Στο μονόπρακτο «Η Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη, που ανέβηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Τέχνης το 1965, τα ηχητικά σήματα (τύμπανα, τρομπέτες) που φθάνουν στη σοφίτα των δύο έγκλειστων αδελφών, του Άρη και της Ζωής, προμηνύουν το χαρμόσυνο γεγονός μια παρέλασης, μεταμφιέζοντας το πραγματικό γεγονός μιας εκτέλεσης. Η παρερμηνεία των ήχων εκ μέρους των δύο νέων, θα τους οδηγήσει ν’ αναζητήσουν την οπτική εικόνα του «έξω», της πλατείας, της μη-κατονομαζόμενης πόλης, μέσω του παραθύρου. Μαζί με τις σκηνές φρίκης που θα διακρίνουν, με την αυθόρμητη λεκτική τους αντίδραση, θα διασταυρώσουν το βλέμμα τους με τον επικεφαλή της δημόσιας εκτέλεσης, δηλώνοντας την παρουσία τους.
Η ιδεολογική πρόσληψη του θεατή της εποχής που πρωτοπαίζεται το έργο επιτρέπει ερμηνείες σε συμφωνία με τους απόηχους της Κατοχής ή του Εμφυλίου. Η πρόσληψη του σημερινού θεατή αντικρίζει έναν προφητικό λόγο για τη δικτατορία που ακολούθησε και ταυτόχρονα τον εφιάλτη για κάθε απολυταρχικό καθεστώς.
Οι στίχοι του ρεμπέτικου του Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκάς) στην έναρξη της παράστασης που σκηνοθετεί ο Ένκε Φεζολάρι, δημιουργούν στο άκουσμα τους κλίμα συνενοχής ανάμεσα στο κοινό. Στο «εδώ και τώρα» της νέας αυτής πρότασης του γνωστού έργου, λέξεις όπως «κρίση» και φράσεις όπως «απόμεινα δίχως λεπτό» ηχούν σαν αιχμηρή υπενθύμιση μιας τρέχουσας και εφιαλτικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, την οποία ο θεατής εισερχόμενος στο θέατρο θα ήθελε να ξεχάσει.
Ο Ένκε Φεζολάρι λειτουργεί ανατρεπτικά απέναντι στον καθιερωμένο χειρισμό του κειμένου χωρίς να προδίδει το πνεύμα και την ουσία του. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα σημεία μετα-κειμένου που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης ως συμβολικές επιστρωματικές της δράσεως και της θεματικής, μονάδες διακρίνουμε το μαντήλι και το «παιχνίδι της τυφλόμυγας». Το μαντήλι ανάγεται σε εξέχον σχολιαστικό αντικείμενο, ανοιχτό σε προοπτικές εξόδου και διεξόδου για τους δύο ήρωες. Το σκηνικό παιχνίδι με το αντικείμενο σηματοδοτεί το τέλος της εκούσιας απομόνωσης και εθελοτυφλίας τους.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Δάφνης Κούτρα, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη και η κινησιολογική οργάνωση της Χαράς Κότσαλη ευθυγραμμίζονται με τη σκηνοθετική πρόταση.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης διαχειρίζεται ευθύβολα τα πλούσια εκφραστικά του μέσα και υποδύεται εξελικτικά τον απαιτητικό ρόλο του Άρη. Ως Ζωή, η Βασιλική Τρουφάκου διακρίνεται για τη φωνητική της υπεροχή και συγκινεί με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και αποχρώσεις μιας πηγαίας ερμηνείας.
Οι μουσικές επιλογές του σκηνοθέτη επιδίωξαν και πέτυχαν κατά τη γνώμη μου, τη διαμόρφωση κλίματος το οποίο, δια μέσου του μηχανισμού της υποβολής, απορροφά και κυριεύει τον θεατή. Κορυφαία στιγμή το φινάλε με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» να γεννά συνειρμούς που διεγείρουν τις αισθήσεις.
Η ιδεολογική πρόσληψη του θεατή της εποχής που πρωτοπαίζεται το έργο επιτρέπει ερμηνείες σε συμφωνία με τους απόηχους της Κατοχής ή του Εμφυλίου. Η πρόσληψη του σημερινού θεατή αντικρίζει έναν προφητικό λόγο για τη δικτατορία που ακολούθησε και ταυτόχρονα τον εφιάλτη για κάθε απολυταρχικό καθεστώς.
Οι στίχοι του ρεμπέτικου του Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκάς) στην έναρξη της παράστασης που σκηνοθετεί ο Ένκε Φεζολάρι, δημιουργούν στο άκουσμα τους κλίμα συνενοχής ανάμεσα στο κοινό. Στο «εδώ και τώρα» της νέας αυτής πρότασης του γνωστού έργου, λέξεις όπως «κρίση» και φράσεις όπως «απόμεινα δίχως λεπτό» ηχούν σαν αιχμηρή υπενθύμιση μιας τρέχουσας και εφιαλτικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, την οποία ο θεατής εισερχόμενος στο θέατρο θα ήθελε να ξεχάσει.
Ο Ένκε Φεζολάρι λειτουργεί ανατρεπτικά απέναντι στον καθιερωμένο χειρισμό του κειμένου χωρίς να προδίδει το πνεύμα και την ουσία του. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα σημεία μετα-κειμένου που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης ως συμβολικές επιστρωματικές της δράσεως και της θεματικής, μονάδες διακρίνουμε το μαντήλι και το «παιχνίδι της τυφλόμυγας». Το μαντήλι ανάγεται σε εξέχον σχολιαστικό αντικείμενο, ανοιχτό σε προοπτικές εξόδου και διεξόδου για τους δύο ήρωες. Το σκηνικό παιχνίδι με το αντικείμενο σηματοδοτεί το τέλος της εκούσιας απομόνωσης και εθελοτυφλίας τους.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Δάφνης Κούτρα, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη και η κινησιολογική οργάνωση της Χαράς Κότσαλη ευθυγραμμίζονται με τη σκηνοθετική πρόταση.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης διαχειρίζεται ευθύβολα τα πλούσια εκφραστικά του μέσα και υποδύεται εξελικτικά τον απαιτητικό ρόλο του Άρη. Ως Ζωή, η Βασιλική Τρουφάκου διακρίνεται για τη φωνητική της υπεροχή και συγκινεί με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και αποχρώσεις μιας πηγαίας ερμηνείας.
Οι μουσικές επιλογές του σκηνοθέτη επιδίωξαν και πέτυχαν κατά τη γνώμη μου, τη διαμόρφωση κλίματος το οποίο, δια μέσου του μηχανισμού της υποβολής, απορροφά και κυριεύει τον θεατή. Κορυφαία στιγμή το φινάλε με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» να γεννά συνειρμούς που διεγείρουν τις αισθήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου