Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Το Απόλυτο δικαίωμα του αυτο-ορισμού


Με δυο μικρά σφουγγάρια μάζευε
άσπρα λουλούδια απ’ το χαλί
-ταιριαστά εκείνα στο γάμο της τότε, η γυναίκα
ισότιμη με τον άνδρα-
μάζευε με το πάθος και το νυφικό
που κρεμόταν στα χνούδια
του φιλιού του
Εγώ τις πετούσα αίμα,
ν’ αναστήσω το φεγγάρι έλεγα, το ξέχασε στα χέρια μου
εκείνη αμίλητη ώχραινε το αιματωμένο μου φεγγάρι
στη μέση κόβοντας τις πράξεις
Ω είμαι σίγουρη θα κόψει και το θάνατο
θα τον κάνει μικρό στη ματιά της
σαν το παιδί που έτρεχε κάποτε στο χαλί
Τώρα υποψιάζομαι, πως έκοψε κι εμένα
καθισμένη σε τούτο το χαλί
σε όλες του τις λέξεις

(Ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

Το κύκνειο άσμα του Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936), το θεατρικό έργο «Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» (1936), αποτελεί μια τραγωδία για τη γυναίκα σε κάθε σημείο της γης. Έργο ηφαιστειακών και μητριαρχικών παθών και συγκρούσεων, στροβιλίζεται γύρω από τα όρια της ατομικής ελευθερίας και των τυραννικών προκαταλήψεων. Ένα ψυχογράφημα διαπλεκόμενων εσωτερικών διεργασιών. Η δράση εκπροσωπεί τη μάχη δύο αντιθετικών δυνάμεων, τη συντήρηση ενός ασφυκτικού ηθικού κώδικα και την απελευθέρωση των ζωτικών ανθρώπινων ορμών.

Η υπόθεση του έργου
Μετά το θάνατο του άνδρα της, η τυραννική μάνα Μπερνάντα επιβάλλει οκταετές καθολικό πένθος στις πέντε μαυροφορεμένες, εγκάθειρκτες στον οίκο, θυγατέρες της. Η θρυαλλίδα του δράματος, ο αρραβωνιαστικός της πρωτότοκης κόρης που δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής, θα συνευρεθεί κρυφά με τη νεότερη, θα την καταστήσει έγκυο και όταν μαθευτεί η άνομη πράξη, η μάνα θα πυροβολήσει τον Πέπε Ρομάνο ενώ η μικρή θα δώσει μόνη της τέλος στη ζωή της. Η πράξη της αυτοκτονίας δεν εκλαμβάνεται ως σημάδι ήττας αλλά ως έκφραση του απόλυτου δικαιώματος αυτο-ορισμού.
Η μάνα-πατριάρχης με τυφλή προσήλωση στην επιφανειακή τάξη των καταστάσεων που νομίζει ότι ορίζει απόλυτα, βάζει την τιμή, την ηθική ορθότητα και τη γνώμη του κοινωνικού περίγυρου ακόμα και πάνω από τον θάνατο ενώ το όνομά της παραπέμπει τραγικά στο λευκό, αγνό και άσπιλο.
Ο χαρακτηρισμός του έργου ως «φωτογραφικό ντοκουμέντο» υπογραμμίζει εύλογα τις κοινωνικές και ιστορικές του αναφορές παραπέμποντας ταυτόχρονα στην αισθητική του άσπρου – μαύρου, των δυο αντιθετικών πόλων που χαρακτηρίζουν οριακά την πραγματικότητα.

Η παράσταση
Εισερχόμενος στην αίθουσα του θεάτρου «Μαύρη Σφαίρα» που λειτουργούσε ως καταφύγιο πολέμου, ο θεατής νοιώθει κοινωνός και μύστης μιας ιερουργίας που καταλύει την ψευδαίσθηση. Ο σκηνικός χώρος μοιάζει συνέχεια μιας εξωσκηνικής πραγματικότητας που δραματοποιείται ποιητικά ανασύροντας από τον ρεαλισμό της συνειδήσεως του θεατή το λυρισμό μιας ποιητικής συλλήψεως του κόσμου.
Η σκηνοθεσία της Τότας Σακελλαρίου ακολουθεί έναν σταθερό βηματισμό με αργούς ρυθμούς για να αποκαλυφθούν όλοι οι μαίανδροι των συγκρούσεων. Η άφθαρτη ποιητική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις αρετές της και εγγράφεται στα θετικά στοιχεία της παράστασης.
Το σκηνικό και τα κοστούμια της Ισμήνης Καρυωτάκη αναδεικνύουν τη σύγκρουση του αντιθετικού δίπολου «φως – σκοτάδι» παίζοντας στην κυριολεξία με το άσπρο και το μαύρο που θα «σπάσει» μόνο με το πράσινο φόρεμα της Αδέλας, συμβολική αντίδραση σ’ έναν ασφυκτικό καθωσπρεπισμό. Γύρω από το μεγάλο τραπέζι που δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, στις αφανέρωτες γωνιές ενός σπιτιού – μοναστηριού, ταυτόσημου μιας αληθινής φυλακής και μετωνυμία μιας κοσμοθεωρίας που προβάλλει την αυστηρή ηθική, ξεχειλίζει ο ασίγαστος πόθος για έρωτα των πέντε κοριτσιών.
Η Τότα Σακελλαρίου με απέριττο και λιτό ύφος ενσάρκωσε την ακρωτηριασμένη γυναικεία φύση της Μπερνάντα που καταποντίζει κάτω από το βάρος της κάθε ένδειξη ηδονής και ζωής. Η Άννα Μέγα σκιαγράφησε την Πόνθια με αφηγηματική λεπτομέρεια και ρεαλιστικές προδιαγραφές.
Ως Μαρτύριο, η Εύη Σιδέρη έδωσε έμφαση στο διχασμό μιας φύσης δυνάμει ερωτικής και επαναστατικής, εγκλωβισμένης σ’ ένα αδύνατο σώμα. Η Σοφία Γκάτση υπογράμμισε την αγωνία της Ανγκούστιας που πολεμάει για την ύστατη ελπίδα με όπλα κοινωνικά και οικονομικά. Η Καρολίνα Μωρέτη υποδύεται εξελικτικά και με εκφραστικές εναλλαγές την Αμέλια που έχει σχεδόν αποδεχθεί την έλλειψη προοπτικής, ένα καλύτερο μέλλον.
Η Μαρία Κακούρου σ’ έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο – κλειδί αυτόν της Αδέλας, ανταποκρίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Η Μαγδαλένα της Αθηνάς Μαθιουδάκη βγαίνει με απόλυτη καθαρότητα, θέρμη και εσωτερική ισορροπία. Ως δούλα, η Μαργαρίτα Λιάκου κινείται με απλότητα και ακρίβεια. Η Στέλλα Βασίλα, η Μαρίτα Λόλη και η Κάντιω Ηλιοπούλου κατορθώνουν να μην περάσουν απαρατήρητες στους σύντομους ρόλους τους.
Η Ράνια Σκέρτσου εστιάζει στην εξωτερική υφολογία της Μαρίας Χοσέφα, της στοιχειωμένης ψυχής του σπιτιού που εκστομίζει με την ελευθερία του ακαταλόγιστου όλα όσα πνίγουν τις ανύπαντρες θυγατέρες.
Στο σύνολο της, μια ατμοσφαιρική παράσταση μέσα από μια «κλασική» προσέγγιση του έργου που κατορθώνει να μιλήσει στο σημερινό θεατή. Από την παραγωγή απουσιάζει ένα πρόγραμμα με κείμενα και μελέτες γύρω από το έργο του Λόρκα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση : Νίκος Γκάτσος
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί – Μουσική επιμέλεια : Τότα Σακελλαρίου
Βοηθοί σκηνοθέτη : Βασίλης Αφεντούλης, Έφη Καλογεροπούλου και Γιώργος Μάρδας
Σκηνικά – Κοστούμια : Ισμήνη Καρυωτάκη
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μαργαρίτα Λιάκου, Άννα Μέγα, Ράνια Σκέρτσου, Τότα Σακελλαρίου, Εύη Σιδέρη, Σοφία Γκάτση, Καρολίνα Μωρέτη, Αθηνά Μαθιουδάκη, Μαρία Κακούρου, Στέλλα Βασίλα, Μαρίτα Λόλη και Κάντιω Ηλιοπούλου

ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΥΡΗ ΣΦΑΙΡΑ
Ζωοδόχου Πηγής 48, Εξάρχεια, τηλ. 210 38 48 060
Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.30

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Η Δυστυχία του ανεκπλήρωτου


«Τα ακίνητα υγρά του αέρα
Κάτω από την ηχώ των κλαδιών.

Τα ακίνητα υγρά της θάλασσας
Κάτω από ένα φύλλο αστεριών.

Τα ακίνητα υγρά των χειλιών σου
Κάτω από ένα θάμνο φιλιών


(Από την ποιητική συλλογή του Λόρκα, «Primeras Canciones», 1922)

Μετά τη συλλογή «Romancero Gitano», ο Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898 – 1936) ολοκληρώνει το έργο «Ο Έρωτας του Δον Περλιμπλίν με τη Μπελίσα στον κήπο του» (1929), ένα ερωτικό αλληλούια σε τέσσερις εικόνες και έναν πρόλογο, όπου ο δημιουργός επανέρχεται στο προσφιλές του θέμα, τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Έναν έρωτα όχι λιγότερο έντονο σε πάθος, καταδικασμένο όμως να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή. Μια παραλλαγή ερωτικού τραγουδιού, ένα ποιητικό παραμύθι με μαγικό ρεαλισμό, εύθραυστο και ονειρικό, ένα «ανθρώπινο κουκλοθέατρο», όπως το χαρακτήρισε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Στο μικρόκοσμο του Λόρκα, οι ήρωες εκτίθενται στο άγρυπνο μάτι του κυκλώνα των δυνάμεων της ετερότητας που δικάζει και συχνά καταδικάζει ενώ τα ακαταμάχητα σύμβολα εποπτεύουν τις μοιραίες κινήσεις του διπλανού.
Ο παραιτημένος από τη ζωή και τις γήινες απολαύσεις, Δον Περλιμπλίν παρακινείται από τη συνετή του υπηρέτρια Μαρκόλφα να παντρευτεί την όμορφη και κατά πολύ νεότερη γειτόνισσά του Μπελίσα, η οποία με τη σειρά της ωθείται σε αυτόν το γάμο υπακούοντας πειθήνια στις μητρικές προσταγές που αποβλέπουν στην οικονομική αποκατάσταση. Οι ερωτικές συνευρέσεις της Μπελίσα με διαφορετικούς εραστές την πρώτη νύχτα του γάμου και η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού από τον ηλικιωμένο σύζυγο βυθίζουν τον τελευταίο σε μια θάλασσα αγάπης και ευγνωμοσύνης και παράλληλα σε μια ανείπωτη δυστυχία. Ένα σαδιστικό παιχνίδι διεκδίκησης ξεκινά καθώς ο Δον Περλιμπλίν μεταμφιέζεται προσποιούμενος έναν άγνωστο νεαρό και κατορθώνει να κάνει τη Μπελίσα να τον ερωτευθεί. Η κόρη μυείται στο μυστήριο του έρωτα από τον άγνωστο ο οποίος ενσαρκώνει την ελκυστική εξιδανίκευση. Ο θάνατος που έρχεται με την αυτοκτονία θα λυτρώσει τον ήρωα από τον τραγικά διχασμένο του εαυτό και θα προσδώσει για μια μόνο στιγμή υπόσταση στον έρωτα του.
Η σκηνοθεσία του Νικόλα Μίχα διανθίζει το έργο του Λόρκα με μουσικοχορευτικά ιντερλούδια τα οποία βασίστηκαν σε μερικά από τα πιο όμορφα του ποιήματα. Με βασικό άξονα την αφηγήτρια της παράστασης η οποία καθοδηγεί τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα στα ποιητικά και διαλογικά μέρη, ο θεατής παρασύρεται σε ένα παραμυθένιο ταξίδι στον κόσμο του Ανδαλουσιανού συγγραφέα. Στην παράσταση γίνονται αναφορές σε πληθώρα στοιχείων που ενέπνευσαν το δημιουργό όπως ο βωβός κινηματογράφος, η παντομίμα και το κουκλοθέατρο.
Η οπτική εστιάζει κυρίως στις αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες που περιστρέφονται γύρω από τη δυστυχία του ανεκπλήρωτου έρωτα, τη συνεχή πάλη ανάμεσα στο γέλιο και το δάκρυ, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, τη σάρκα και το πνεύμα, το λυρισμό και το γκροτεσκ. Τα πρόσωπα του έργου προσδιορίζονται αρχικά σα χάρτινες φιγούρες που σταδιακά μετουσιώνονται σε αληθινά πρόσωπα με συναισθήματα. Συγκινητική η σκηνή του φινάλε!
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κάπελα και της Όλγας Πανοπούλου παραπέμπουν σε αισθητική παιδικού θεάτρου ενώ το υποτυπώδες σκηνικό επιζητεί να αποδείξει πως αυτό που γίνεται «εδώ και τώρα» γίνεται για πρώτη φορά χάριν ενός θεατρικού δρώμενου. Οι φωτισμοί της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου υπογραμμίζουν τις συναισθηματικές μεταβολές των προσώπων και ενισχύουν τη διάσταση της ονειροφαντασίας.
Στην παράσταση ακούγονται τα τραγούδια : «Το τραγούδι των μαύρων περιστεριών», «Η Μπαλάντα της μικρής αυλής», «Πόθος για ένα άγαλμα», «Πέθανε το ξημέρωμα», «Το τραγούδι της απεγνωσμένης αγάπης», «Η μοιχαλίδα», «Η μπαλάντα του υπνοβάτη» και «Αυτοκτονία» σε ποίηση του Φεντερίκου Γκαρθία Λόρκα, μετάφραση του Νικόλα Μίχα και μουσική του Χρίστου Θεοδώρου.
Ο Μελέτης Γεωργιάδης (Δον Περλιμπλίν) αν και μονοδιάστατα αναδεικνύει εν τέλει το τραγικό υπόβαθρο του χαρακτήρα. Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου (Μπελίσα) δεν ερμηνεύει εξελικτικά το ρόλο ώστε ν’ αποκαλύπτονται σταδιακά οι συναισθηματικές μεταπτώσεις της ηρωίδας. Η Κατερίνα Σουβλή (Μαρκόλφα) βρίσκει ευτυχώς το υποκριτικό της στίγμα στην τελευταία καίρια σκηνή.
Ο Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου (Δαιμόνιο Α) και η Μαρία Αντωνίου (Δαιμόνιο Β) δημιουργούν ένα ενδιαφέρον υποκριτικό δίδυμο που κινείται χορογραφικά και σε κοινούς κώδικες. («Δαιμόνιο» - «Duende» αποκαλούν ένα παιχνιδιάρικο, υπερφυσικό πλασματάκι, που στήνει ανώδυνες παγίδες ή προκαλεί αλλόκοτους θορύβους μέσα στο λαϊκό σπίτι ή μέσα στον κόσμο των παλιών παραμυθιών). Η Άρτεμη Ματαφιά (Αφηγήτρια) διακρίνεται και για τη φωνητική της δεινότητα. Η Χάρις Συμεωνίδου (Μητέρα της Μπελίσας) στη σύντομη σκηνή που εμφανίζεται δεν κάνει «φάλτσο».
Καλαίσθητο το ολιγοσέλιδο πρόγραμμα με πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, σκίτσα και φωτογραφικό υλικό ενώ διατίθεται προαιρετικά και ένα CD με τη μουσική της παράστασης.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Δον Περλιμπλίν και Μπελίσα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση – Σκηνοθεσία : Νικόλας Μίχας
Σκηνικά : Παναγιώτα Κάπελα
Κοστούμια : Παναγιώτα Κάπελα – Όλγα Πανοπούλου
Μουσική : Χρίστος Θεοδώρου
Χορογραφίες : Ελισάβετ Πλιακοστάθη
Φωτισμοί : Ελένη Τριανταφυλλοπούλου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Μελέτης Γεωργιάδης, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Κατερίνα Σουβλή, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου, Μαρία Αντωνίου, Άρτεμη Ματαφιά και Χάρις Συμεωνίδου

ΘΕΑΤΡΟ ΦΟΥΡΝΟΣ
Μαυρομιχάλη 168, τηλ. 210 64 60 748
Δευτέρα – Τρίτη 21.15

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Η Ηδονή του ρίσκου


«Γιατί να μην υπάρχει ανοιχτή η τελική επιλογή, η μεγαλύτερη, η αποχώρησή μας; Όπως και όποτε εμείς το επιλέξουμε. Με αξιοπρέπεια, με το κεφάλι μας ψηλά, όταν εμείς αποφασίσουμε πως έκλεισε ο κύκλος. Δεν με επιλέγει ο θάνατος – τον επιλέγω εγώ! Μόνο αυτή η ευκολία έλειπε από την εποχή μας, η έξοδος κινδύνου προς την ελευθερία ή όπως σας είπα πριν, η μυστική πύλη του θανάτου. Αυτή την ευκολία παρέχει η Λέσχη της Αυτοκτονίας σύντροφοι»

(Απόσπασμα από το έργο)

Ο Robert Louis Stevenson (Σκωτία 1850 – 1894) γράφει στα 1882 το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Νέες Χίλιες και Μία Νύχτες» («New Arabian Nights») όπου περιέχονται «Η Λέσχη της Αυτοκτονίας» («The Suicide Club») και «Ο Δυναμιτιστής». Η παράσταση που σκηνοθέτησε η Κατερίνα Ευαγγελάτου στην αίθουσα «Είσοδος Κινδύνου» του «Αμφιθεάτρου» στηρίχθηκε στο πρώτο κεφάλαιο της «Λέσχης της Αυτοκτονίας» που έχει τίτλο «Ιστορία του νεαρού με τα ταρτάκια» («Story of the young man with the cream tarts»).
Ο Πρίγκηπας Φλόριζελ της Βοημίας με τον υπασπιστή του, Συνταγματάρχη Τζέραλντιν συναντούν ένα βράδυ σ’ ένα μπαρ του Λονδίνου κάποιο μυστηριώδη νεαρό ο οποίος τους εισάγει σε μια λέσχη ανδρών που αναζητούν ν’ απαλλαγούν από τη νοσηρή και αγωνιώδη ανία της ζωής τους. Τα μέλη πληρώνουν συνδρομή ενώ δεσμεύονται με όρκους και απαράβατους κανόνες. Ο πρόεδρος της λέσχης τους κάνει συμμέτοχους σε μια βιομηχανία εγκλήματος ενώ το διεστραμμένο παιχνίδι της τράπουλας υποδεικνύει κάθε φορά τον ιερουργό της νύχτας (άσσος σπαθί) και τον «τυχερό της βραδιάς» που θα βρει λυτρωμό (άσσος πίκα). Οι φόνοι παρουσιάζονται σαν ατυχήματα σ’ αυτό το σκοτεινό ναό της μέθης όπου η αυτοκτονία ως πράξη είναι το βάπτισμα.
Το τελικό κείμενο της παράστασης, ένα άρτιο θεατρικό έργο, προέκυψε κατά τη διάρκεια των προβών από τη σκηνοθέτιδα και τους ηθοποιούς, προϊόν κοινής έρευνας και συνεργασίας. Η διασκευή ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τον αφηγηματικό ιστό της ιστορίας μένοντας αρκετά πιστή σε πρόσωπα και καταστάσεις. Η δραματοποίηση προσεγγίζει το μυθιστορηματικό λόγο εικονοποιώντας τα καίρια σημεία στα οποία ο συγγραφέας διοχετεύει το δεσπόζον χαρακτηριστικό προκειμένου να διατηρηθεί ανέπαφη η σημασιολογία των πράξεων και των επιλογών των ηρώων. Ωστόσο, το πεδίο διευρύνεται και αποσπάται από χωροχρονικά πλαίσια για ν’ απλωθεί στη διαχρονία συνομιλώντας παράλληλα με το σημερινό θεατή. Έτσι, στίχοι του Κώστα Καρυωτάκη και του Σαιξπηρικού Άμλετ ενσωματώνονται αβίαστα στα διαλογικά μέρη μαζί με αναφορές στην αυτοκτονική συμπεριφορά σε ύφος που ακολουθεί τις αρχές του «επινοητικού θεάτρου».
