Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Ο Παρίας


Στο μικρό και καλαίσθητο θεατράκι της οδού Εκάτης παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή το μονόπρακτο δωματίου «Ο Παρίας» (Paria, 1889) του Αύγουστου Στρίντμπεργκ (1849-1912) σε μετάφραση Γιώργου Καραβασίλη και σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά.
Το θέατρο του μεγάλου Σουηδού συγγραφέα εστιάζει στην ηθική διαφθορά της ανθρώπινης φύσης, στην αμαρτία, στο έγκλημα, στις αποκλίσεις του φυσιολογικού και στην ανελέητη διαμάχη των δυο φύλων. Ο Στρίντμπεργκ επεξεργάστηκε για αρκετά χρόνια τις τεχνικές των επιστημονικών αναλύσεων της πραγματικότητας και των αναπάντεχων μεταστροφών της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα από τα μονόπρακτα «Ο Παρίας», «Σιμούν», «Παίζοντας με τη φωτιά» και «Η μητρική στοργή» εξέλιξε τα δεδομένα του σχετικά με τη σκηνογραφία και τα υποκριτικά ύφη του σύγχρονού του θεάτρου. Η εμπειρία που απέκτησε στον δραματουργικό τομέα ωρίμασε την πεποίθηση του για την αδυναμία του νατουραλιστικού δράματος ν’ αποκαλύψει τους μηχανισμούς της πραγματικότητας και την ανάγκη για έναν πειραματισμό που θα ήταν πρώτα απ’ όλα δομικός και θ’ αφορούσε τη φόρμα.
Στο μονόπρακτο «Ο Παρίας» ο δραματουργός επικεντρώνεται στο θέμα της δικαιοσύνης μέσα από ένα δυνατό διάλογο δύο ανδρών, τον κύριο Χ, αρχαιολόγο και τον κύριο Ψ, Αμερικάνο ταξιδιώτη. Ένα λεκτικό ουδέτερο παιχνίδι χωρίς νικητή και ηττημένο καθηλώνει τη «φιλήσυχη συνείδηση» αποδεικνύοντας τις απεριόριστες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης στην προσπάθειά της να θωρακίσει τον εαυτό της και να τον κάνει απρόσβλητο από την επιρροή του άλλου. Στην ενέργειά της αυτή διευθετεί το καλό και το κακό σύμφωνα με το προσωπικό αίσθημα δικαίου που αντιτάσσεται σθεναρά στο σύνολο των γραπτών κανόνων της έννομης τάξης. Η διαφορά των δύο ηρώων έγκειται στο ότι ο ένας υπέστη τις συνέπειες της παράβασης των κανόνων αυτών ενώ ο άλλος διέφυγε τον κίνδυνο αυτό. Παρά ταύτα αποτελούν κι οι δύο τις όψεις του παρία, του απόβλητου. Ο ένας φέρει τη ρετσινιά της φυλακής κι ο άλλος τις εσωτερικές ενοχές.
Η σκηνοθεσία επιλέγει δυο γυναίκες να ενσαρκώσουν τους ρόλους και ακολουθεί σχεδόν πιστά τις οδηγίες του κειμένου. Ο λιτός σκηνικός χώρος που προσδίδει τη γεωμετρία ενός πεδίου αναμέτρησης αποτελείται από τ’ απαραίτητα μόνο αντικείμενα. Ο διάλογος εξελίσσεται μέσα από μια πάλη επιχειρημάτων που λαμβάνει χώρα γύρω από μια ανολοκλήρωτη παρτίδα σκάκι. Το παιχνίδι της διαβάθμισης των φωτισμών, ο βίαιος ήχος της καταιγίδας και η μουσική υπόκρουση που σκεπάζει σε δεδομένη στιγμή το λόγο διαμορφώνουν μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα. Οι δυο ηθοποιοί αποδίδουν τους ρόλους τους με κλιμακωτές εντάσεις και συναισθηματικές μεταπτώσεις.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Παρίας» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ

Μετάφραση : Γιώργος Καραβασίλης
Σκηνοθεσία : Βαλεντίνη Λουρμπά
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Έλλη Μερκούρη και Ευπραξία Κόντσα

ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ
Εκάτης 11, Πλ. Κυψέλης, τηλ. 210 64 01 931
Δευτέρα-Τρίτη 21.00

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Αυτόπτης "Μάρτης"


Στη θεατρική σκηνή Δημήτρης Ποταμίτης παρουσιάζεται το πρώτο θεατρικό έργο της Κατερίνας Δήμα «αυτόπτης Μάρτης». Παραβλέποντας τις όποιες δραματουργικές αδυναμίες διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται για ένα κείμενο συμβολικό με ενδιαφέρουσα μυθοπλασία και απόπειρα φιλοσοφικής εντρύφησης πάνω στο δίπτυχο του έρωτα και του θανάτου.

Η υπόθεση
Σ’ έναν οίκο ανοχής διαφορετικό από τους άλλους, τρεις γυναίκες πνευματικά καταρτισμένες προσφέρουν τις ερωτικές τους υπηρεσίες επιλέγοντας ωστόσο τους πελάτες με τους οποίους θα συνευρεθούν. Δυο πρόσωπα φέρονται ως θαμώνες του χώρου. Ο ένας, επιφανής μεσήλικας, αναζητά απεγνωσμένα και μάταια στις γυναίκες την υπηρεσία τους ως «θεραπεία» της σεξουαλικής διαφορετικότητας του γιου του. Ο άλλος, νέος συγγραφέας, θαμπώνεται από τη γοητεία της μιας γυναίκας και στην προσπάθειά του να εξωτερικεύσει το πάθος του και ν’ αφεθεί στο δύσκολο αγώνα της ζωής, αποφασίζει να ενδώσει και να εκτίσει το τίμημα της ανθρωπιάς του μπροστά στην τελική αποκάλυψη της ταυτότητας των γυναικών και του σκοπού τους, μια αποκάλυψη που ενδέχεται να επανασημασιοδοτήσει τη ζωή του…

Ο χρόνος που τελειώνει
Οι γυναίκες εξυψώνονται σε ιέρειες των γραμμάτων και της Τέχνης και επωμίζονται το βαρύτατο χρέος να παρακινήσουν τους ανθρώπους ν’ αποκαλύψουν τους φωτεινούς οδοδείκτες της ψυχής τους που θα τους οδηγήσουν στον έρωτα και στη διεκδίκηση του στοιχήματος της ζωής, η πορεία του οποίου διανύει έναν άγνωστο ανηφορικό δρόμο γεμάτο σφάλματα, προδοσίες, αδυναμίες που γιγαντώνουν τη γνώση, την τόλμη, την ακατάπαυτη ελπίδα και τη διακινδύνευση για την πύρινη φλόγα του προσωπικού οράματος. Καταλύτρα του ανθρώπινου φόβου και της δειλίας, τροφοδότρια αυτής της ελπίδας αποτελεί η πρωθιέρεια του έρωτα, Έρη, η οποία προσφέρει απλόχερα την κινητήρια δύναμη της ζωής. Η εσωτερική μάχη, ωστόσο, αποτελεί προσωπική υπόθεση του συγγραφέα. Την ίδια μάχη έχασε προ πολλού ο μεσήλικας άνδρας. Στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που δικαιωματικά ανήκει σε όλους όσους «τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες». Αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο που ευνούχισε τις πραγματικές του επιθυμίες και τις διοχέτευσε στο μίσος και την αδυναμία δημιουργώντας μια συμβατική οικογένεια, φορώντας τη μάσκα της υποκρισίας της οικογενειακής θαλπωρής και υιοθετώντας μια επίπλαστη ηθική-ρητορική που υπαγορεύει την τυφλή υποταγή στη δικαιοσύνη των όπλων και των φυλακών των ψυχών και απαγορεύει με μισογυνική και ομοφοβική διάθεση την έκφραση του ελεύθερου φρονήματος του γιου του και κατ’ επέκταση την ίδια την πνευματική φωνή των γυναικών. Ο ήρωας λαμβάνει το μέγιστο μάθημα ζωής από τις ιέρειες, ενώ η φωνή του μικρού παιδιού στο φινάλε της παράστασης σημασιοδοτεί τη μεταστροφή που φαίνεται πιθανώς να επέρχεται στη ψυχή του συγγραφέα από την εσωτερική του μάχη.



