Τα θεατρικά πρόσωπα του Γιάννη Κεντρωτά υποστηρίζουν σθεναρά τη
δική τους προσωπική αλήθεια ακόμη κι όταν όλοι και όλα γύρω τους την
ανατρέπουν. Στροβιλίζονται ιλιγγιωδώς ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, το
μυστικό και την απάτη αλλά το «ψέμα» τους είναι η σανίδα σωτηρίας τους, ο
μοναδικός τρόπος τους να επιβιώσουν… Αν έπρεπε οπωσδήποτε να δώσουμε ένα
χαρακτηρισμό στο νέο έργο του Έλληνα συγγραφέα, Γιοσίρου Γιαμαγκούσι, δεν
θα δίσταζα να το αποκαλέσω «υπαρξιακό» θρίλερ με… κωμικές πινελιές!
Πιστεύοντας ακράδαντα τις αφηγήσεις της
νεκρής μητέρας του, ο Γιοσίρου Γιαμαγκούσι αναζητά τον «Ιάπωνα» πατέρα του στη
Λακκοσπηλιά. Ψάχνοντας απαντήσεις σε επώδυνα ερωτήματα, η πραγματικότητα θα τον
φέρει αντιμέτωπο με μια τρομακτική αλήθεια που κανείς δεν θέλει να αποδεχθεί. Η
γυναίκα είχε μιλήσει με τρυφερότητα τόσο για τον άνδρα που την εγκατέλειψε με
ένα μωρό στην αγκαλιά όσο και για ένα χωριό όπου η ζωή είναι ωραία και οι
άνθρωποι καλοί. Πικρός λόγος δεν είχε βγει από τα χείλη της και για όλα είχε
μια δικαιολογία. Είχε κατασκευάσει το ιδανικό πορτρέτο. Το αφήγημά της
δημιουργεί στον Γιοσίρου υψηλές προσδοκίες για την πολυπόθητη συνάντηση. Η
άφιξή του όμως στον μυστηριώδη τόπο και η επαφή του με τους κατοίκους θα
ανατρέψει σταδιακά την εικόνα που είχε σχηματίσει. Ο κόσμος του καταρρέει. Η
πραγματικότητα είναι εφιαλτική. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε αυτή την
κόλαση που τη νόμιζε για παράδεισο. Ποιος είναι στα αλήθεια ο πατέρας του;
Ποιος είναι ο ίδιος και ποια η σχέση του με τις αλλόκοτες φιγούρες που συναντά;
Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κοιλάκου αναδεικνύει τη νοσηρή ατμόσφαιρα του έργου
σπέρνοντας την αμφιβολία και καλλιεργώντας το σασπένς. Άλλωστε, τα σκηνικά της Άννας Σάπκα και της Μαργαρίτας Τζαννέτου σε συνδυασμό με τα
κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη,
αποτυπώνουν το έκκεντρο περιβάλλον της συνυπάρξεως προσώπων και πραγμάτων. Ο
σκηνικός χώρος, μέσα από το «μπαρόκ» της συλλήψεώς του, ακροβατεί ανάμεσα στην
ωμή απεικόνιση της πραγματικότητας και την ονειροφαντασία. Η πρωτότυπη μουσική
του Βασίλη Τζαβάρα, η κίνηση της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου και οι καίριες
εναλλαγές των φωτισμών του Γιώργου
Αγιαννίτη υπογραμμίζουν με οξυδέρκεια την εξέλιξη της πλοκής και την
παθολογία των ηρώων.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών διαχειρίζονται
επιδέξια τις κωμικές αποχρώσεις του δραματικού έργου αποφεύγοντας τη
γραφικότητα του μελό και φλερτάροντας με το γκροτέσκο αν όχι το μακάβριο. Ο Ελισσαίος Βλάχος ενσαρκώνει με
γλαφυρότητα και κινήσεις ακρίβειας το συγκρουσιακό φάσμα του Γιοσίρου στο
παιχνίδι της απάτης με αφτιασίδωτη αθωότητα. Η Χαρά Δημητριάδη ακολουθεί ευθύβολα μία εκφορά του υπέρμετρου για να
αποδώσει την τραυματισμένη ψυχοσύνθεση της κατοίκου. Ως αστυνομικός, ο Σήφης Πολυζωΐδης οδηγεί με ενάργεια τον
θεατή στο συμπλεγματικό status quo του ήρωα κινώντας
του τις υποψίες για το τι πραγματικά συμβαίνει. Μαζί με τον Φοίβο Συμεωνίδη που πλάθει μια έξοχη
διεμφυλική περσόνα, δημιουργούν ένα υποκριτικό δίδυμο υψηλής δυναμικής που
έφερε στο νου μου αλλόκοτες θεατρικές φιγούρες του Αρραμπάλ και του Κοπί. Τη
διανομή συμπληρώνει η απόκοσμη φιγούρα της μητέρας που ερμηνεύει με σκοτεινό
οίστρο η Μαρία Μπαλούτσου.