Ένα πείραμα – παιχνίδι. Η παράσταση ξεκινάει από το φουαγιέ όπου δυο ηθοποιοί ανακαλύπτουν σ’ ένα ξεχασμένο σεντούκι ένα παλιό βιβλίο, τη «Λέσχη Αυτοκτονίας» του Στήβενσον. Καθώς το ξεφυλλίζουν και διαβάζουν τις πρώτες αράδες μπαίνουν στον πειρασμό να δώσουν «σάρκα και οστά» στους ήρωες του που σχεδόν έχουν αρχίσει να ξεκολλούν από το χαρτί. Αφού φορέσουν τα κοστούμια καλούν τους θεατές να τους ακολουθήσουν στον επάνω χώρο όπου οι καθρέφτες, οι χαμηλοί φωτισμοί και ο καπνός διαμορφώνουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα της Λέσχης. Ο σκηνικός χώρος που επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης καθίσταται χώρος τελετουργίας και τα κοστούμια του εξυπηρετούν την επιμέρους χαρακτηρολογία των θεατρικών προσώπων. Οι εξαιρετικοί φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα κατασκευάζουν μια σημασιολογία του περιβάλλοντος δημιουργώντας αναλογική κάθε φορά ατμόσφαιρα και ένα σασπένς που ενισχύεται από τη μουσική υπόκρουση του Σταύρου Γασπαράτου.
Η παράσταση φωτίζει πτυχές ενός σύγχρονου σκεπτικισμού χωρίς να οδηγεί στην απελπισία. Αντίθετα, σκηνές κωμικής ανθολογίας με ευφυές και εμπαικτικό χιούμορ δρουν ευεργετικά καθώς συμπλέουν με τον κυνικό λόγο του Στήβενσον. Οι ερμηνείες ακολουθούν αυτό το πνεύμα και ισορροπούν επιδέξια ανάμεσα στους δυο τόνους. Ο Νικόλας Παπαγιάννης (Πρίγκηπας Φλόριζελ) και ο Στάθης Μαντζώρος (Συνταγματάρχης Τζέραλντιν) δημιουργούν ένα ενδιαφέρον υποκριτικό δίδυμο και υπογραμμίζουν με την κίνηση και το δουλεμένο λόγο τις εναλλαγές της εσωτερικής διαλεκτικής των δύο χαρακτήρων. Ο Λευτέρης Πολυχρόνης (Νεαρός με ταρτάκια) νοηματοδοτεί σωματικά τον ήρωα δημιουργώντας ένα εκρηκτικό ολοκλήρωμα αφήνοντας τον θεατή ν’ αμφιταλαντευθεί επί του ερωτήματος, αν ο μυστηριώδης νεαρός είναι θύτης ή θύμα. Ο Τάσος Δαρδαγάνης (Μάλθους) και ο Φώτης Μπάτζας (Λάρς) υιοθετούν μια εκφορά λόγου και κινήσεων δια των οποίων υπηρετείται η αρμονική μετάβαση από το πρόσωπο στο προσωπείο και από τη μια κατάσταση στην άλλη. Ο πρόεδρος της Λέσχης δεν εμφανίζεται, ακούμε μόνο τη φωνή του. Η ηχογραφημένη φωνή του Σπύρου Ευαγγελάτου δημιουργεί ξεχωριστή δομή στο παιχνίδι της σκηνικής δράσης.
Στο πρόγραμμα της παράστασης ο αναγνώστης θα διαβάσει πληροφορίες για το συγγραφέα, ενδιαφέρουσες μελέτες, άρθρα και στατιστικές για την αυτοκτονία καθώς και ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη. Για πρώτη φορά στα ενενήντα τεύχη της θεατρικής βιβλιοθήκης του Αμφιθεάτρου δε δημοσιεύεται το κείμενο.
Στο σύνολο της, μια συναρπαστική θεατρική εμπειρία.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Η Λέσχη της Αυτοκτονίας»
Παράσταση βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον
Σκηνοθεσία : Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικά – κοστούμια : Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική : Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί : Μελίνα Μάσχα
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Νικόλας Παπαγιάννης, Στάθης Μαντζώρος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Τάσος Δαρδαγάνης και Φώτης Μπάτζας.

ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ
Αδριανού 111, Πλάκα, τηλ. 210 32 33 644
Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Κυριακή 21.30

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Για τα μάτια των άλλων!


«Μαλενζάρ : Περιττό να αραδιάσεις όλα αυτά τα ψέματα…Θα σου το πω κατάμουτρα. Αυτό είναι αλαζονεία, είναι ματαιοδοξία! Θέλεις να ρίξεις στάχτη στα μάτια!
Κυρία Μαλενζάρ : Εγώ απλώς ακολουθώ το παράδειγμα των συγχρόνων μου. Ο καθένας περνάει τη ζωή του ρίχνοντας μικρές πρέζες στάχτης στα μάτια του γείτονα. Γιατί ντυνόμαστε καλά; Για τα μάτια των άλλων!»

(Απόσπασμα από το έργο)

