«…και τότε η μάνα μου θα δει ποια στ’ αλήθεια είμαι/θα
αναγκαστεί επιτέλους να δει ότι είμαι κάποια/δε θα μπορεί να μην το δει/και θα σκάσει
από τη ζήλια της/θα σκάσει όταν δει τι είμαι ικανή να κάνω/τι είμαι ικανή να
κάνω για το παιδί μου/θα σκάσει όταν δει ότι είμαι ικανή να κάνω πολύ
περισσότερα για το παιδί μου απ’ όσα έκανε εκείνη για μας, τα δικά της
παιδιά/θα σκάσει όταν δει ότι το δικό μου παιδί είναι ευτυχισμένο ενώ τα δικά
της παιδιά ήταν δυστυχισμένα…»
(Ζοέλ Πομμερά, Αυτό
το παιδί, μετάφραση Μαριάννα Κάλμπαρη)
Η σκηνή άδεια, λευκή μοκέτα, σημάδια
υγρασίας στους τοίχους. Μία-μία, σαν σε πασαρέλα, δέκα «φιγούρες» θα πάρουν θέση
βολής απέναντί μας. Στην αρχή θα κινηθούν ήπια, σε σουρντίνα, σταδιακά θα
οδηγηθούν σε «βακχική» μέθη. Η δεκαπεντάλεπτη χορογραφία της Ξένιας Θεμελή, με τον χαρακτηριστικό
τίτλο «WOLVES», αναστατώνει τις αισθήσεις κλέβοντας το προβάδισμα που καμώνονται πως
έχουν οι λέξεις… Οι σημαίνουσες χειρονομίες, που συγχρονίζονται με τη μπιτ υπόκρουση, αποτελούν μια συναρπαστική
εξερεύνηση της δυναμικής της αγέλης και του τρόπου με τον οποίο η ατομική ύπαρξη
μετασχηματίζεται μέσα στο συλλογικό σώμα. Το κλίμα αλλάζει όταν ακούγεται το «Gloria in Excelsis Deo» του Βιβάλντι, που κυριολεκτικά σημαίνει «Δόξα εν
υψίστοις Θεώ», φέρνοντας στο προσκήνιο έννοιες όπως η ιερότητα, το θείο φως και
η πνευματική ανάταση. Η μουσική σηματοδοτεί μια αντίθεση με την αρχέγονη, σχεδόν παγανιστική και ενστικτώδη φύση της αγέλης των
λύκων. Όμως δεν την
υπονομεύει, αντίθετα, εξυψώνει τη συλλογική της δύναμη σ’ ένα επίπεδο σχεδόν τελετουργικό.
Η ομαδική χορογραφία λειτουργεί ως ένα πρελούδιο για το άγριο «πανηγύρι» των
οικογενειακών σχέσεων που περιγράφει ο Ζοέλ
Πομμερά, σε δέκα αυτόνομα στιγμιότυπα, στο θεατρικό έργο του, «Αυτό το παιδί» (2005).
Σε ποιό παιδί όμως αναφέρεται αυτή η
δεικτική αντωνυμία; Στο παιδί που ήταν ο ίδιος ο γονιός κάποτε, στο παιδί που
θα ήθελε να είναι, στο παιδί που μεγαλώνει τώρα ή σ’ ένα παιδί που θα μεγαλώσει
στο μέλλον και θα δικαιώσει τις προσδοκίες του; Κάθε νέος γονιός, κάθε γενιάς,
θέλει να φέρει στον κόσμο παιδιά που δεν θα βιώσουν τις άσχημες καταστάσεις τις
οποίες έζησε εκείνος, υπόσχεται πως δεν θα διαπράξει τα ίδια λάθη με τους δικούς
του γονείς, πως θα γίνει ο καλύτερος γονιός. Με ώριμο, πικρό και μελαγχολικό
σκεπτικισμό, ο Γάλλος συγγραφέας καταγράφει με ποιητικό τρόπο – χωρίς να κρίνει
ή να ηθικολογεί – τους στεναγμούς της διπλανής – ή μάλλον της δικής μας – πόρτας,
εστιάζοντας στην έλλειψη επικοινωνίας, την προσκόλληση, την απογοήτευση και τις κρυφές
εντάσεις και αναδεικνύοντας τα συναισθήματα που συχνά μένουν ανείπωτα.
Ο Χρήστος
Θεοδωρίδης, στην έξοχη μετάφραση της Μαριάννας
Κάλμπαρη, καθοδηγεί ευθύβολα τους δέκα ταλαντούχους ηθοποιούς του στο
«χτίσιμο» των πολλαπλών μεταμορφώσεων «εν ριπή οφθαλμού» και με τα πιο λιτά
μέσα. Οι ηθοποιοί περνούν αβίαστα από τον ρόλο του πατέρα ή της μητέρας, που
υποδύονται στη μια σκηνή στον γιο ή στην κόρη στην άλλη, με τις αλλαγές του
χώρου και του χρόνου να σηματοδοτούνται από την υποκριτική ευελιξία, τους
καίριους φωτισμούς και τη μουσική.
Στην Πρώτη Σκηνή, η Ινώ Πικιώνη ερμηνεύει αισθαντικά την οκτώ μηνών έγκυο γυναίκα που
προσδοκά τη δική της δικαίωση μέσα από την ευτυχία του παιδιού της («θα βρω
επιτέλους τη δύναμη να πάρω τη ζωή στα χέρια μου»). Η ηθοποιός υπογραμμίζει την
ανάγκη της γυναίκας να γίνει καλύτερη μητέρα, να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη με
τη δική της μητέρα, εκφράζοντας παράλληλα ένα αίσθημα αδικίας, έλλειψης
κατανόησης και ενθάρρυνσης.