Η παράσταση
Η σκηνοθετική φόρμα διευθετεί το συμβολισμό των αντικειμένων και των προσώπων που τον πλαισιώνουν στο σκηνικό του Λέανδρου Ασημακόπουλου που αναδίδει τη μυστικιστική γοητεία ενός ιερού χώρου. Το χαμαιτυπείο λαμβάνει τις διαστάσεις ενός φυσικού χώρου άνετου και αισθητικά εκλεπτυσμένου με το συντριβάνι πάνω στο οποίο βρίσκεται ο αμφορέας του νερού, τον κυκλικό καναπέ, τ’ άνθη, τα δύο καντήλια, την υδρόγειο σφαίρα και το ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Ο αμφορέας αποτελεί ενεργειακό σημείο της παράστασης. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο παρέχει οπτικά δεδομένα επιτελώντας διακοσμητική λειτουργία στον ιδιότυπο χώρο και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται επίκεντρο των ιδεολογημάτων της συγγραφέως. Η συνεχής παρουσία του και η κατά διαστήματα έκχυση του νερού –ενδεικτικό στοιχείο του χρόνου –ολοκληρώνεται λίγο πριν το «πέσιμο της αυλαίας» κατά την αποκάλυψη του ιδιαίτερου ιδεολογικού φορτίου δράσης που σημασιοδοτεί. Καίριοι οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, ενώ η μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη υπακούει αρμονικά στο μυστικιστικό και φιλοσοφικό ύφος του χώρου.

Οι ερμηνείες
Ο Γιώργος Δοξαστάκης διεκπεραιώνει επαρκώς το ρόλο του πολλά υποσχόμενου στη ζωή και στην Τέχνη συγγραφέα. Η Αλίκη Καμινέλη ενσαρκώνει την υπεύθυνη του πορνείου (Πόπη) με το υπολανθάνον υπεροπτικό και επιβλητικό ύφος και την ετοιμόλογη διάθεσή της. Η Αμάντα Σοφιανοπούλου (Έρη) πλάθει μια άκρως σαγηνευτική περσόνα που μαγνητίζει με την εμφάνιση, το λόγο και το βλέμμα της. Ο Τρύφων Παπουτσής ενσαρκώνει με την ακρίβεια των εκφραστικών του μέσων τον πελάτη. Η Εύη Εμμανουήλ (Ράνια) με το σπιρτόζικο και παιχνιδιάρικο ύφος της υποδύεται μια πληθωρική πόρνη. Η Άρτεμη Λεοντιάδου και η Μαρία Γιαννιώτη (Εισαγγελέας-Αστυνόμος), ως όργανα του κράτους διαμορφώνουν ένα υποκριτικό δίδυμο που διαχειρίζεται με συνέπεια και ψυχρότητα τη γραπτή και άγραφη έννομη ηθική τάξη.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Αυτόπτης Μάρτης» της Κατερίνας Δήμα
Σκηνοθεσία : Γιώργος Δοξαστάκης
Μουσική : Γιάννης Ζουγανέλης
Σκηνικά-Κοστούμια : Λέανδρος Ασημακόπουλος
Φωτισμοί : Χριστίνα Θανάσουλα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Αλίκη Καμινέλη, Τρύφων Παπουτσής, Γιώργος Δοξαστάκης, Εύη Εμμανουήλ, Αμάντα Σοφιανοπούλου, Άρτεμη Λεοντιάδη και Μαρία Γιαννιώτη

ΘΕΑΤΡΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ
Ιλισίων 21 και Κερασούντος, τηλ. 210 74 81 695
Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη 21.30, Τετάρτη 19.30, Παρασκευή 00.00

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Ποιός είναι ο απατεώνας;


Τριάντα χρόνια μετά τη «Συμφορά από την εξυπνάδα» (1831) του Γκριμπογέντοφ και τον «Επιθεωρητή» (1836) του Γκόγκολ, ο Οστρόφσκι με το «Σε στενό οικογενειακό κύκλο» σκιαγραφεί με σατιρικό οίστρο αλλά και συμπόνια τον κόσμο των μικρομεσαίων εμπόρων της Μόσχας προαναγγέλοντας με τη γραφή του το θέατρο του Τσέχοφ. Το ρεπερτόριο του Οστρόφσκι δημιούργησε μια ολόκληρη υποκριτική σχολή. Η προσωποποίηση των ηρώων του που ανήκουν στη «σφαίρα του σκοταδιού» απαίτησε ένα πρόσθετο είδος «εθνικού ρεαλισμού». Πολλά έργα του Ρώσου δραματουργού στιγμάτισαν τη χρυσή εποχή του θεάτρου Μάλυ, συμπεριλήφθηκαν στο δραματολόγιο του Στανισλάβσκι ενώ, μετά τη Σοβιετική Επανάσταση, χαρακτηρίστηκαν καίρια δείγματα κοινωνικής κριτικής του μοναρχικού κατεστημένου. Η καταπίεση, η χυδαιότητα και ο αυταρχισμός με τα οποία ο Οστρόφσκι σκιαγράφησε την οικογενειακή ζωή ήταν μόνο μια αντανάκλαση του συστήματος στο οποίο είχε καθιερωθεί το αστυνομικό κράτος στην αυτοκρατορική Ρωσία.
Η λεκτική ποικιλία και αφθονία μέσα από το ζωηρό διάλογο (εμπλουτισμένο με παροιμίες, άσματα και παρηχήσεις) που αποτυπώνει όλη τη γεύση της καθομιλουμένης, συμπεριλαμβάνει όλες τις αποχρώσεις των κοινών εκφράσεων που πλάθονται από τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ενώ κάθε ήρωας χαρακτηρίζεται κυρίως από τον ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας του και το λεκτικό του ιδίωμα. Τα έργα του Οστρόφσκι σηματοδοτούν το τέλος της αριστοκρατικής κωμωδίας και την αφετηρία ενός εκδημοκρατισμού της ρωσικής σκηνής. Τα δράματα και οι κωμωδίες του ήταν χαρακτηριστικά ρωσικά στη μορφή, το πνεύμα και τη γλώσσα και είχαν μια καθορισμένη «γεύση του χώματος».
Τα πιο επιτυχημένα πορτρέτα του Οστρόφσκι ήταν εκείνα των καιροσκόπων, των παράλογα δεσποτικών, των διανοητικά και ηθικά εγωιστών που ενεργούσαν αυθαίρετα, ποδοπατώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία. Για τον Οστρόφσκι το κακό είναι μια δύναμη που ενεργεί καταστροφικά σε όποιον δυναστεύεται από αυτό πριν ακόμα επιδράσει σε εκείνον εναντίον του οποίου ασκείται, και τα δράματά του έχουν ως βασικό τους θέμα μια σύγκρουση «δήμιων» και «θυμάτων».