Στο ανακαινισμένο «Από Μηχανής Θέατρο», η Εταιρεία Θεάτρου «Συν-Επί» παρουσιάζει τη δίπρακτη κωμωδία του Ευγένιου Λαμπίς «Στάχτη στα μάτια» («La Poudre aux yeux», 1861) σε μετάφραση και σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου. Μια εύρυθμη παράσταση με σύγχρονη αισθητική που κατορθώνει να μιλήσει στη γλώσσα μας χωρίς να αλλοιώσει το ύφος του συγγραφέα ή ν’ ανατρέξει στην επικαιρότητα για να σωθεί.
Ο Ευγένιος Λαμπίς (Παρίσι 1815 – 1888) έδωσε νέα ώθηση στο είδος του vaudeville χειριζόμενος με λεπτεπίλεπτη ειρωνεία και γλαφυρότητα τις συμπεριφορές και τις ιδιοτροπίες των συγχρόνων του, στα πλαίσια δραματουργικών παρτιτούρων ικανών να προσφέρουν πολύ έδαφος στο υποκριτικό παιχνίδι. Άλλωστε παράλληλα με τη γλώσσα, επεξεργάστηκε σε βαθμό τελειότητας και το κωμικό της κίνησης.
Η κωμικότητα και η αιχμηρή σάτιρα παρέσυραν το κοινό, δίχως να το ταράσσουν ιδιαίτερα με οξεία κριτική, καθώς οι ιστορίες αντλούνταν από την καθημερινή ζωή της εποχής. Ο συγγραφέας δεν επιθυμούσε να έχει την εικόνα του επικριτή των ηθών ή του κοινωνικού αναμορφωτή. Πολλαπλασίασε τα γεγονότα στα έργα, έδωσε στη δράση ιλιγγιώδη ρυθμό, δημιούργησε ορμητικούς κωμικούς μηχανισμούς, πλούσιους σε παρεξηγήσεις και ανατροπές που έφταναν στα όρια της πειστικότητας κυρίως για τη διασκέδαση του κοινού.
Τα κωμικά ευρήματα και η στέρεη δομή των έργων του φανερώνουν μια βαθιά γνώση της θεατρικής τέχνης. Και παρ’ όλο που η διακωμώδηση του γελοίου αστικού περιβάλλοντος δεν προχωρεί βαθύτερα από μια λαμπερή και εύθυμη σκιαγράφηση των κακώς κειμένων, ο Λαμπίς αποτέλεσε πρότυπο ύφους και τεχνικής για τους μεταγενέστερους Γάλλους δραματουργούς.
Τα πιο γνωστά έργα του, όπως το «Καπέλο από ψάθα Ιταλίας», «Στάχτη στα μάτια» και «Η υπόθεση της οδού Λουρσίν», έχουν κάνει και στην Ελλάδα κάποια σημαντική σκηνική ή εκδοτική διαδρομή.
Στη δίπρακτη κωμωδία «Στάχτη στα μάτια», η κοινωνική και οικονομική κατάσταση δύο οικογενειών παραποιείται με επιδίωξη την εκατέρωθεν επίδειξη και την παραπλάνηση των μελλοντικών συμπεθέρων. Οι Μαλενζάρ και οι Ρατινουά γνωρίζονται εξ αιτίας του γάμου των παιδιών τους και επιδίδονται σ’ ένα εξοντωτικό κυνήγι εντυπωσιασμού και κέρδους. Το Παρίσι, ως αστικός περίγυρος του «κλειστού» δραματικού χώρου, βρίσκεται στο φόντο του έργου καθώς τα πρόσωπα θα έδιναν τα πάντα για να γίνουν μέλη της «καλής κοινωνίας» του. Ακριβές σαμπάνιες, γαστρονομικές απολαύσεις, υψηλές γνωριμίες και καλλιτεχνικές επιδόσεις επικαλούνται και οι δυο πλευρές προκειμένου να πείσουν για κάτι που δεν είναι. Όμως, η μικρή προίκα θα σταθεί αιτία να διαλυθεί ο αρραβώνας και η εμφάνιση του θείου Ρομπέρ – σύμφωνα με τις τυπικές διαδικασίες της φάρσας – λειτουργεί καταλυτικά στην κωμικά δυσάρεστη κατάσταση καθώς θα αποκαλύψει την αλήθεια, θα δώσει ώθηση στην εξέλιξη της υπόθεσης για να οδηγήσει τελικά στην αίσια λύση.
Η σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου φώτισε τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το κείμενο να αφορά το θεατή του σήμερα, «έπαιξε» με τις ασπρόμαυρες πλευρές ενός παιγνιώδη κωμικού λόγου και έδωσε έμφαση στην ομοιομορφία της σκηνικής πραγμάτωσης των ταχύρρυθμα δοσμένων περιστατικών.
Το λιτό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη με ελάχιστα αντικείμενα επάνω στη σκηνή χρησιμοποιείται ως σαλόνι και για τις δυο οικογένειες. Προς το τέλος του δεύτερου μέρους, αποκαλύπτεται μια άλλη του διάσταση που παραπέμπει ευθέως σε θέατρο μέσα στο θέατρο λειτουργώντας παράλληλα ως αιχμηρό σχόλιο γύρω από τη γελοιογραφία των προσώπων. Σε αυτό συμβάλλουν τα έντονα και ζωηρόχρωμα κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου που «κοροϊδεύουν» χαριτωμένα τις ηρωίδες προκειμένου να υπογραμμίσουν την αφέλεια, την αδεξιότητα και την αλαζονεία του χαρακτήρα τους. Σκηνές ανθολογίας η παρέμβαση του θείου Ρόμπερ και το γεύμα με τις τρούφες. Απολαυστικά κωμικό φινάλε!
Η Μάνια Παπαδημητρίου (Μπλανς, σύζυγος του Μαλενζάρ) και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου (Κονστάνς, σύζυγος του Ρατινουά) μέσα από την υποκριτική εμπειρία και δεξιοτεχνία τους κατορθώνουν να «τσαλακωθούν» για να υποδυθούν τις μικροαστές που προσπαθούν να μιμηθούν τις αριστοκρατικές κυρίες και πλάθουν δυο κωμικές φιγούρες που κινούν τα νήματα. Ο Κώστας Μπερικόπουλος (κύριος Μαλενζάρ) υποστηρίζει πειστικά τον αποτυχημένο γιατρό που προσποιείται ότι κουράρει μόνο εκπρόσωπους της καλής κοινωνίας ενώ ο Άκις Βλουτής (κύριος Ρατινουά) το ζαχαροπλάστη με προφίλ σακχαροβιομήχανου.
Ο Γιώργος Ζιόβας (θείος Ρομπέρ) ανταποκρίνεται με άνεση στις απαιτήσεις του ρόλου του όπως και ο Νίκος Γιαλελής (Φρεντερίκ, γιος του Ρατινουά) και η Σοφιάννα Θεοφάνους (Εμελίν, κόρη του Μαλενζάρ). Εξαιρετικοί στους μικρούς ρόλους η Λαμπρινή Αγγελίδου (μαγείρισσα και καμαριέρα και των δυο οικογενειών!) και ο Δημοσθένης Ελευθεριάδης (ταπετσιέρης, γκρουμ με λιβιέρα, σεφ, υπηρέτης).
Αξίζει να γίνει ξεχωριστή αναφορά στη νέα θεατρική βιβλιοθήκη που εκδίδει η Εταιρεία Θεάτρου «Συν-Επί». Τα προγράμματα των παραστάσεων συνοδεύονται από βιβλία με ολόκληρη τη μετάφραση του θεατρικού έργου και CD με τη μουσική. Στον παρόντα τόμο που επιμελήθηκε η θεατρολόγος Έρι Κύργια θα βρει κανείς κείμενα διάσημων μελετητών για τη φάρσα και το έργο του Λαμπις, φωτογραφικό υλικό, σχέδια του Νίκου Αναγνωστόπουλου, εργοβιογραφία και περαιτέρω ενδιαφέρον υλικό.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Στάχτη στα μάτια» του Ευγένιου Λαμπίς
Από την Εταιρεία Θεάτρου Συν – Επί
Μετάφραση – Σκηνοθεσία : Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνικά : Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια : Θάλεια Ιστικοπούλου
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Τους ρόλους ερμηνεύουν με σειρά εμφάνισης : Λαμπρινή Αγγελίδου, Μάνια Παπαδημητρίου, Κώστας Μπερικόπουλος, Νίκος Γιαλελής, Σοφιάννα Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Άκις Βλουτής, Δημοσθένης Ελευθεριάδης και Γιώργος Ζιόβας

ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΑΤΡΟ
Ακαδήμου 13, τηλ 210 52 31 131
Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ο Κερατάς και η...νταντά


«Στη ρίζα της φάρσας ανιχνεύουμε πολύ συχνά μια διεκδίκηση, για χάρη της οποίας στήνεται ένα σχέδιο εξαπάτησης του αντιπάλου : στις διαφυλικές, στις ταξικές, στις κοινωνικές γενικότερα σχέσεις. Την παγίδα την προορίζει ο αδύναμος για τον ισχυρό, ο πονηρός για τον κουτό, η γυναίκα για τον άνδρα ή αντίστροφα, ο υπηρέτης για τον κύριό του, με δυο λόγια, εκείνος που πιστεύει πως απειλείται η ελευθερία του ή το συμφέρον του από τον άλλον»

(Χαρά Μπακονικόλα, Στα Όρια της φάρσας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα)

Η θεατρική ομάδα με την πρωτότυπη ονομασία «Ζάω Ζω» («Ζάο» στα κινέζικα σημαίνει «ο άνθρωπος που χορεύει κάτω από τη βροχή») ανεβάζει σε ενιαία παράσταση δύο μονόπρακτες «οιονεί» φάρσες : «Νουνούς» του Ανρί Ντυβερνουά και «Μπερνικέλ» του Μωρίς Μαίτερλινκ σε μετάφραση Χαράς Μπακονικόλα και σε σκηνοθεσία Εύας Κουκούτση.
Το σχήμα δημιουργήθηκε στα τέλη του 2003 και έχει παρουσιάσει μέχρι σήμερα μια performance σε δυο συνέχειες-εκδοχές με τον τίτλο «Συμβαίνουν μόνο στη φαντασία μας». Ένα κολλάζ από κείμενα επιστημονικής φαντασίας, τραγούδια και διαφημίσεις που αναφέρονται σε μια μελλοντική κοινωνία.
Η φετινή παράσταση κινείται σε εντελώς διαφορετικό ύφος. Η «Νουνούς», μονόπρακτη κωμωδία του Ανρί Ντυβερνουά (Παρίσι 1875 – 1937), αιωρείται ανάμεσα στο πιθανό και το απίθανο. Η Μπισέτ, ωφελιμίστρια μαιτρέσα που προέρχεται από μια εκφυλισμένη μικροαστική τάξη, διαγράφεται οριστικά από τη ζωή του Βενιαμίν με την αιφνίδια άφιξη της τροφού της βρεφικής του ηλικίας. Η νταντά αναλαμβάνει στο εξής το νοικοκυριό, τη διατροφή και τη διόγκωση της εγωπάθειας του «Μπιμπίκου» μέσα από την αφήγηση των βρεφικών του άθλων! Ένα έξοχο σκίτσο ηθών με πολλά φαρσικά στοιχεία, τυπικό δείγμα των ανάλαφρων θεαμάτων του Παρισιού της εποχής εκείνης.
Σε ανάλογο ύφος κινείται και ο «Μπερνικέλ» του Βέλγου Νομπελίστα Μωρίς Μαίτερλινκ (1862 – 1949) του οποίου το όνομα συνδέθηκε με το κίνημα του συμβολισμού. Η δραματουργία του ακολούθησε μια σχεδόν ενιαία αισθητική και πνευματική φυσιογνωμία. Τα πρόσωπα του, συνήθως ντυμένα μ’ ένα απόκοσμο φως, κινητοποιούμενα από εξώκοσμες, μοιραίες δυνάμεις μέσα σε τοπία υποβλητικά και μυστηριώδη, μας κάνουν κοινωνούς της αόρατης πραγματικότητας και της μύχιας αλήθειας του σύμπαντος. Δύο μόνο φορές ο συγγραφέας απομακρύνθηκε από τα μεταφυσικά δράματα, στη δίπρακτη φάρσα «Το θαύμα του Αγίου Αντωνίου» (1903) και στη μονόπρακτη κωμωδία «Μπερνικέλ» (1926).
Το κείμενο διαθέτει τη σπιρτάδα του βωντεβίλ, με το οποίο και θεματικά συγγενεύει. Το θέμα του έργου περιστρέφεται γύρω από την απιστία μέσα από μια επιχειρηματολογία υπέρ της μοιχείας, την οποία αναπτύσσει με ποικίλες σοφιστίες η μοιχαλίδα, προκειμένου να ενοχοποιήσει το σύζυγό της για το δικό της παράπτωμα. Ο «Μπερνικέλ», όνομα ειρωνικά συμβολικό, αφού «berné» στα γαλλικά σημαίνει εξαπατημένος, φαίνεται σαν ένα καυστικό σχόλιο πάνω στη θεματική των πιπεράτων κωμωδιών όπου τα πάντα οδηγούνται σε αίσιο και ειρηνικό τέλος. Το «ευτυχές» φινάλε δεν είναι στην προκειμένη περίπτωση παρά μια εύθυμη αλλά κατά βάθος σαρκαστική νομιμοποίηση της ανηθικότητας.
Εξαιρετική η ρέουσα μετάφραση της Χαράς Μπακονικόλα που αναδεικνύει τον κωμικό οίστρο του φαρσικού λόγου.
Η σκηνοθεσία της Εύας Κουκούτση ακολουθεί εξπρεσιονιστική φόρμα και μέσα από την υπερβολή τονίζει τα φαρσικά στοιχεία. Γρήγοροι ρυθμοί, συνεχείς ανατροπές, χορογραφημένες κινήσεις οιονεί tango και «εκλεπτυσμένη» βία που ξεγυμνώνει την αστική υποκρισία.
Στόχος της σκηνοθετικής ανάγνωσης είναι να κάνει νύξεις για τη σύγχρονη παράνοια και την αλλοτριωμένη συνείδηση. Στο πρώτο μονόπρακτο ξεδιπλώνεται η ιστορία του εγωπαθούς Βενιαμίν που από υποχείριο της κοσμικής ερωμένης του καταντά υποχείριο της νταντάς του ενώ στο δεύτερο ο κερατωμένος σύζυγος εξαπατάται από τις σοφιστίες της γυναίκας του. Πρόκειται για διαλυμένες προσωπικότητες που ακολουθούν τα εκάστοτε πρότυπα συμπεριφοράς της εποχής. Τα δύο έργα αποδεικνύονται επίκαιρα και φαίνεται ν’ αφορούν το σημερινό θεατή γιατί η συνειδητότητα και ο τρόπος σκέψης δεν έχουν διόλου αλλάξει και παρόμοιες αντιλήψεις παραμένουν προσκολλημένες σε παρωχημένα πρότυπα συμπεριφοράς.
Το λιτό σκηνικό του Σταύρου Παναγιωτάκη ενισχύεται με τη συμβολική χρήση του βίντεο, των φωτισμών, του γκράφιτι καθώς και των αντικειμένων όπως τα κόκκαλα και η περιστρεφόμενη πολυθρόνα επάνω στο βάθρο (ειδική κατασκευή του Βύρωνα Παπαδόπουλου). Αυθεντικά και εξόχως θεατρικά τα κοστούμια που σχεδίασε ο Δημήτρης Ντάσιος.
Στο πρώτο μέρος, η μουσική του Dolphine Ears μοιάζει ν’ αποτυπώνει το ψυχικό υπόβαθρο των ηρώων ενώ στο δεύτερο οι υποβλητικοί ήχοι (ήχος της καρδιάς, καταιγίδα κτλ) ακούγονται σαν ένα λεπτά ειρωνικό σχόλιο στη δράση.
Με μπρίο και εκφραστική ευχέρεια υποδύεται η Ανθή Τσαγκαλίδου τη Νουνούς. Η Εύα Κουκούτση στους ρόλους της Μπισέτ και της Τισιά προβάλλει επιδέξια τον κυνισμό και την ικανότητα του θηλυκού μυαλού να λειτουργεί παράδοξα προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Ο Νίκος Παντελίδης ερμηνεύει το Βενιαμίν και το Μπερνικέλ αφήνοντας να διακριθεί μέσα από τον αυτοσαρκασμό το δραματικό υπόβαθρο των καταστάσεων.
Στις 4 Μαΐου, μετά την παράσταση, θα ακολουθήσει μια σύντομη παρουσίαση της πνευματικής φυσιογνωμίας του Μωρίς Μαίτερλινκ με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του. Η εισήγηση θα γίνει από την καθηγήτρια θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χαρά Μποκονικόλα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Δύο οιονεί φάρσες»
«Νουνούς» του Ανρί Ντιβερνουά και «Μπερνικέλ» του Μωρίς Μαίτερλινκ
Από τη θεατρική ομάδα «Ζάω – Ζω»
Μετάφραση : Χαρά Μπακονικόλα
Σκηνοθεσία : Εύα Κουκούτση
Εικαστική επιμέλεια-βίντεο-φωτισμοί : Σταύρος Παναγιωτάκης
Κοστούμια : Δημήτρης Ντάσιος
Μουσική : Dolphine Ears
Χορογραφία : Αναστασία Τουσίδου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Ανθή Τσαγκαλίδου, Νίκος Παντελίδης και Εύα Κουκούτση

