Όπως κάθε ελληνική
τραγωδία, έτσι και ο «Οιδίπους Τύραννος»
του Σοφοκλή υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες και παρουσιάζει ενδιαφέρον για την
ψυχαναλυτική οπτική, την κοινωνιολογική, τη μυθολογική, τη θρησκειολογική, τη
φιλολογική και πολλές άλλες.
Η τραγωδία είναι η τελειότερη απεικόνιση
μιας κοσμογονικής και συνάμα καταστροφικής αντιπαράθεσης του ανθρώπινου με το
θείο, της Υπέρβασης με την ελευθερία. Στον «Οιδίποδα Τύραννο», η συγκρουσιακή αυτή σχέση αναπτύσσεται
εμφανίζοντας διάφορες παραλλαγές των δύο αρχέγονων αντιπάλων: θεϊκή ρήση
(χρησμός) – ανθρώπινη απόφαση, «είναι» - «φαινόμενο», δεδομένο-δυνατότητα,
γνώση – άγνοια, και όπως κάθε γνήσια τραγωδία θεμελιώνεται πάνω στη διαλεκτική
φωτός/σκότους. Το έργο αρχίζει με μια γνωσιακή έλλειψη και τελειώνει με μια
αισθητηριακή έλλειψη. Η κίνηση προς την αλήθεια, προς το φως, μοιάζει με την
παλινδρομική κίνηση ενός εκκρεμούς.
Ο Τσέζαρις
Γκραουζίνις έστησε μια παράσταση με σημειολογικές στίξεις δουλεμένη με
επίκεντρο μια πόρτα που μετακινούνταν, γύρω από την οποία ο Χορός προέβαινε σε
τακτικούς σχηματισμούς. Η πόρτα αυτή παρέπεμπε σ’ ένα αποσυναρμολογημένο
ανάκτορο, σε μία εξουσία που παραπαίει, ένα βασίλειο που προσπαθεί να
ορθοποδήσει, όμως το μίασμα του δολοφόνου δεν το επιτρέπει. Μία πόρτα που όταν
έκλεινε, απέκλειε το μυστικό του φόνου και όταν άνοιγε στα δύο της φύλλα δεν το
απεκάλυπτε. (Σκηνικά-Κοστούμια: Κέννυ
ΜακΛέλλαν)
Εικαστική αναντίρρητα η τελετή ενδύσεως
της Ιοκάστης με τη διακόμιση μιας βαλίτσας όπου φυλάγεται ένα πελώριο νυφικό
φόρεμα-σημείο ενός παράδοξου γάμου. Στον ίδιο παράδοξο γάμο παρέπεμπε και η
ανάθεση του ρόλου σε άνδρα ηθοποιό. Ένας άνδρας παντρεύεται μια γυναίκα της
οποίας την ταυτότητα αγνοεί. Το ότι η Ιοκάστη είναι «άνδρας» δεν απέχει, στη
σημειολογία της παράστασης, ότι είναι και μάνα του Οιδίποδα.
Αν ωστόσο ο σκηνοθέτης έστησε μια
παράσταση με καθαρές σημειολογικές διατυπώσεις, δεν μπόρεσε να διδάξει και
ηθοποιούς. Και δεν είναι βέβαια μόνο η άγνοια της ελληνικής γλώσσας αλλά και οι
εγγενείς αδυναμίες των ηθοποιών, που οδήγησαν σε ένα μέτριο τελικό αποτέλεσμα.
Ο Κωνσταντίνος
Μαρκουλάκης δεν είναι τραγωδός, δε διαθέτει τα εκφραστικά μέσα για να
ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ερμηνείας πολυδιάστατων ρόλων. Πόσο μάλλον εδώ
που καλείται να υποδυθεί τον Τειρεσία, την Ιοκάστη και τον Θεράποντα. Ο κύριος
Μαρκουλάκης απλώς λέει τα λόγια του, ακουστικές εικόνες άδειες χωρίς
περιεχόμενο, στεγνός, άθραυστος.
Αλλά και ο Αιμίλιος Χειλάκης στο ρόλο του Οιδίποδα, δεν κατορθώνει ν’
ανταποκριθεί στο ύψος των περιστάσεων και μένει αβοήθητος. Η ερμηνεία του δεν
έχει ούτε ρήγματα, ούτε χρωματισμούς ενώ ακολουθεί μια αδιάφορη οριζόντια
πραγματεία.
Εξαίρεση αποτελεί ο Κρέων, ο Άγγελος και
ο Εξάγγελος του Χρήστου Σαπουντζή. Ο
κύριος Σαπουντζής στήνει ένα πρόσωπο με πρίσματα, ερμηνευτικό πάθος σε
αλλεπάλληλα λεκτικά ταμπλό.
Ο σκηνοθέτης πέτυχε ωστόσο, τη δημιουργία
ενός χορού, που κινήθηκε με ρυθμό, θεατρικούς σχηματισμούς και σκηνικές
εντάσεις. (Κώστας Κορωναίος, Αλμπέρτο
Φάις, Κώστας Σειραδάκης, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Παναγιώτης Εξαρχέας, Ονίκ
Κετσογιάν, Γιώργος Παπανδρέου, Τζεφ Μααράουι).
Η μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη και οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ευθυγραμμίζονται με τη σκηνοθετική ανάγνωση. Κατά
τα άλλα, ο κύριος Γκραουζίνις μετέφερε τρόπους των οποίων οι σκηνικές
σημειώσεις ήταν στη μόδα στο εξωτερικό την προηγούμενη δεκαετία. Αυτό που
έλλειψε εν τέλει από την παράσταση ήταν οι ερμηνείες που δεν θα
καταστρατηγούσαν το ρυθμό και θα έδιωχναν την πλήξη. Παρ’ όλα αυτά ακούστηκε
για μια ακόμη φορά η ανθεκτική στο χρόνο, ποιητική μετάφραση που υπογράφει ο Μίνως Βολανάκης.