Παρωδία ηθών
Η κωμωδία του Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Οστρόφσκι (1823-1886) «Σε στενό οικογενειακό κύκλο» αποτελεί ένα τραγικά πικρό και ειρωνικό σχόλιο για κάθε καταναλωτική και διεφθαρμένη κοινωνία παρωδώντας ανελέητα τη ματαιοδοξία, την ανοησία, την ανάγκη επίδειξης και το νεοπλουτισμό. Η καυστική αυτή σάτιρα του 19ου αιώνα εστιάζει σε σκηνές της καθημερινής ζωής, καθρεφτίζει τα ήθη και αποτυπώνει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει μια θεοφοβούμενη πατριαρχική οικογένεια. Ο πλούσιος και αυτάρεσκος έμπορος Μπαλσόφ σχεδιάζει να κηρύξει εικονική πτώχευση για να διαφύγει από τους δανειστές του. Στήνει μια απάτη με τον έμπιστο υπάλληλό του Ποτκαλύτσιν και τη συνεργασία του επιτήδειου δικηγόρου Ρισπολσένσκι. Ο υπάλληλος επωφελείται της κατάστασης, παντρεύεται την κόρη του αφεντικού, σφετερίζεται επικερδείς επιχειρήσεις και ακίνητα αρνούμενος, στη συνέχεια, να τηρήσει τη συμφωνία και να σώσει τον πεθερό του από τα δεσμά της φυλακής.

Η Σκηνοθετική προσέγγιση
Το δράμα του Οστρόφσκι αντανακλά τη σκέψη του θεατή που παίρνει μέρος στη δράση. Η σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη και η σύγχρονη αισθητική όψη της παράστασης υπογραμμίζουν τα στοιχεία του έργου που το κάνουν να φαντάζει οικείο, διαχρονικό και αδήριτο. Η ηχηρή φωνητική επανάληψη του λεξιλογίου του χρήματος και των οικονομικών συναλλαγών κατά την έναρξη της παράστασης προϊδεάζει το κοινό για την κεντρική ιδέα του έργου. Στο σκηνικό χώρο που επιμελήθηκε η Εύα Μανιδάκη απλώνεται το σαλόνι της οικογένειας (έντονο πράσινο χρώμα και παλαιά ταπετσαρία στους τοίχους) ενώ στο βάθος κέντρο ένας πελώριος κορνιζαρισμένος καθρέφτης (που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του φόντου) από τον οποίο παρατηρούμε τους ηθοποιούς αλλά και τους εαυτούς μας καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης μέχρι το τελικό πέσιμο του «τέταρτου τοίχου» στο ευρηματικό φινάλε. Το στήσιμο της τελευταίας σκηνής με το αδίστακτο κοσμικό ζευγάρι ν’ αψηφά με κυνική υπεροψία τις ικεσίες του πατέρα είναι ένα αιχμηρό σχόλιο για την κενότητα του σημερινού life style και τη φαιδρότητα της γκλαμουριάς.
Αν και η σκηνοθετική κατεύθυνση ορθώς εγγράφει στην κοινωνική σκηνή περισσότερο το λαϊκό αίσθημα δικαίου που κλίνει προς το Μπαλσόφ, εντούτοις δεν αγνοεί την κοινωνική συνθήκη η οποία φαντάζει τραγικότερη από το φαίνεσθαι : Το πλέγμα της απάτης αγκαλιάζει όλους τους εμπλεκόμενους σε αυτή, μοιάζοντας μ’ ένα πολυδαίδαλο «τέρας» που με τη συνεργία του δόλου και του ψεύδους καθιστά μόνο ένα πρόσωπο κυρίαρχο. Στην ουσία, πρόκειται για έναν «πόλεμο» των δύο μερών που ξεκινά απ’ τα κίνητρα υστεροβουλίας και ατομισμού του ενός για να καταλήξει στα αντίστοιχα του άλλου. Ο μονόλογος του υπαλλήλου είναι αποκαλυπτικός. Η αμηχανία και ο φόβος του αντιπαλεύει το φιλότιμο ώσπου η στρατηγική άμυνας μεταλλάσσεται σε στρατηγική επίθεσης. Η μεταστροφή αυτή τον ωθεί σ’ ένα μοντέλο δράσης παρόμοιο με αυτό του Μπαλσόφ. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, ο έμπορος ικανοποιεί την απληστία του με απάτη κάνοντας συνένοχο τον έμπιστο υπάλληλό του, ο οποίος αθετεί την υπόσχεση του και τον προδίδει με το ίδιο νόμισμα.
Ανεξάρτητα πάντως απ’ την έκβαση της ιστορίας, η οποιαδήποτε επαφή με το φαύλο κύκλο του χρήματος και της διαφθοράς, εγκυμονεί τη ρευστότητα του «παιχνιδιού» ενώ η κλίση του αισθήματος δικαίου προς τη μια ή την άλλη πλευρά αναδεικνύεται σχετική και μονόπλευρη στα μάτια ενός άμεμπτου και αντικειμενικού παρατηρητή μιας παρακμασμένης κοινωνίας που υποχρεώνει τους ανθρώπους ν’ αποδείξουν ότι δεν είναι «ελέφαντες».

Οι ερμηνείες
Ο Δημήτρης Πιατάς (Σάμσον Σίλιτς Μπαλσόφ) υποδύεται εξελικτικά τον παμπόνηρο, άξεστο, κακεντρεχή και άπληστο έμπορο διαμορφώνοντας μια άκρως κωμική φιγούρα που προκαλεί απέχθεια μέχρι και συμπόνια-οίκτο. Ο κύριος Πιατάς αποδίδει με λεπτομέρεια κάθε πτυχή ενός χαρακτήρα που θα μπορούσε ν’ αποδοθεί μονοδιάστατα και καταθέτει μια ποικιλία συναισθηματικών αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της γκροτέσκο ερμηνείας η σκηνή με τη σούπα και ο τελευταίος μονόλογος.
Τις γυναικείες ερμηνείες χαρακτηρίζουν υπερβολή, καρτουνίστικες χειρονομίες, υστερικοί τόνοι και ηδυπάθεια που συνάδει με την ψυχοσύνθεση των ηρωίδων. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη (Αγκραφίνα Κοντράτιεβνα) προκαλεί αβίαστο γέλιο με την αδέξια αριστοκρατική συμπεριφορά της και το κωμικό της χτένισμα που αρμόζει στη λαϊκή σύζυγο που ερμηνεύει. Η Εύη Σαουλίδου (Ολιμπιάντα Σαμσόνοβνα) ενσαρκώνει την κακομαθημένη, ονειροπαρμένη κόρη που κοιτάζει υπεροπτικά (με ύφος μπλαζέ) τον περίγυρο της και αναζητά το ιδανικό ταίρι (τον πρίγκιπα της) στις γυαλιστερές σελίδες των περιοδικών μόδας. Η Σοφία Σεϊρλή (Ουστίνια Ναούμοβνα) πλάθει ένα κωμικό τύπο προξενήτρας που υποστηρίζει με λεπτή ειρωνεία και υπαινικτικό χιούμορ ενώ η Άλκηστις Πουλοπούλου (Φομινίσνα) υποδύεται μια νευρική υπηρέτρια (ισότιμο σχεδόν μέλος της οικογένειας) που τρέχει πανικόβλητη πάνω-κάτω για ν’ ανταποκριθεί στα θελήματα των αφεντικών.
Ο Γιάννης Νταλιάνης (Σίτσι Πσόιτς Ρισπολσένσκι) ως δικηγόρος επιρρεπής στο ποτό χειρίζεται επιδέξια τα εκφραστικά του μέσα ενώ ο Θάνος Τοκάκης (Λάζαρ Ελιζάριτς Ποτκαλύτσιν) ως έμπιστος υπάλληλος του Μπαλσόφ ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις του ρόλου.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Σε στενό οικογενειακό κύκλο» του Αλεξάντρ Νικολάγιεβιτς Οστρόφσκι
Από το Θέατρο του Νότου
Μετάφραση-Απόδοση : Γιώργος Δεπάστας
Διασκευή-Σκηνοθεσία-Μουσική επιμέλεια : Νίκος Μαστοράκης
Σκηνικά-Κοστούμια : Εύα Μανιδάκη
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνογράφου : Μαργαρίτα Γκίκα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Δημήτρης Πιατάς, Εύη Σαουλίδου, Γιάννης Νταλιάνης, Σοφία Σεϊρλή, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Θάνος Τοκάκης και Άλκηστις Πουλοπούλου

ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΟΡΕ-Κεντρική Σκηνή
Πριγκιπονήσων 10, τηλ. 210 64 68 009
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.15, Κυριακή 19.00

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Η μελαγχολία της μοναξιάς


Μην ξεχνάτε σε παλιές τσέπες αναμνήσεις,
το χαμένο έχει παράξενη μουσική
που αφήνει μετέωρο το ανεπανάληπτο μιας
προσδοκίας.

(απόσπασμα από ποίημα του Γιώργου Παναγουλόπουλου)

Στη κεντρική σκηνή του πολυχώρου «Αγγέλων Βήμα» ο σκηνοθέτης Κοραής Δαμάτης ανεβάζει τέσσερις συγγενικούς στη θεματική, μονολόγους του Alan Bennett σε ενιαία παράσταση που φέρει τον τίτλο «Φωνές» («Talking Heads», 1988). Η προσεγμένη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ (που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος») διευκολύνει το λόγο του συγγραφέα να μιληθεί άνετα από τους ηθοποιούς και ν’ ακουστεί λογικά και συνειρμικά από τους θεατές. Το έργο έχει μεταφραστεί στο παρελθόν και από την Ιώ Μαρμαρινού (εκδόσεις «Δωδώνη»).
Τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες εξομολογούνται μέσα από δυνατές αφηγήσεις περιστατικά ή εμπειρίες που σημάδεψαν τη ζωή τους και ευθύνονται για την απέραντη, προβληματική και αγιάτρευτη μοναχικότητά τους. Οι εμμονές τους, τα χαμένα όνειρα, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, τα μυστικά και απωθημένα μιας ιδιόρρυθμης σεξουαλικότητας περιπλέκονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου που εναλλάσσει διαρκώς με επιδέξιο τρόπο κωμικούς και δραματικούς τόνους. Η αφηγηματική ενδοχώρα των μονολόγων-φωνών χαρακτηρίζεται από τη μίμηση πρόσθετων φωνών που προσδίδει στο λόγο περισσότερη ζωντάνια και την ατμόσφαιρα μιας κινηματογραφικής εικόνας.

Ο Συγγραφέας και το έργο του
Ο Άγγλος δραματουργός και ηθοποιός Alan Bennett (που γεννήθηκε το 1934) έγινε γνωστός από την επιθεώρηση «Beyond the Fringe» που άφησε εποχή τη δεκαετία του ’60. Στο πρώτο του έργο, «Forty Years On» (1968), ο John Gielgud υποδυόταν το διευθυντή ενός μικρού δημόσιου σχολείου που συνταξιοδοτείται, ενώ οι μαθητές ανεβάζουν προς τιμήν του μια παράσταση που σατιρίζει αγρίως την πρόσφατη βρετανική ιστορία. Ακολουθούν τα θεατρικά έργα : «Getting On» (1971), «Habeas Corpus» (1973), «The Old Country» (1977), «Enjoy» (1980), «Kafka’s Dick» (1986) και το «Single Spies» (1988) που περιλάμβανε δύο μονόπρακτα με θέμα γνωστούς κατασκόπους, το «An Englishman Abroad» και το «Question of Attribution». Το 1991 σημειώνει μεγάλη επιτυχία με το «The Madness of George III» («Η τρέλα του Γεωργίου Γ») που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Nicholas Hytner και στη συνέχεια στέφεται με πολλά όσκαρ με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Σημαντική είναι επίσης η δουλειά του στον κινηματογράφο και την τηλεόραση μέσα από αξιόλογες παραγωγές.

Η Παράσταση
Η σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη ανέδειξε το διεισδυτικό βλέμμα του συγγραφέα στις ανθρώπινες αδυναμίες. Οι ήρωες κινούνται στον ίδιο σκηνικό χώρο όπου βρίσκονται απλωμένα διάφορα προσωπικά αντικείμενα και των τεσσάρων προσώπων. Στοιχεία της μιας ιστορίας εισβάλλουν σε αυτά της άλλης, ενσωματώνονται μαζί τους, συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Παιδικά παιχνίδια, γράμματα, αποξηραμένα λουλούδια, προσωπικό γραφείο, αναπαυτικός καναπές, παλιός μπουφές, η εικόνα του Χριστού και ένας καλόγερος με ξεχασμένα ρούχα που φωτίζεται χαρακτηριστικά στις αλλαγές των σκηνών.
Οι ποικίλες αντιλήψεις γύρω από τις έννοιες : σεξουαλικότητα, συντροφικότητα, ερωτική πίστη καθώς και οι ηθικοί φραγμοί που θέτει ο κοινωνικός περίγυρος αποκτούν σημαντική βαρύτητα και στα τέσσερα κείμενα. Στο πρώτο μονόπρακτο που φέρει τον τίτλο «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη» («A chip in the sugar») , ο Δημήτρης Καραμπέτσης χειρίζεται υποδειγματικά τα εκφραστικά του μέσα και ενσαρκώνει μ’ ένα γλυκόπικρο χιούμορ το Γκράχαμ και την οιδιπόδεια σχέση του με τη μητέρα του. Ακολουθεί το «Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές» («Bed among the lentils») όπου η Σμαράγδα Σμυρναίου ερμηνεύει με κυνισμό και νευρικούς ρυθμούς την αλκοολική Σούζαν, σύζυγο εφημέριου, που αφηγείται τις προσωπικές της περιπέτειες υπογραμμίζοντας με έμμεσο τρόπο την υποκρισία, τη σοβαροφάνεια και την ασυνέπεια. Απολαυστική η Χαρά Κεφαλά στο ξεκαρδιστικό μονόπρακτο «Η Ευκαιρία της ζωής της» («Her big chance») όπου υποδύεται τη νεαρή, αφελή και σέξι ηθοποιό Λέσλι που περιγράφει τις εμπειρίες από τα γυρίσματα μιας ταινίας αναφέροντας παράλληλα τις δυσκολίες που συναντά στο σκληρό χώρο της show business. Συγκινητική με την απλότητα της η Όλγα Τουρνάκη αποτυπώνει στην ερμηνεία της την πικρή γεύση της μοναξιάς της γεροντοκόρης Ράντοκ που προσπαθεί να γεμίσει τα κενά της ζωής της πηγαίνοντας στη λειτουργία και κατασκοπεύοντας τις ζωές των άλλων στον τελευταίο μονόλογο της παράστασης με το λεπτής ειρωνείας τίτλο «Μια κυρία των γραμμάτων» («A Lady of letters»).