ΘΕΑΤΡΟ ΑΚΗΣ ΔΑΒΗΣ
Αλκμήνης 12, Κάτω Πετράλωνα, τηλ. 210 34 28 583
Καθημερινά στις 21.30 έως 4/5
22 & 29/4 στις 19.00, 24-25/4 & 1-2/5 στις 12 τα μεσάνυχτα

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Έκρηξη παθών


«Μόνο ο βουβός ο πόνος ξεριζώνει κάθε χορδή απ’ την καρδιά. Αφήστε με να πεθάνω μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα. Ένα φιλί σ’ αυτά τα παγωμένα χείλη… Ο Έρωτας μόνο στο θάνατο βασιλεύει. Και η τέχνη από μόνη της δεν είναι αρκετή για να μπορέσει μία καρδιά σπασμένη ν’ ανακουφιστεί

(απόσπασμα από το έργο)

Άλλη μια ενδιαφέρουσα πειραματική πρόταση κατέθεσε και τη φετινή χρονιά η δραστήρια ομάδα «Αρένα» της οποίας τα βήματα παρακολουθεί ανελλιπώς η στήλη από την πρώτη στιγμή της σύστασής της. Το έργο του Άγγλου John Ford «Σπασμένη Καρδιά» («The Broken Heart») μεταφράζεται και ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση Εύας Σιμάτου και διασκευή-σκηνοθεσία Αλέξανδρου Σωτηρίου σε μια ιδιάζουσα παράσταση με έντονα γκροτέσκο αποχρώσεις.
Στην παραγωγή του σκοτεινού και νοσηρού δραματουργού της Ελισαβετιανής οικογένειας διακρίνονται παθιασμένες τραγωδίες παράνομου έρωτα, αιμομιξίας, σαδισμού, χρήματος, εξουσίας και βίαιου θανάτου. Στα σωζόμενα έργα του περιλαμβάνονται τέσσερα ρομαντικά, μελαγχολικά δράματα, γραμμένα σ’ ένα εντελώς προσωπικό ύφος με ανομοιοκατάληκτους στίχους : «Η Θυσία του Έρωτα» («Love’s sacrifice» 1627), «Η Μελαγχολία του εραστή» («The Lover’s Melancholy» 1628), «Η Ραγισμένη Καρδιά» («The Broken Heart» 1629) και, το πιο διάσημο έργο του, «Κρίμα που είναι πόρνη» («’Tis Pity She’s a Whore»). Το τελευταίο έχει ανεβάσει στο Ανοιχτό Θέατρο ο Γιώργος Μιχαηλίδης τη θεατρική περίοδο 1986-1987.
Στο επίκεντρο του έργου βρίσκονται τα καταπιεσμένα συναισθήματα των ηρώων, που άλλοτε βγαίνουν στην επιφάνεια κι άλλοτε παραμένουν κρυμμένα κατατρώγοντας τον ήρωα μέχρι τον θάνατό του. Ο θάνατος της Πενθέας κάνει αισθητή την επιρροή που άσκησε «Η Ανατομία της Μελαγχολίας» του Ρόμπερτ Μπέρτον στη σκέψη του συγγραφέα.
Το κείμενο είναι πολυπρόσωπο, όμως πολλοί χαρακτήρες δεν προσθέτουν τίποτε σημαντικό στην πλοκή. Η διασκευή του Αλέξανδρου Σωτηρίου διατήρησε μόνο τους βασικούς ήρωες, επιλογή που όχι μόνο δεν αλλοιώνει το έργο αλλά απαλλάσσει τον θεατή από περιττές πληροφορίες. Οι πέντε πράξεις του έργου έχουν μετατραπεί σε ισάριθμα κεφάλαια με τίτλους, που αποτελούνται από σκηνές με ενιαία αρίθμηση. (συνολικά 25 σκηνές). Ο περιορισμός των διαλόγων επιτείνει την αίσθηση της καταπίεσης των συναισθημάτων που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των ηρώων. Η προσθήκη του ποιήματος του Eliot «Τετάρτη των τεφρών» λειτουργεί ως σχόλιο στη δράση. Παρά το ότι η διασκευή διαφοροποιείται αρκετά από το πρωτότυπο ως προς τη δομή, διατηρείται η ατμόσφαιρα και το ύφος του συγγραφέα.
Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Σωτηρίου υπογραμμίζει τα έντονα και ακραία συναισθήματα των ηρώων με μια «υπερ-έκφραση» που ενισχύεται από τη ροή σάλιου, ιδρώτα και αίματος. Η εκφορά λόγου, η βιαιότητα των κινήσεων και οι εκφραστικοί μορφασμοί αποδίδουν τις ψυχολογικές μεταπτώσεις. Το στοιχείο του εγκλωβισμού και του αδιεξόδου υποστηρίζεται και από τη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου που επιμελείται μαζί με τα κοστούμια η Αλίκη Αρναούτη. Οι φωτισμοί και οι μουσικές επιλογές του Γιώργου Διαμαντόπουλου συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σκοτεινής και μυστηριακής ατμόσφαιρας.
