Ο «Ρομπέρτο Τσούκο» (1988) του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές (1948 – 1989) είναι
ένα έργο μεταμοντέρνας αισθητικής, υπό την έννοια ότι συμφιλιώνει την κλασικής
καταγωγής λεκτική φόρμα με μία χαρακτηριστική «εισβολή» στοιχείων της νεωτερικότητας.
Εξάλλου, πρόκειται για έργο επεισοδιώδους δομής, δεδομένου ότι ο
αναγνώστης/θεατής/ακροατής παρακολουθεί τη διαδρομή ενός γνωστού κατά συρροήν
δολοφόνου του οποίου οι πράξεις απασχόλησαν τη γαλλική κοινωνία τη δεκαετία του
’80. Ο νεαρός Ιταλός Ρομπέρτο Σούκο, υπαρκτό πρόσωπο, ανάγεται από τον Γάλλο συγγραφέα
σε υπερβατική, θεατρική οντότητα, στα όρια του μεταφυσικού, εφόσον παραπέμπει
σε ένα είδος μύστη μέσα από τη λειτουργία του Μίθρα. Ο Σούκο μετονομάζεται σε
Τσούκο για να αποδώσει μεταφορικά και μετωνυμικά τη ζάχαρη (στα ιταλικά «zucchero»), σε κάτι δηλαδή γλυκό που, σε μεγάλες δόσεις,
αποβαίνει βλαπτικό και θανατηφόρο. Ο κατά συρροήν δολοφόνος, στο έργο του
Κολτές, ακολουθεί την πορεία που επιλέγει γι’ αυτόν μια ανώτατη Αρχή, η Τύχη. Η
Τύχη εποπτεύει τα πράγματα και σε αυτήν υπακούει ο άνθρωπος που δεν κρίνει τις κινήσεις
του. «Δεν σκοτώνω. Περνάω, πατάω και συνθλίβω» θα πει ο ήρωας του Κολτές σε
κάποιο σημείο της πλοκής όταν τον κατηγορούν για τα εγκλήματά του.
Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης
«Κάρολος Κουν», η Άντζελα Μπρούσκου,
στηριζόμενη στη μετάφραση του Δημήτρη
Δημητριάδη, σκηνοθετεί με γνώμονα την υπέρμετρη θεαματικότητα την οποία
προτίθεται να δημιουργήσει για κάθε πρόσωπο – ηθοποιό που μετέχει στη
διαδικασία. Η ίδια, πάνω στη σκηνή, κατευθύνει μια κάμερα τοποθετημένη σε
τρίποδο. Μια κάμερα που λειτουργεί περισσότερο σαν παραμορφωτικός καθρέφτης. Έτσι,
το αποτέλεσμα δίνει μια «φελινική» σύλληψη των μορφών αλλά και των
τεκταινομένων καθώς η κάμερα – καθρέφτης αιχμαλωτίζει προς στιγμήν τη
γκριμάτσα, την έκφραση των ματιών, τη διάθεση των χειλιών κ. ο. κ. Η κυρία
Μπρούσκου δημιουργεί στην ουσία ένα χαρακτηριστικό θέαμα διατηρώντας το
απαραίτητο μέτρο, αναγκαίο για να μην παρασυρθούν οι θεατές από το ενδεχόμενο
του γκροτέσκο. Οφείλουμε αυτή την επισήμανση, επειδή ακριβώς το κοινό έχει εξοικειωθεί
με σκηνοθετικές τακτικές αυτού του τύπου εξωτερίκευσης μιας προδιάθεσης η οποία
δεν επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη της πλοκής. Ωστόσο, το σχετικό εύρημα της Άντζελας Μπρούσκου λειτουργεί θετικά και
δεν ενοχλεί τη ροή των γεγονότων. Ως εκ τούτου, η επιλεκτική μεγέθυνση των
προσώπων συνάπτεται, θα λέγαμε, με την ελλειπτικότητα των επεισοδίων που
συγκροτούν την πλοκή.
Στον ρόλο του Ρομπέρτο Τσούκο,
ο ηθοποιός Κώστας Νικούλι επικυρώνει
το οξύμωρο που περιγράφει ο Μπερνάρ-Μαρί Κολτές, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά
όμορφο και γοητευτικό φαινότυπο δολοφόνου, ψυχρού και αδιάφορου για ό, τι κάνει.
Εν ολίγοις, η επιλογή του συγκεκριμένου ηθοποιού καθοδηγεί άψογα το επισφαλές,
ως έννοια που υπογραμμίζει το θρίλερ και την πιεστική αναμονή του κακού, δια της
εμφανίσεως ενός επόμενου θύματος. Οι ηθοποιοί Παρθενόπη Μπουζούρη (Μητέρα, Πατρώνα, Κυρία στο πάρκο), Στράτος Τζώρτζογλου (Επιθεωρητής,
Μεγάλος Αδελφός, Ηλικιωμένος Κύριος), Γεωργιάννα
Νταλάρα (Παιδούλα), Αντρέας
Αντωνιάδης και Αντώνης Τσίλλερ
(Δεσμοφύλακες) προωθούν συλλογικά δίπολα ακολουθώντας τη σκηνοθετική ανάγνωση της
Άντζελας Μπρούσκου, η οποία, όπως είδαμε,
στηρίζεται σε οξύμωρες καταστάσεις που συμπλέουν μολαταύτα με τρόπο ώστε να
παράξουν ενιαία υφολογία από στοιχεία ετερόκλητης προελεύσεως. Η τελική
αποτίμηση της παράστασης συνοψίζεται στο γεγονός ότι οι συντελεστές της «μεταφράζουν»
την ιδιότυπη γραφή του σκοτεινά ποιητικού Κολτές σε μια σύγχρονη αναζήτηση
δημιουργίας περιβάλλοντος, ανεκτικού στο παράδοξο και, ως ένα βαθμό, στο
παράλογο που εκπορεύεται από αυτό.