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Φωνές» του Alan Bennett
Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία : Κοραής Δαμάτης
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Δημήτρης Καραμπέτσης, Σμαράγδα Σμυρναίου, Χαρά Κεφαλά και Όλγα Τουρνάκη

ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ
Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια, τηλ. 210 52 42 211
Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.15, Σάββατο 18.15 και Κυριακή 19.15

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Να ζήσω το ταξίδι


Έτσι ξημέρωσε…καθώς σκούριαζε η ιδέα μιας εκδρομής…

Δέκα χρόνια αδιάκοπης παρουσίας κλείνει φέτος η ομάδα «Σπείρα-Σπείρα», γέννημα-θρέμμα του μουσικοσυνθέτη Σταμάτη Κραουνάκη και μας καλεί σ’ ένα ξέφρενο γλέντι με τσιγάρο και κρασί, σ’ ένα σκανταλιάρικο ταξίδι, σ’ «ένα τσίρκο αισθήματος» που με τρελό χιούμορ και συγκίνηση κάνει ένα ζωντανό αφιέρωμα στην επιθεώρηση.

10 χρόνια στο…κουρμπέτι
Η ομάδα έκανε την πρώτη της εμφάνιση με το έργο «Όλοι μαύρα κι ένα πιάνο» που παρουσιάστηκε στο θέατρο «Χυτήριο», στο θέατρο «Χώρα», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και στη συνέχεια σε περιοδεία. Από το 2001 μέχρι σήμερα οι παραστάσεις στεγάζονται στην «Αθηναΐδα» όπου έχουμε παρακολουθήσει τα έργα : «Sold out», «Η κλασσική συνταγή», «Η συνωμοσία των λουκουμάδων», «Μπιμπερό», «Χορικά: αιώνια θητεία στο κάλλος» (Μικρή Επίδαυρος, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), «Δουλάρες», «Νέα γυναίκα μόνη τραγουδά», «Το ραντεβού της Τετάρτης», «Τα λόγια της αγάπης», «Ο έρωτας και η άνοιξη».
Η φετινή παραγωγή ακολουθεί με συνέπεια την υφολογία των προηγούμενων παραστάσεων που αναμειγνύουν παρλάτες, τραγούδια και χορό με ζωντανή μουσική από ορχήστρα και όλο το θίασο επί σκηνής να οργιάζει με τον αυτοσχεδιαστικό του οίστρο καθιστώντας κάθε εμφάνιση μοναδική και ανεπανάληπτη. Τα σατιρικά κείμενα καθημερινά τροφοδοτούνται και ανασχηματίζονται από την αδιάκοπη ροή της κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας. Στη σκηνή ζωντανεύουν οι μπλόγκερ, οι πυρκαγιές, οι καζινόβιες, τα δάνεια, οι πιστωτικές κάρτες, η έλλειψη επικοινωνίας, τα χαμένα όνειρα, οι προδομένες γενιές…Χοντροκομμένα αστεία, υπερβολή, γκροτέσκο χαρακτήρες, υστερική ένταση και αγχωτικοί ρυθμοί σκιαγραφούν την παράλογη όψη της ζωής στις σημερινές απάνθρωπες κοινωνίες.

Ένα αλλιώτικο θέαμα
Δεν είναι επιθεώρηση, αλλά περιέχει πολλά δικά της στοιχεία, δεν είναι απλώς μια μουσική παράσταση, δεν μοιάζει ούτε με θεατρικό έργο. Πρόκειται για ένα σύνθετο μίγμα που υπόσχεται ανέμελη διασκέδαση ενώ σε πολλές στιγμές κατορθώνει να προκαλέσει συγκίνηση με τις αναφορές του και τη διαμόρφωση μιας ιδιόμορφα μαγικής ατμόσφαιρας. Μια σωρεία στιγμών…Μια γλυκιά, μελαγχολική και ονειρική αναπόληση…(«Τα επόμενα όνειρα», «Αυτή η νύχτα μένει», «Ομόνοια πλας»). Ξεχωρίζουν για τους απολαυστικούς μονολόγους τους ο ταλαντούχος Γιώργος Νανούρης («Ο Επόμενος» σε στίχους και μουσική του Jacques Brel), η πληθωρική και χειμαρρώδης Παρθένα Χοροζίδου («Φραπέ-Δουλειά-Ψυχραιμία»), η Ρούλη Καρασιλιώτη με το ξεκαρδιστικό κείμενο «Εγώ, βασικά» (κουλτούρα-χούφτωμα) και η εκφραστικότητα της Αργυρώς Καπαρού. Γοητευτική η παρουσία της Πωλίνας, με κέφι και ζωηρούς ρυθμούς («Γόβα στιλέτο», «Η καζινόβια», «That’s all»). Η Δάφνη Λέμπερου συγκινεί με τη λιτότητα των εκφραστικών της μέσων («Οι μοίρες», «Πασατέμπος», «Χρόνια σαν τριαντάφυλλα»). Άφθονο γέλιο εξασφαλίζουν οι ατάκες και τα πειράγματα του Χρήστου Μουστάκα («Δεν έχω εκπρόσωπο, βρε», «3 χοντροί»). Η Ελεάννα Καραντινού «ακροβατεί» στο ιδιόρρυθμο, ποιητικό κείμενο του Γιώργου Μανιώτη «Η άρια των βαλσαμωμένων γλάρων» και κατορθώνει επιδέξια να το ενσωματώσει στο ύφος της παράστασης μέσα από μια ισορροπημένη ερμηνεία.
Η εκτέλεση πολλών πετυχημένων τραγουδιών σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Κώστα Τριπολίτη και του ίδιου του συνθέτη αποτελούν μοναδικά στιγμιότυπα της βραδιάς («Μαμά γερνάω», «Νάπολη», «Ποτέ», «Επεμβαίνεις», «Ο Πιτσιρίκος», «Κόκκινα γυαλιά», «Πόσο σ’ αγαπώ», «Κανόνι γλομπάκι»). Ωστόσο, ορισμένα νούμερα μας φάνηκαν λιγότερο επιτυχημένα και χρειάζονται, ίσως κάποια ανανέωση ή μερική επεξεργασία για να προκαλέσουν αβίαστο γέλιο. Το αφιέρωμα σε παλιούς ηθοποιούς που τίμησαν την ελληνική σκηνή καθώς και η παρωδία του σήριαλ ήταν δυο από τα πιο αδύναμα κομμάτια του θεάματος κυρίως από αισθητικής άποψης.

Κι αν ταυτίζομαι μαζί σου
είναι που’ βρα στη φωνή σου
τον κοινό αναστεναγμό.
Όλα τα μπλογκάρια μέσα
κοινωνία μου μπαμπέσα
άι φερ’ κάνα ψιλό.

