Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Γυναικείοι μονόλογοι


Η νέα παράσταση της ομάδας «Θεώρηση» που παρουσιάζεται στον εναλλακτικό πολυχώρο «Cabaret Voltaire» φέρει τον τίτλο «Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ». Πρόκειται για μια σκηνική σύνθεση πέντε μονολόγων που έχουν επιλεγεί από το θεατρικό έργο του Γιώργου Μανιώτη «Γκρο πλαν». Στο ογκώδες αυτό έργο περιλαμβάνονται 64 μονόλογοι πολλοί από τους οποίους έχουν ήδη παρουσιαστεί στην ελληνική σκηνή. Συγκεκριμένα το 1998, ο Σταμάτης Κραουνάκης στήνει μια παράσταση σε συνεργασία με το «Δημοτικό Θέατρο Καβάλας» ενώ το 2006 ο ίδιος ο συγγραφέας σκηνοθετεί το «Γκρο πλαν» στο θέατρο «Φούρνος» σε σκηνογραφία Αλέκου Φασιανού.
Στο θεατρικό σύμπαν του Γιώργου Μανιώτη οι καταπιεστικοί οικογενειακοί μηχανισμοί, μορφοποιούμενοι στο πρόσωπο της Ελληνίδας μητέρας – συζύγου, δημιουργούν ευνουχισμένους πολίτες. Ο συγγραφέας, ωστόσο, δημιουργεί αρχικά οικεία, σχεδόν ευτράπελα πρόσωπα, παρασύροντας τον θεατή του σε άδολες ταυτίσεις έως ότου αποδειχθεί το αδιέξοδο της ύπαρξής τους, καταγγέλλοντας τη συλλογική προδοσία που υφίσταται ο σύγχρονος μεταπολεμικός άνθρωπος.
Πρόκειται για ένα υπαρξιακό θέατρο, αφού φέρει επί σκηνής κυρίως μέσα από τα μονολογούντα πρόσωπα, μια βαθιά κρίση αξιών, παραδεδεγμένων ιδεολογιών, κοινωνικών κανόνων και συμπεριφορών που εκφράζεται ως προσωπική αρχικά υπόθεση, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με τη σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό αλλά και κατ’ επέκταση με τον κοινωνικό του περίγυρο. Πίσω από μια φαινομενικά απλή και προσιτή γραφή υποκρύπτεται μια αδιαμφισβήτητη δυναμική που συνδυάζει την κοινωνική κριτική με τον αδυσώπητο σαρκασμό αλλά και τον καυστικό και συνεπώς ανηλεή σπαραγμό.
Η Μαίη Σεβαστοπούλου επέλεξε και συνδύασε κομμάτια με παρεμφερή θεματική για τη δημιουργία ενός σπονδυλωτού θεάματος που κυλάει αβίαστα και σε γοργούς ρυθμούς. Πέντε γυναίκες στα όρια νευρικής κρίσης εκφράζουν θυμούς, παράπονα και ζήλιες στους γιους, στους συζύγους, στις ερωμένες αλλά και στις φιλενάδες τους με τις οποίες φλυαρούν ακατάπαυτα στο τηλέφωνο.
Η σκηνοθετική ανάγνωση της κυρίας Σεβαστοπούλου ανέδειξε αποκλειστικά τους κωμικούς τόνους μιας κυνικής γραφής προβάλλοντας σθεναρά το χιούμορ, την εύθυμη διάσταση και τα ευτράπελα των καταστάσεων. Αυτή τη γραμμή ακολούθησαν και τα κοστούμια της Νίκης Πέρδικα με την υπερβολή και τα έντονα χρώματα που ενισχύουν το κωμικό στοιχείο τρέποντας τα πρόσωπα σε καρικατούρες.
Οι ηθοποιοί κινούνται ανάμεσα στους θεατές που κάθονται στα τραπέζια του μπαρ πίνοντας το ποτό τους. Σκηνή και πλατεία αποτελούν ενιαίο χώρο στον οποίο αναπτύσσεται ένα χαριτωμένο διαδραστικό παιχνίδι. Οι μονόλογοι συνδέονται μεταξύ τους και ο αποσπασματικός χαρακτήρας μετριάζεται. Από το ένα κείμενο στο άλλο μεσολαβούν διασκεδαστικά μουσικοχορευτικά στιγμιότυπα που εξασφαλίζουν άφθονο γέλιο. Στον κάθε μονόλογο παρεμβαίνουν στιγμιαία οι υπόλοιποι ηθοποιοί δημιουργώντας τη ψευδαίσθηση διαλόγου. Γνώριμη μέθοδος που ζωηρεύει τη δράση ώστε ν’ αποφευχθεί η πλήξη και η μονοτονία. Εύστοχη και η «συνταγή» που ακολουθείται στο φινάλε της παράστασης.
Η πληθωρική Χριστίνα Παπαβασιλείου στο μονόλογο «Η Ξανθιά», με στοιχεία κλοουνερί και μια δόση ταχυλογίας πλάθει μια έξοχη κωμική φιγούρα υστερικής ζηλιάρας που «χαζεύει» κανείς την παρουσία της με κίνδυνο όμως να χάσει σε κάποιες στιγμές τη ροή του κειμένου. Η Μαρβίνα ΠιτυχούτηΣτο Μεταίχμιο») αποδίδει με ελεγχόμενη υπερβολή και εκφραστικές χειρονομίες το παραλήρημα μιας μάνας της οποίας ο γιος επιθυμεί να γίνει συγγραφέας εγκαταλείποντας σπουδές και την προοπτική σταθερής εργασίας.
Η Μαρία ΔαβίλλαΗ Χαρτοπετσέτα») υποδύεται με σπιρτάδα και μπρίο μια κουτσομπόλα που φλυαρεί ασταμάτητα. Η Νερίνα ΖάρπαΤο παιδί μου γίνεται τέρας») διαχειρίζεται υποδειγματικά το στοιχείο της έκπληξης και αποκαλύπτει σταδιακά την αφέλεια και την άγνοια της μάνας. Η κυρία Ζάρπα ελέγχοντας τα εκφραστικά της μέσα εντοπίζει την ισορροπητική «γραμμή» που απαιτεί ο ρόλος. Πολύ καλή ερμηνεία!
Απολαυστική η Ζωή ΚατσάτουΤο Σπίτι») στον τελευταίο μονόλογο. Η κυρία Κατσάτου αποτυπώνει ευκρινώς τη μεταστροφή των συναισθημάτων της ηρωίδας με λεπτούς εκφραστικούς μορφασμούς και έμφαση στη λεπτομέρεια.
Στον ίδιο χώρο, κάθε Δευτέρα και Τρίτη παρουσιάζεται το νέο έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Στου Βούξινου, στου Κίκιζα και στο Μεταξουργείο», ένα χρονικό με μορφή επιθεώρησης, όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας. Η παράσταση αναφέρεται στην ιστορία του παλιού Μεταξουργείου, που από την Ελληνική Επανάσταση έως το 1960 υπήρξε η καρδιά της Αθήνας, και φθάνει μέχρι το σημερινό Μεταξουργείο, το οποίο αποτελεί μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Ο κύριος Νεγρεπόντε (Γιώργος Γιανναράκος) καλείται να δώσει μια διάλεξη για την παλιά αυτή περιοχή και ξαφνικά στον ίδιο χώρο ενσκήπτουν νεαρές ηθοποιοί καθώς και μια κυρία με αλτσχάϊμερ (Μαίη Σεβαστοπούλου) διεκδικώντας η καθεμιά αυτό που της ανήκει….
Και από τις δυο παραστάσεις απουσιάζει αισθητά ένα, έστω και ολιγοσέλιδο, πρόγραμμα με πληροφοριακό υλικό για τα κείμενα, τους συγγραφείς και την εποχή τους, φωτογραφίες και βιογραφικά συντελεστών.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Περπατώ εις το δάσος όταν ο λύκος είναι εδώ» του Γιώργου Μανιώτη
Από την ομάδα «Θεώρηση»
Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια : Μαίη Σεβαστοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια : Νίκη Πέρδικα
Τους μονολόγους ερμηνεύουν οι ηθοποιοί : Μαρία Δαβίλλα, Νερίνα Ζάρπα, Ζωή Κατσάτου, Χριστίνα Παπαβασιλείου και Μαρβίνα Πιτυχούτη