Η Χριστίνα Φίλου (Καλάνθα, πριγκίπισσα του βασιλείου) ερμηνεύει με προσήλωση στην ακρίβεια των κινήσεων και της σωματικής έκφρασης μέχρι την κορύφωση και τη μοιραία πράξη τελεολογίας που κλείνει την αυλαία του δράματος. Η Εύα Σιμάτου (Πενθέα) αποτυπώνει με την ερμηνεία της, την ψυχική γκριμάτσα που εγκαθίσταται ύπουλα στο πρόσωπο, στο σώμα και στη συμπεριφορά της ηρωίδας. Ο Αλέξανδρος Σωτηρίου (Βασάνιος, σύζυγος της Πενθέας) αν και «φλυαρεί» με τη σωματική του έκφραση, ακολουθεί εντούτοις σημεία που δηλώνουν το βάθος των ιδιοτήτων του ήρωα που ερμηνεύει. Ο Γιώργος Θύαμης (Οργίλος και Γκιόσα, γριά ρουφιάνα του Βασάνιου) αποδίδει επιδέξια και εκφραστικά τους δύο ρόλους. Ο Ηλίας Ραφαηλίδης (Ετεοκλής, νεαρός στρατηγός, δίδυμος αδελφός της Πενθέας) με το πάθος, τη δυναμική των κινήσεων και την έκφραση των ματιών, κινείται με ευστοχία κατευθύνσεως των σωματικών μέσων, που καθορίζουν την ερμηνεία του ρόλου. Ο κύριος Ραφαηλίδης διασφαλίζει μια σταθερή πορεία πλεύσης του ήρωα που υποδύεται, χωρίς να τον υπογραμμίζει αλλά και χωρίς να του αφαιρεί ή να του σβήνει τα ιδιαίτερα χρωματικά χαρακτηριστικά του.
Την προσεγμένη μετάφραση της Εύας Σιμάτου θα βρει κανείς στο βιβλίο-πρόγραμμα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Φιλότυπον». Πολύ κατατοπιστική και εμπεριστατωμένη η μελέτη της Ξένιας Γεωργοπούλου, λέκτωρ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο πρόγραμμα υπάρχουν αποσπάσματα από τα βιβλία του Marion Lomax και Robert Burton, φωτογραφικό υλικό και σημειώματα της μεταφράστριας και του σκηνοθέτη.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Σπασμένη Καρδιά» του Τζων Φόρντ
Από την ομάδα «Αρένα»
Μετάφραση : Εύα Σιμάτου
Διασκευή – Σκηνοθεσία : Αλέξανδρος Σωτηρίου
Σκηνικά – Κοστούμια : Αλίκη Αρναούτη
Μουσική επιμέλεια : Γιώργος Διαμαντόπουλος
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Εύα Σιμάτου, Χριστίνα Φίλου, Ηλίας Ραφαηλίδης, Γιώργος Θύαμης και Αλέξανδρος Σωτηρίου

BOOZE COOPERATIVA
Κολοκοτρώνη 57, τηλ. 210 32 40 944
Δευτέρα – Τρίτη 21.00

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Τα πάνω-κάτω...


«Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από έναν επινοητικό ηλίθιο!»
Scott Adams,
Αμερικανός συγγραφέας κόμικ

Το πρώτο θεατρικό έργο του Νίκου Ποριώτη που φέρει τον τίτλο «Δε θα μείνω πολύ!», αντλεί το υλικό του από τον παρασκηνιακό κόσμο των θεατρίνων και με άφθονο σαρκασμό και αυτοσαρκασμό φωτογραφίζει πραγματικές καταστάσεις διακωμωδώντας συμπεριφορές και αντιλήψεις. Καλογραμμένοι διάλογοι με ευφυές χιούμορ και αβανταδόρικες ατάκες κρατούν σε εγρήγορση τον θεατή που περιμένει την ανατροπή για να νοιώσει πως δε βρίσκεται αντιμέτωπος με μια κοινότυπη ιστορία. Η ανατροπή του φινάλε φέρνει στην κυριολεξία τα πάνω – κάτω και δικαιολογεί απόλυτα το χαρακτηρισμό «μαύρη κωμωδία» που αποδίδει άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας στο έργο του.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στο σαλόνι ενός διαμερίσματος. Η Δήμητρα Καμαρινού, πρώην επιτυχημένη ηθοποιός και νυν άνεργη, χωρισμένη και αλκοολική, δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη ενός άγνωστου συγγραφέα ο οποίος συστήνεται ως Μιχάλης Μελάτος και της ζητά να γράψουν από κοινού και να ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο που θα σπάσει ταμία. Δράση απρόβλεπτη με συνεχείς ανατροπές που υποστηρίζεται από δυο πολύ καλές ερμηνείες. Η Βίλη Σωτηροπούλου δίνει έμφαση στις ψυχολογικές εξάρσεις της ηρωίδας αποδίδοντας με εκφραστική ακρίβεια τόσο τους κωμικούς τόνους όσο και την απόγνωση. Ισορροπημένη ερμηνεία. Ο Νίκος Ποριώτης χρησιμοποιεί εύστοχα το στοιχείο της έκπληξης και πλάθει μια χιουμοριστική φιγούρα που δεν προδίδει εξ αρχής τις αληθινές προθέσεις του ήρωα. Ένα επιτυχημένο υποκριτικό δίδυμο σε μια ενδιαφέρουσα παράσταση η οποία λαμβάνει χώρα στον επάνω όροφο του μπαρ aPLAKAfe. Τη σκηνοθεσία και τη μουσική επιμέλεια υπογράφει η Ροζαμάλια Κυρίου.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Δε θα μείνω πολύ» του Νίκου Ποριώτη
Σκηνοθεσία : Ροζαμάλια Κυρίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Βίλη Σωτηροπούλου και Νίκος Ποριώτης

aPLAKAfe
Αδριανού 1, Θησείο, τηλ. 210 32 55 552
Παρασεκεύη-Σάββατο-Κυριακή 21.00