(απόσπασμα από το τραγούδι «Ο Πιτσιρίκος»)

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Πόσο σ’ αγαπώ…επιθεώρηση!» μουσικοθεατρική παράσταση
του Σταμάτη Κραουνάκη
Από τη «Σπείρα-Σπείρα»
Κοστούμια : Γιάννης Μετζικώφ
Σκηνικός χώρος : Τάκης Χατούπης
Χορογραφία : Ιωάννα Κούνδουρου
Φωτισμοί : Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Ήχος : Γιάννης Χρονόπουλος, Δημήτρης Μουρλάς
Ορχήστρα : Άρης Βλάχος (πιάνο), Νίκος Χατζόπουλος (μπάσο), Σοφία Κακουλίδου (κρουστά) και Άννα Λάκη (ακορντεόν)
Επιμέλεια ορχήστρας : Γιώργος Ζαχαρίου
Παίζουν, τραγουδούν και ερμηνεύουν οι καλλιτέχνες : Αργυρώ Καπαρού, Ελεάννα Καραντίνου, Ρούλη Καρασιλιώτη, Σταμάτης Κραουνάκης, Δάφνη Λέμπερου, Βασίλης Μοσχονάς, Χρήστος Μουστάκας, Γιώργος Νανούρης, Πωλίνα, Γιώργος Στιβανάκης και Παρθένα Χοροζίδου

ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΑΘΗΝΑΪΣ
Καστοριάς 34-36 και Ιερά Οδός, Βοτανικός, τηλ. 210 34 80 000
Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.30, Κυριακή 20.30

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Χορός...θανάτου


Απειλήθηκε με τον έρωτα τόσο πολύ
κι ας έμοιαζε στα πέλματα παιδί
που μεγαλώνει σε πηγή θανάτου
Απειλήθηκε όταν την άγγιξε
από τους ήχους της ύλης
κι ας έλεγε το βάρος του κορμιού της
δεν έχω πεπρωμένα στήθια
να σύρω πάνω τους τα ρίγη

Και πονούσε η μικρή γυναίκα
να μάχεται το φεγγάρι
που μεταμόρφωνε ψηλά
τον ουρανό σε έρωτα
και να πνέει ο έρωτας ώρες κινδύνου
κοντά της
όπως κι ο θάνατος
που χάθηκε

(ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

Η ιδέα του θανάτου ασκεί τρομοκρατική επιρροή πάνω στους ανθρώπους, επειδή αυτοί θα ήθελαν να ζουν αιώνια. Στη σκέψη τους έχει συνδεθεί με το σταμάτημα της ζωής, τη φθορά των ανθρώπινων λειτουργιών, την αδράνεια. Ο έρωτας και ο θάνατος αποτελούν δυο τιτάνιες δυνάμεις που στοιχειοθετούν και απορυθμίζουν την πορεία του ανθρώπου. Σύμφωνα με το Δημήτρη Λιαντίνη «ο έρωτας και ο θάνατος είναι δυο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος». Πάνω σε αυτό το δίπτυχο στηρίχθηκε η σύλληψη για τη νέα παραγωγή της ομάδας «Ρου-Ίρα» που φέρει τον τίτλο «Αν πεθάνω, άσε το παράθυρο ανοιχτό» παραλλάσσοντας το στίχο του Λόρκα από το ποίημα «Αποχαιρετισμός».
Το χοροθέατρο «Ρου-Ίρα» (που στα σανσκριτικά θα πει «αίμα») επιχειρεί να προάγει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της τέχνης του χορού και του θεάτρου φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με σκέψεις και απωθημένα συναισθήματα. Η εναρκτήρια παράσταση είχε τίτλο «Διαδρομές», πραγματοποιήθηκε την περασμένη χρονιά στο «Booze Cooperativa» και έλαβε μέρος στο 6ο Φεστιβάλ Χορού Αθήνας που διοργάνωσε το Σωματείο Ελλήνων Χορογράφων στο θέατρο «Αργώ».

Έρωτας και θάνατος
Ο ερωτικός χρόνος με εργαλεία σωματικά αφήνει ανεξίτηλα τραύματα στην ψυχή που τροφοδοτούνται από τη δύναμη της ανάμνησης, μιας γλυκιάς και μελαγχολικής ανάμνησης που συνοδεύει τις στιγμές της ευτυχίας ως το θάνατο και τις αθανατίζει στην αιωνιότητα, τη χρονική βαθμίδα της ερωτικής δικαίωσης
Στη δεύτερη σκηνική απόπειρα, η χορογράφος Νερίνα Ζάρπα καταπιάνεται με το ανεξάντλητο νήμα του έρωτα που ανθίζει υπό το απειλητικό, αδιάλλακτο και παγερό βλέμμα του θανάτου. Τρεις διαφορετικές ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι μια, γεννούν ένα καταιγισμό ερωτημάτων γύρω από το άγνωστο μυστήριο της ύπαρξης. Ο θάνατος σε τρία επίπεδα : βιολογικό, συναισθηματικό και πνευματικό. Τέρμα ή νέα αφετηρία; Οδύνη ή λύτρωση; Φως ή σκοτάδι;
Δυο άνδρες (Παναγιώτης Λοϊζίδης-Λευτέρης Νικολαράκος) και δυο γυναίκες (Ευγενία Χαχάγια-Χριστίνα Παχή) έρχονται αντιμέτωποι με την προσωποποίηση του θανάτου (που ενσαρκώνει ντυμένος με κοστούμι και λιτό μακιγιάζ ο Κωσταντής Μιζάρας) και δελεάζονται από τα θέλγητρα που χρησιμοποιεί για να επιταχύνει την αναμενόμενη πτώση τους. Η επιβλητική, σαγηνευτική και μυστηριώδης φιγούρα οδηγεί τους ανθρώπους στο δικό της παιχνίδι αντοχής, δοκιμής και υπέρβασης των ορίων που εικονοποιείται με τη σκηνική απόδοση της ρωσικής ρουλέτας.
Τρεις διαστάσεις –ενσωματωμένες στις σφαίρες του πιστολιού – διανέμονται ακριβοδίκαια στο καθένα από τα πρόσωπα του ερωτικού τριγώνου καθορίζοντας την εξελικτική πορεία τους. Το άνευ ορίων πάθος φαίνεται να είναι ο τελικός εκτελεστής των πράξεών τους. Το αίσθημα της ματαιότητας, της απουσίας του άλλου ή του ανεκπλήρωτου έρωτα λαμβάνει τις τραγικές μορφές ενός εσωτερικού ολοκαυτώματος επιβεβαιώνοντας την κόλαση της μέθεξης και οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Ταυτόχρονα, το πνευματικό μέρος του εαυτού αδρανεί επιζητώντας έτοιμη βορρά στα υποπροϊόντα του τηλεοπτικού γίγνεσθαι που ναρκώνουν τους νοητικούς του ορίζοντες. Ωστόσο, μοναδική σπίθα ελπίδας απομένει ο θρίαμβος του πνεύματος έναντι της ύλης (σκηνή με τις σκισμένες σελίδες του βιβλίου και την τηλεόραση) αναδεικνύοντας την ανυπέρβλητη κυριαρχία του ακόμη και στην πιο τρομερή και σταθερή αναγκαιότητα της φύσης.
Τα κοστούμια της Εύης Καζάκου και η σκηνική επιμέλεια της Έντας Δημοπούλου βοηθούν το θεατή ν’ αναπτύξει ομόλογες δομές και ομοιοπαθητικές λειτουργίες με το θέαμα. Η μουσική επένδυση καλύπτει μια ευρεία ποικιλία ερωτικών κομματιών διανθισμένων από τους ήχους ταγκό, pop και αργόσυρτης, αισθησιακής ηλεκτρονικής μουσικής, ικανής να διεγείρει την ποίηση των κορμιών. Οι εναρμονισμένοι και σχολιαστικοί φωτισμοί εστιάζουν στα συναισθήματα εμμένοντας στη λεπτομέρεια.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Αν πεθάνω, άσε το παράθυρο ανοιχτό» της Νερίνας Ζάρπα
Από το χοροθέατρο «Ρου-Ίρα»
Χορογραφία-Σκηνοθεσία-Μουσική επιμέλεια : Νερίνα Ζάρπα
Πρωτότυπη μουσική : Σωτηρία Κολόζου
Κοστούμια : Εύη Καζάκου
Σκηνική επιμέλεια : Έντα Δημοπούλου
Σχεδιασμός φωτισμού : Ηλέκτρα Περσελή
Επιμέλεια κειμένων προγράμματος : Κωνσταντίνος Τσουραπούλης
Σχεδιασμός προγράμματος-φωτογραφίες : Σπύρος Κολιαβασίλης
Χορεύουν-ερμηνεύουν : Παναγιώτης Λοϊζίδης, Ευγενία Χαχάγια, Λευτέρης Νικολαράκος, Κωσταντής Μιζάρας και Χριστίνα Παχή

