Συνεχίζοντας την
μεγάλη ρεαλιστική παράδοση της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας με πρωτεργάτη
τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, ο Γιάννης Τσίρος
γράφει τον «Άγριο Σπόρο» (2012),
όπου σε θεατρική μορφή, αποτυπώνεται η δράση, ο βίος και η πολιτεία ενός
φαινομενικά απλού καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει. Μοναδικό
του στήριγμα μια μεταφερόμενη καντίνα που αποτελεί τον δικό του κόσμο και
χωράει όλα του τα όνειρα, όλους τους εφιάλτες και κυρίως τις πτυχές του χρέους.
Το καθήκον του Σταύρου ταυτίζεται με την προσήλωσή του στο κέρδος που μπορεί να
αποφέρει η καντίνα για να μπορέσουν ο ίδιος και η κόρη του Χαρούλα να
βιοποριστούν, να συνεχίσουν να υπάρχουν και να ανθίστανται στο όξινο περιβάλλον
του κλήρου τους.
Ο άγριος σπόρος «έσπειρε» τη ζωή του
Σταύρου στις παραλίες μιας πατρίδας που αρνείται να τον αναγνωρίσει ορθώνοντας
μπροστά του το «συρματόπλεγμα» και τα παντός είδους «καλώδια» που προσπαθούν να
τον κρατήσουν εγκλωβισμένο στον κλειστό κύκλο των απαγορεύσεων και του πλήρους
ελέγχου των κινήσεών του. Όμως, ο Σταύρος είναι ένας ανένταχτος, ρέμπελος, ένας
άνθρωπος σχηματικός και γι’ αυτό έτοιμος για όλα! Όταν ξεσπάσει η ηθική
καταιγίδα μέσα από την εξαφάνιση ενός Γερμανού νεαρού, όλοι τον δείχνουν με το
δάκτυλο. Όλο το κατεστημένο γύρω του, «Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι», κάτοχοι
ελληνικής γης και θάλασσας, αλλά και συγχωριανοί, που τον γνωρίζουν από παιδί,
αποδίδουν σε αυτόν την αιτία του κακού, κατηγορώντας τον για πιθανή
ανθρωποκτονία.
Ο Σταύρος έχει τον μικρό, αδύναμο λόγο
του ενάντια στον δικό τους «τεκμηριωμένο» λόγο. Ο λόγος βέβαια δεν δηλώνει μόνο
την επιφάνεια, υποδηλώνει και συνυποδηλώνει την δύναμη του κραταιού και
αναγνωρισμένου απέναντι στον «άξεστο» του μεροκάματου, που δεν έχει στον ήλιο
μοίρα, στον καταφρονημένο που κολυμπάει στα χρέη και στους απλήρωτους
λογαριασμούς, σε εκείνον που νιώθει πάνω του τη δαμόκλειο σπάθη της εξόντωσης. Τι
έχει ο Σταύρος για να αμυνθεί; Δεν βρίσκουν τίποτα το μεμπτό στις συνθήκες της
ζωής του, όμως εκείνος, ο άγριος σπόρος, πρέπει να πληρώσει για κάτι που
(πιθανόν) δεν έκανε, για κάτι που θα ικανοποιήσει τα ύπουλα ένστικτα όλων
εκείνων που ζουν μια ζωή τακτοποιημένοι. Ο «πόλεμος» δεν γίνεται γι’ αυτούς.
Εφευρίσκεται και γίνεται για τον Σταύρο.
Τι έχει ο Σταύρος; Τίποτα πέρα από την
καντίνα, τη ζωή του, το καρότσι της «Μάνας Κουράγιο». Ακούμε την ιαχή από τον
κατακόκκινο ουρανό της Λούλας Αναγνωστάκη: ο κόσμος χωρίζεται σε δύο κομμάτια,
στα «φυτά» και στους παρανόμους. Βέβαια, πολύ μακριά από τις δύο «κατηγορίες»
βρίσκονται οι έχοντες κι ακόμα μακρύτερα οι κατέχοντες, πολλά, πάρα πολλά,
ατέλειωτα πολλά. Ο Σταύρος δεν μπορεί να γίνει φυτό γιατί ο σπόρος που τον
έσπειρε «σπαρτό» στη γη την ελληνική είναι πολύ άγριος και φυτρώνει παντού. Στην
απέραντη παραλία των προγόνων, των μύθων και της Γοργόνας που ακόμα ψάχνει τον
Μεγαλέξανδρο.
