«Είναι όμορφα με το φθινόπωρο.
Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει
τη δεσποτεία του, την τρομερή
έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·
τα πάντα επιστρέφουν στον
εαυτό τους, τόσο που λέω
μην
είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας.»
Οι ιδιάζοντες μονόλογοι του Γιάννη Ρίτσου που στηρίζονται σε αρχαίο ελληνικό μύθο αποτελούν
ξεχωριστές λογοτεχνικές ενότητες. Χάρη στη θεατρική σύμβαση – ψευδαίσθηση, ο διακειμενικός
λόγος ενεργοποιείται και μεταλλάσσεται από απλή αισθητική απόλαυση σε σύνθετη
οπτικοακουστική αισθητική, στην υπηρεσία της οποίας τίθενται τα επί σκηνής
δρώμενα.
Γραμμένος σε ελεύθερο στίχο, με έντονο
λυρισμό, ζωντανές και παραστατικές εικόνες, χρήση συνειρμών, αναχρονιστικών
στοιχείων, συμβολισμών και αντιθέσεων (φως – σκοτάδι, πράξη – απραξία, ζωή –
θάνατος), ο εσωτερικός μονόλογος – εξομολόγηση, Περσεφόνη (1965-1970),
ταυτίζεται με τη μυθική μορφή της Περσεφόνης. Όπως όλα τα ποιήματα της Τέταρτης
Διάστασης, αποτελείται από τον σκηνοθετικό πρόλογο, το κύριο σώμα της
αφήγησης και τον επίλογο. Από τις σκηνικές οδηγίες, ο αναγνώστης πληροφορείται
για τον χώρο και τον χρόνο δράσης. Μια καλοκαιρινή ημέρα σε ένα μεγάλο σπίτι.
Δύο πρόσωπα: μια γυναίκα – ταξιδιώτισσα, χλωμή και κουρασμένη, που έρχεται
(κάθε καλοκαίρι) από μια ξένη σκοτεινή χώρα στο εξοχικό πατρικό της και ένα
βουβό πρόσωπο, μια φίλη της, η υδάτινη Κυανή. Από την αρχή, η Περσεφόνη
ομολογεί στη σιωπηλή φίλη της πως ήταν καλύτερα στον «Άδη». Βιώνοντας πολλές
φορές τη μετακίνηση από τον Άδη στη γη, έχει αποκτήσει εμπειρία και γνώση. Η
σύγκρουσή της με το φως του πάνω κόσμου που δεν αντέχει, δηλώνει την ανάγκη της
για απομόνωση και εσωτερική ενδοσκόπηση μέσα από την οποία επιθυμεί να
ανακαλέσει την ιστορική μνήμη.
Ο ποιητής εμπνέεται από την εκδοχή του
Αντρέ Ζιντ και εκσυγχρονίζει τον μύθο μέσα από μια διαλεκτική σύζευξη του
παρελθόντος με το παρόν, δίνοντας μια νέα ανατρεπτική διάσταση. Η σύγχρονη αυτή
Περσεφόνη κατεβαίνει με την θέληση της στον «Άδη». Το ερωτικό στοιχείο
κυριαρχεί έντονα και συνομιλεί με το πολιτικό-ταξικό. Η αστή ηρωίδα γεύεται την
ανεπανάληπτη εμπειρία του έρωτα μέσα από το πρόσωπο του θείου της, «μια γεύση μονάχα βαθειάς αμαρτίας», ένας
έρωτας ανομολόγητος, μονόπλευρος, «σαν
από σκοτάδι». Παράλληλα κρυφοκοιτάζει από την κλειδαρότρυπα τους άνδρες που
δουλεύουν. Οι περιγραφές της Περσεφόνης προβάλλουν το κοσμοείδωλο της εργατικής
τάξης. Ο Άδης – θείος – απαγωγέας της αρχαίας Περσεφόνης μεταμορφώνεται στον
εργάτη – απαγωγέα, με τα ρούχα του θείου, της σύγχρονης ταξιδιώτισσας.
Η Άσπα
Τομπούλη εικονοποιεί ευφάνταστα και ευθύβολα τον ποιητικό λόγο του Ρίτσου
στήνοντας μια εύρυθμη και ατμοσφαιρική performance όπου αναδεικνύεται ο ερωτισμός. Η σκηνοθέτης προβαίνει
σε δημιουργικές αλλαγές χωρίς να αλλοιώνει το κείμενο. Καταργεί το βουβό
πρόσωπο της υδάτινης Κυανής και μοιράζει τον λόγο σε δύο πρόσωπα: την Περσεφόνη
– ταξιδιώτισσα (Άντρια Ράπτη) και
την Περσεφόνη σε εφηβική ηλικία (Μιράντα
Ζησιμοπούλου). Οι δύο ηθοποιοί επικοινωνούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία και
σωματοποιούν τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του θεατρικού προσώπου στις πιο
λεπτές του αποχρώσεις.
Οι συνειρμικές εικόνες μετουσιώνονται σε
κίνηση. Η κίνηση που προτείνει η Άσπα
Τομπούλη λειτουργεί με τη λογική της αντικειμενικής συστοιχίας παράγοντας
αληθινή συγκίνηση μέσα από μια λιτή οπτικοακουστική γλώσσα υψηλής δυναμικής:
μια ανοιχτή σκάλα, ένας καθρέφτης, μια ταμπακιέρα, ένα κρασοπότηρο, μια λεκάνη
νερό, δύο μαντήλια. Τα μαντήλια μουσκεύουν στο νερό και σκεπάζουν τα πρόσωπα…
Τα σώματα των δύο ταλαντούχων ηθοποιών βρίσκονται άλλοτε σε απόσταση (σημεία
βολής) και άλλοτε σε στενή επαφή (σημαίνουσες περιπτύξεις που «χρωματίζουν» τα
παραλειπόμενα του λόγου). Στο συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα συμβάλλουν τα
σκηνικά και τα κοστούμια της Χαράς
Κονταξάκη, τα visuals και οι μουσικές συνθέσεις του Διονύση Σιδηροκαστρίτη και οι φωτισμοί του Αποστόλη Τσατσάκου.