Χατζή (Αόι, Γιτσούκο) ενώ ολοκληρωμένες μορφές δημιουργούν η Αγγελική Καρυστινού (κορίτσι, νοσοκόμα, Χανάκο) και ο Γιώργος Παναγιώτου (ονειροπόλος σκηνοθέτης, νέος, αστυφύλακας) με εκφραστικές εναλλαγές και έμφαση στη λεπτομέρεια.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Νύχτες Χαμένων Ερώτων» σκηνική σύνθεση βασισμένη στο έργο του Γιούκιο Μισίμα
Από το θίασο «Καθρέφτης»
Μετάφραση : Έφη Σταμούλη
Σκηνοθεσία : Πέπη Οικονομοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια : Μαργαρίτα Χατζηϊωάννου
Φωτισμοί : Γιώργος Ταρκάσης
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Γιώργος Παναγιώτου, Πέπη Οικονομοπούλου, Γιώργος Σμπυράκης, Αγγελική Καρυστινού και Ελένη Χατζή
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Αντιοχείας 1 και Πιπίνου, Κυψέλη, τηλ. 210 88 32 050
Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.30
Έως 31 Μαΐου