CLUB 22
Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής 3, τηλ. 210 92 22 244
Από 17 Μαρτίου έως 8 Απριλίου
Δευτέρα-Τρίτη 21.30

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Ανάμεσά μας...


Η ομάδα «Νάμα» παρουσιάζει ένα σύγχρονο και προκλητικό έργο που ακροβατεί ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και το ψυχολογικό δράμα. Το «Penetrator» του Anthony Neilson, γραμμένο το 1993 και εμπνευσμένο από πραγματική ιστορία, μοιάζει με μια βίαιη διείσδυση στον οχυρωμένο ανδρικό ψυχισμό και υποσυνείδητο. Παίχτηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου και συνέχισε την επιτυχημένη πορεία του στο Royal Court Theater του Λονδίνου. Η ρουτίνα της ανούσιας καθημερινότητας και η σαθρή επιφάνεια ενός κενόδοξου κόσμου προεκτείνουν το πολιτικό υπόβαθρο του κειμένου προκαλώντας γόνιμους προβληματισμούς.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στο διαμέρισμα δυο νεαρών φίλων, του Μαξ και του Άλαν που ξενυχτούν πίνοντας μπύρες, παίζοντας χαρτιά και κουβεντιάζοντας για περιπέτειες με γυναίκες. Το ήρεμο παρεΐστικο κλίμα διαταράζει η αιφνίδια επίσκεψη του Τατζ, ενός παλιού φίλου που επιστρέφει από το στρατό. Σε μια τεταμένη πνιγηρή ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε ψυχολογικό θρίλερ, τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες συγκρούονται και αποκαλύπτονται, απωθημένα και παιδικά μυστικά ανασύρονται στην επιφάνεια ενώ έννοιες όπως «φιλία» και «προδοσία» επαναπροσδιορίζονται.

Ένα κίνημα χωρίς μανιφέστο
Ο ριζοσπαστικός συγγραφέας Anthony Neilson (γεννημένος στη Σκωτία το 1967) θεωρείται από τους πρωτεργάτες ενός αμφιλεγόμενου και ανατρεπτικού ρεύματος που προβάλλει στα έργα του πράξεις και γεγονότα παράλογης βίας με κυνική ωμότητα. Επιθετικές δομές, απροκάλυπτο γυμνό, βιτριολικός σαρκασμός, ισοπεδωτική κριτική και υπαρξιακός ζόφος. Με καταβολές από το «θέατρο της σκληρότητας» του Antonin Artaud, τις θεωρίες του Alfred Jarry και την πρόταση μιας ομαδικής ψυχοθεραπείας μέσω της αφύπνισης, το «In-Yer-Face Theater» (θέατρο στα μούτρα), γεννημένο στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’90 (με δημιουργούς όπως η Sarah Kane και ο Mark Ravenhill), επιδιώκει να ξυπνήσει το θεατή από τον λήθαργο με κραυγές λεκτικής βίας, με επιθετικές εξάρσεις ενός ακατάσχετου υβρεολογίου και με τη συνεχή, επαναληπτική ροή ενός λαχανιασμένου λόγου που απευθύνεται πρωτίστως στις αισθήσεις του θεατή, για να συγκλονίσει το ασυνείδητο και να περάσει βραδυφλεγώς, αν το επιτύχει, και στο συνειδητό. Ένα εμπειρικό θέατρο που συγκλονίζει το κοινό με τον εξτρεμισμό της γλώσσας και των εικόνων.
Ο Anthony Neilson έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα θεατρικά έργα : «The Lying Kind», «The Censor», «Normal», «The Night before Christmas», «The Wonderful world of Dissocia» και «Stitching». Έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες «The Debt Collector» και «Deeper Still» και έχει γράψει έργα για το ραδιόφωνο.

Η παράσταση
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη χειρίστηκε επιδέξια το υλικό και έπλασε έναν κόσμο που σταδιακά ξεγυμνώνεται και εμφανίζει την αλήθεια του, στους ρυθμούς της αντίστροφης μέτρησης μιας ωρολογιακής βόμβας. Ενεργά θεατρικά σημεία: η άσεμνη περιγραφή μιας σεξουαλικής εμπειρίας, τα ηχητικά επιφωνήματα, η καταιγιστική επανάληψη λέξεων-εμμονών, οι αυτοσχέδιοι στίχοι και η χιπ χοπ μουσική του Μάριου Στρόφαλη. Στο τελικό κρεσέντο, αντί για την κορύφωση, δίνεται μια λυτρωτική, συγκινησιακά, προσγείωση με τον Τατζ και το Μαξ να τρώνε μπισκότα και ν’ αναπολούν ευτυχισμένες στιγμές από το παρελθόν.
Στον κλειστοφοβικό χώρο, που διαμόρφωσε ο Γιώργος Χατζηνικολάου, στοιβάζονται άδεια κουτιά μπύρας, περιοδικά, αποτσίγαρα και άπλυτα ρούχα. Ο Δημήτρης Λάλος (Μαξ) και ο Μάνος Κανναβός (Άλαν) διαμορφώνουν ένα σκηνικό ανδρικό ζευγάρι που αποδίδει με ακρίβεια πτυχές της κοσμοθεωρίας του συγγραφέα. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, στον απαιτητικό ρόλο του Τατζ, πλάθει μια παγερή, αινιγματική και σε πολλές στιγμές ανέκφραστη φιγούρα, με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά και αιφνίδια ξεσπάσματα που αγγίζουν τα όρια της ψυχοπάθειας.