Στη Δεύτερη Σκηνή, ο Χρήστος Φιλόπουλος, ως Πατέρας, και η Ελίνα Παντελεμίδου, ως πεντάχρονη κόρη, αναδεικνύουν το παράδοξο
ενός ιδιότυπου αποχωρισμού: η κόρη αδιαφορεί παντελώς για τον χωρισμένο μπαμπά της,
που έρχεται να την επισκεφτεί, και τού απευθύνεται πλέον στον πληθυντικό
ανακοινώνοντάς του πως δεν θα λυπηθεί καθόλου εάν δεν τον ξαναδεί ποτέ και
ανυπομονώντας να επιστρέψει στη μητέρα της. Στο τέλος της σκηνής, ένα λούτρινο
ζωάκι θα πέσει στο πάτωμα και θα παραμείνει πεταμένο μέχρι το τέλος της
παράστασης, ίσως σαν να ένα απομεινάρι της χαμένης αθωότητας της παιδικής
ηλικίας…
Στην Τρίτη Σκηνή (που στο πρωτότυπο
κείμενο είναι η Έκτη), η Γιώτα
Μιχαλακοπούλου, ως χειριστική Μητέρα, και η Αντωνία Παυλέα, ως Παιδί, αποτυπώνουν με ευκρίνεια τα σημάδια μιας ακόμα
παράδοξα νοσηρής σχέσης που καταδεικνύει την έλλειψη αληθινής αγάπης. Και λέω
παράδοξα γιατί είναι κάπως ασυνήθιστο να εμποδίζει μια μάνα το παιδί της να
πάει στο σχολείο και να το καθυστερεί εκφράζοντας την απαίτηση ικανοποίησης των
δικών της αναγκών, φθάνοντας ακόμη και στην απειλή…
Στην Τέταρτη Σκηνή, ο Χρήστος Φιλόπουλος (Πατέρας), ο Πασέ Κολοφωτιάς (Γιος) και η Βέρα
Ιωσήφ (Γυναίκα), η οποία μάταια
προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα, φανερώνουν με κινήσεις ακρίβειας το χάσμα
στη νοοτροπία ανάμεσα στον γονέα και το παιδί που κορυφώνεται με τα πιο σκληρά
απορριπτικά λόγια: «Δε σε διάλεξα. Δε διάλεξα να έχω έναν πατέρα σαν κι εσένα.»
Στην Πέμπτη Σκηνή, η Βέρα Ιωσήφ (Μητέρα) και η Γιώτα
Μιχαλακοπούλου (Κόρη) σκιαγραφούν με σκέρτσο τα στάδια μιας αιώνιας
ανταγωνιστικής σχέσης που απλώνονται από την επίκριση έως την απολογία με το
μόνιμο άγχος της σύγκρισης, το οποίο μοιραία οδηγεί συνήθως στην απογοήτευση.
Στην Έκτη Σκηνή, ο Χρήστος Φιλόπουλος (Άνδρας), η Σαββίνα
Σωτηροπούλου (Γυναίκα) και η Ελίνα
Παντελεμίδου (Νέα Γυναίκα) συγκινούν με την απλότητα της ερμηνείας τους σ’
ένα στιγμιότυπο που θίγει πολλά ζητήματα από διαφορετικές σκοπιές: ποιά είναι
τελικά τα κατάλληλα χέρια που έχουν δικαίωμα να κρατούν στην αγκαλιά τους ένα
παιδί;
Στην Έβδομη Σκηνή, ο Πασέ Κολοφωτιάς (Πατέρας), ο Χρήστος
Φιλόπουλος (Γιος) και η Ινώ Πικιώνη
(Μητριά) υπογραμμίζουν με ελεγχόμενη ένταση τις συνέπειες μιας αυταρχικής
νοοτροπίας που επέβαλλε τον σεβασμό με την καλλιέργεια του φόβου και την άσκηση
βίας.
Απολαυστική η Όγδοη Σκηνή μάς έκανε να
γελάσουμε ακούγοντας φωνές στο σκοτάδι από κάποια γεννητούρια όπου παρελαύνει
όλη η γκάμα των συναισθημάτων που βιώνει ο οικογενειακός περίγυρος αναμένοντας
τον ερχομό νέου μέλους…
Η παράσταση απογειώνεται στην Ένατη Σκηνή
με τις δύο γυναίκες που έχουν έρθει στο νεκροτομείο για ν’ αναγνωρίσουν αν το πτώμα
ανήκει στο παιδί τους. Η Μαρία-Χριστίνα
Παπαναστασίου-Alvarez (Κυρία Μαρκέρ) ενσαρκώνει με πλούσια εκφραστικά μέσα τα
αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί η τραγική συγκυρία, ένα μικρό ρεσιτάλ.
Εξίσου καλοί η Μάρθα-Μαρία Βαϊοπούλου
(Γειτόνισσα) και ο Πασέ Κολοφωτιάς (Αστυνομικός).
Η Δέκατη και τελευταία Σκηνή, μάς αφήνει
με την πικρή γεύση μιας «συγγνώμης», η οποία δεν μπορεί ν’ αλλάξει το κακό που
έχει διαπραχθεί. Η Σαββίνα Σωτηροπούλου
(Μητέρα) και η Αντωνία Παυλέα (Κόρη)
δίνουν δυνατές ερμηνείες. Ο ξέφρενος χορός της κόρης και η εικόνα της κυρίας
Μερκέρ στο αναπηρικό καροτσάκι έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου…