Ο Σταύρος είναι συνεπώς παράνομος.
Παράνομος και από παντού εξόριστος και διαρκώς μετακινούμενος. Μαζί του
κινείται η παράγκα του Καραγκιόζη όπου χωράει όλο το βιος του αδιάκοπα
πεινασμένου σιναφιού, όπως το απαθανάτισαν οι καραγκιοζοπαίχτες αλλά και ο
Γιώργος Σκούρτης. Όπως το γνώρισε ο Δημήτρης Κεχαΐδης και ο Γιώργος
Διαλεγμένος. Όπου κι αν πάει ο Σταύρος τον ακολουθεί το φως του εξεγερμένου
ανθρώπου που κουβαλάει στην πλάτη, στα πόδια και στα χέρια του. Τον ακολουθεί η
χαίνουσα χρεωκοπία που τον ωθεί ανελέητα για πιο μακριά, για πιο πέρα. Δεν
μπορεί! Ο άνεμος είναι ούριος και ο αιγιαλός ατέλειωτος. Κάπου θα χωρέσει. Ο
Σταύρος είναι το σύμβολο μιας πατρίδας που σταυρώνει κάθε μέρα τον Χριστό.
Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη ενδυναμώνει και τονίζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα
ενός διαρκώς αυξανόμενου τρόμου που εκπορεύεται από τη διλημματική κατάσταση
που έχει δημιουργηθεί. Με άλλα λόγια, ο θεατής προσπαθεί ν’ ανιχνεύσει μια
αλήθεια η οποία υπεκφεύγει και παραπαίει μέσα στο ερώτημα εάν ο Σταύρος είναι
ψυχρός εκτελεστής ή αθώος. Ούτως ή άλλως το πρόσωπο «Σταύρος» καλύπτεται από
την φαινομενολογία του απατηλού, του μυστικού, της αλήθειας και του ψέματος. Η
κυρία Σκότη χειρίζεται με σπάνια δεξιότητα το συγκεκριμένο ζήτημα κρατώντας
έτσι το κοινό εν εγρηγόρσει. Πιστεύω ότι αυτό είναι και ένα από τα
πλεονεκτήματα της σκηνοθεσίας η οποία από την αρχή μέχρι το τέλος της
παράστασης διατηρεί το αινιγματικό περιβάλλον που ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια
πιθανή αλήθεια και ένα πιθανό ψέμα. Εξάλλου, το ρεαλιστικό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου αποτυπώνει τα
κοινωνικο-ιστορικά ενδεχόμενα και ενθαρρύνει την αλληγορία η οποία κρύβεται
πίσω από το λόγο του συγγραφέα. Καίριοι οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου αποκαλύπτουν τις ενδόμυχες σκέψεις των
προσώπων και την αντιφατικότητα των καταστάσεων.
Ιδανική επιλογή για τον ρόλο του Σταύρου
αποδεικνύεται ο Τάκης Σπυριδάκης. Η
ερμηνεία του κυρίου Σπυριδάκη απογειώνει την παράσταση και οδηγεί στις πτυχές
της μετωνυμίας των συμβολισμών. Ο εξαιρετικός ηθοποιός ενσαρκώνει στην
κυριολεξία τον Σταύρο έτσι όπως ακριβώς φαντάζομαι θα τον ήθελε ο Γιάννης
Τσίρος. Ως Χαρούλα, η Ντάνη
Γιαννακοπούλου συμπορεύεται υποκριτικά με τον κύριο Σπυριδάκη στηριζόμενη
στους χαμηλούς τόνους που υπογραμμίζουν έναν ορισμένο λυρισμό – αντανάκλαση του
προσώπου που υποδύεται. Ο Ηλίας Βαλάσης
(Τάκης) ερμηνεύει τον αστυνομικό παραπέμποντας με ευθύβολο τρόπο στην εξουσία
που καιροφυλαχτεί και προβάλλει παντός τύπου προσχώματα απειλώντας και
υπονομεύοντας την «αθώα» ζωή του απλού, καθημερινού πολίτη.