Αλυσίδα διεισδύσεων
Το «Penetrator» αποτελεί ένα κυνικό και εκρηκτικό μείγμα παιδικότητας και σκληρότητας που αναδύει ο ανδρικός ψυχισμός με πολύπλευρες κατευθύνσεις, ένα καθαγιασμένο νοσηρό παιχνίδι βίας. Η διείσδυση της διαταραγμένης προσωπικότητας του Τάτζ στο μυαλό των δύο συγκατοίκων σημασιοδοτεί την αποκάλυψη μιας αλυσιδωτής δέσμης διεισδύσεων του παρελθόντος και του παρόντος, περιχαρακωμένης στο καθεστώς της αυταπάτης, της απόκρυψης και της ομοφοβίας. Η εισχώρηση αυτή ανατρέπει την αρχική χιουμοριστική ατμόσφαιρα, ασκεί τρομοκρατική επιρροή που σταδιακά μετατρέπεται σε ψυχολογική-σωματική βία σ’ ένα ηλεκτρισμένο κλίμα αναδεικνύοντας τη «διείσδυση» του Μαξ στον Άλαν (ζωή στο διαμέρισμα), του πολέμου στον Τατζ (με τη μορφή παραληρήματος κατά τη διάρκεια αφήγησης της ιστορίας των σεξουαλικών βασανιστηρίων από μια μυστική οργάνωση του στρατού), του Τατζ στο Μαξ (παιδικό βίωμα) και επιβάλλοντας με όχημα την παιδική εμπειρία και υπό την απειλή μαχαιριού, την αντιστροφή ρόλων (αντίσταση-παθητικότητα) των προσώπων προκειμένου να υπάρξει ένας αποδέκτης-στόχος. Ωστόσο, το μαχαίρι της μάχης πολιορκεί και τις δυο πλευρές του τριγώνου απειλώντας να καρφώσει τη μια πλευρά που αντιστάθηκε (Άλαν) και εξαναγκάζοντας έτσι την άλλη (Μαξ) να ενδώσει με την αποκάλυψη του παιδικού βιώματος της αρχικής διείσδυσης. Τελικά, το μαχαίρι «καρφώνεται» στην άλλη πλευρά του τριγώνου και αυτό διαλύεται.
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «ο Τατζ, στην ουσία, εισχωρεί σε μια πλασματική σχέση για να τη διαλύσει και να έρθει αντιμέτωπος με όλες εκείνες τις δυνάμεις που τον εξώθησαν στο κατώφλι της ψυχοπάθειας. Μέσα του είναι η ταπείνωση, ο ελλειπτικός-ασύνδετος λόγος, η ωμή και παράτολμη γλώσσα που συνίσταται στον παρανοϊκό φόβο για τον Άλλο και κατ’ επέκταση για όλους τους άλλους που κρύβοντας τον πραγματικό τους εαυτό, ευθυγραμμίζονται με τις νόρμες του συμφέροντος και της υποκρισίας και γίνονται «λύκοι» έτοιμοι να καταβροχθίσουν την αθωότητα. Η διαλεκτική των εκφάνσεων του ανδρικού ψυχισμού (κυριαρχία-παθητικότητα) στο συγκλονιστικό φως της ξεγύμνωσης, ειδικότερα εκεί όπου αποκαλύπτεται η στενή επαφή των δυο αγοριών, αίρει τα σεξουαλικά ταμπού και την ομοφοβία. Αντίδοτο κατά της βίας που υπέστη ο penetrator είναι μια ειρηνική μορφή διείσδυσης που αποκαθιστά την αληθινή ανδρική φιλία. Η τριβή του έργου ανάμεσα στην ιδιωτική και συλλογική βία αναδεικνύει ότι σε όλα τα επίπεδα του βίου, η ζωή είναι ένα διαρκές εναλλασσόμενο παιχνίδι κυρίαρχων και ηττημένων θέτοντας έντονα ερωτήματα για τα ηθικά του όρια».

Ακτιβιστική διάσταση
Σύμφωνα με το φιλόλογο Κώστα Τσουραπούλη «οι περισσότεροι νέοι μαθαίνουν πριν ακόμη γίνουν έφηβοι να φοβούνται να δεθούν στενά με άλλα αγόρια και να ξεγυμνωθούν ο ένας στα μάτια του άλλου, από την πανοπλία του ανδρισμού τους. Η θέαση της παθητικότητας, της ευαισθησίας, χαρακτηριστικών που θεωρούνται γυναικεία, λαμβάνεται ως δείγμα αδυναμίας. Ο κυρίαρχος φόβος τους είναι μήπως οι ίδιοι ή οι άλλοι ανακαλύψουν την ομοφυλοφιλία ή μήπως την «κολλήσουν». Έτσι δεν πράττουν αυτό που τόσο απελπισμένα χρειάζονται : να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, να φανερώσουν τις αμφιβολίες και τις ατέλειες που αφορούν στον ανδρισμό τους. Η ομοφοβία ως μηχανισμός άμυνας-θεραπεία κατά του φόβου ενισχύει την εύθραυστη ετεροφυλοφιλία, αλλά αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της ανδρικής φιλίας και οικειότητας στερώντας τους άνδρες από πλούσιες εμπειρίες και γνώσεις που δεν μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει παρά μόνο με την παρέα κάποιου άλλου. Σύμφωνα με τον Guy Corneau, η ομοφοβία αποτελεί ίσως και μια από τις αιτίες της ομοφυλοφιλίας. (βλ. ΧΥ Η Ανδρική ταυτότητα της Elisabeth Batinder, εκδόσεις «Κάτοπτρο»).
Το έργο εισβάλλει εξονυχιστικά στα παραπάνω ριζωμένα στερεότυπα για να τα διαλύσει και να τ’ αποδυναμώσει. Ο Μαξ και ο Τατζ κατάφεραν σε μια τρυφερή ηλικία να δεθούν στενά με σχέση αμοιβαίας στοργής. Η αποξένωση του καθενός και η στέρηση αυτής της επαφής τους απομάκρυνε από το υγιές πρότυπο. Ο Μαξ αντιλαμβάνεται ότι η ανάγκη αναγνώρισης ενός μέρους του ανδρικού ψυχισμού (ευαισθησία) δε γίνεται αποδεκτή και ενστερνίζεται στην πορεία το ρόλο του κυρίαρχου αρρενωπού προτύπου εξαρτημένου όμως συναισθηματικά από τη γυναικεία εξουσία και χρησιμοποιεί τον Άλαν μόνο σα συμπαίκτη και αντίπαλο στην καθημερινή τους συμβίωση εισχωρώντας στο μυαλό του. Ο Άλαν, ευαίσθητος, μυστικοπαθής, στερημένος από κάθε φιλική σχέση απορροφάται από τον κόσμο του Μαξ και φοβούμενος να εκφράσει ανοιχτά τη σεξουαλικότητα του – ίσως ομοφυλόφιλη – τη διοχετεύει στην αγάπη του για τ’ αρκουδάκια και εκφράζει μαζί με το Μαξ τις προκαταλήψεις του εναντίον των ομοφυλόφιλων για να κερδίσει την επιδοκιμασία του ώσπου αντιστέκεται στην παράλογη εισβολή του Τατζ και γίνεται κυρίαρχος. Αντίθετα, ο «μάτσο» κυρίαρχος Τατζ συντρίβεται από τα φαντάσματα του ανδρισμού του, από την κατάρρευση του ιμπεριαλιστικού μύθου – αποτέλεσμα του παραλογισμού του πολέμου – και διεισδύει ειρηνικά στο Μαξ για να επαναφέρει το υγιές πρότυπο ανδρικής φιλίας που συνίσταται στο αμοιβαίο δόσιμο και ξεγύμνωμα. Ο Μαξ το δέχεται και η ζωή βρίσκει και πάλι τους ρυθμούς της».

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Penetrator» του Anthony Neilson

Από τη θεατρική ομάδα «Νάμα»
Μετάφραση-Σκηνοθεσία : Γιώργος Παλούμπης
Σκηνικά : Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί : Βασίλης Κλωτσοτήρας
Μουσική : Μάριος Στρόφαλης
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Δημήτρης Λάλος, Μάνος Κανναβός και Στάθης Σταμουλακάτος

ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ
Ναυπλίου 12, αρχές Λένορμαν, Κολωνός, τηλ. 210 51 38 067
Τρίτη-Τετάρτη 21.00