CABARET VOLTAIRE
Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο, τηλ. 210 52 27 046
Τετάρτη – Πέμπτη 20.30

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Όχι, δεν είμαι λυπημένος


Ο Sad
Ένας αριθμός στις στατιστικές
Ένα κομμάτι του ντεκόρ της καθημερινότητάς μας
Ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος
Φιμωμένος
Με δεμένα χέρια
Εγκλωβισμένος μέσα στις αντιλήψεις των Άλλων
Ένας γνωστός – άγνωστος που εξομολογείται
Προσπαθώντας να βρει κουράγιο να συνεχίσει
Ένας Sad που προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν είναι λυπημένος

(Από το σκηνοθετικό σημείωμα του προγράμματος)

Στον πολυχώρο «Ράγες» παρουσιάζεται το έργο του Αυστριακού συγγραφέα Robert Schneider «Σκουπίδι» («Dreck») σε σκηνοθεσία Αλκυώνης Βαλσάρη και το Βαγγέλη Βαφείδη στο ρόλο του Ιρακινού μετανάστη. Ο μονόλογος γράφτηκε το 1991 ενώ στην ελληνική σκηνή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε μετάφραση Κοραλίας Σωτηριάδου, σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη τη θεατρική περίοδο 1997-1998.
Το κείμενο εξιστορεί τη ζωή και την πορεία ενός μετανάστη από το Ιράκ μετά το πρώτο χτύπημα στη Βασόρα από τα Αμερικάνικα στρατεύματα και τη μετανάστευση του στην Ευρώπη του πολιτισμού.
Το «Σκουπίδι» είναι ένα έργο πολυεπίπεδο. Ο μετανάστης παίζει με μεταφορές ταυτότητας και ντύνεται πότε τον εαυτό και πότε τον άλλον (εμάς). Στέκεται μπροστά μας ως ανθρώπινο πλάσμα και την ίδια ώρα μιλά με το στόμα των ιδεοληψιών μας για να τις ακυρώσει. Καθρεφτίζει στους φόβους μας τους φόβους του, τα άγχη μας στα δικά του, ενώ τα θέλω του σπρώχνονται να χωρέσουν σε χώρους που είναι στο βάθος αδιάφοροι για τα δικά μας θέλω, όπως τα νυκτερινά πάρκα.
Το «Σκουπίδι», έτσι, υπενθυμίζει ότι «στις διάφορες προσεγγίσεις που σημάδεψαν την παραγωγή ταυτοτήτων τους τελευταίους αιώνες, ο «άλλος» αντιμετωπιζόταν πάντοτε μέσα από ένα διπλό προσωπείο. Τις περισσότερες φορές ως «Απειλή» αλλά σπανιότερα ακόμη κι ως «Σωτήρας», ο «Άλλος» επενδύθηκε με τις διάφορες κοινωνικές και μεταφυσικές έννοιες που συνέβαλλαν στις αναγνώσεις του «διαφορετικού» και μέσα από αυτές στις αναγνώσεις του «εαυτού». (Από το σύγγραμμα ο Απειλητικός Άγριος κι ο Προσδοκώμενος Μεσσίας, της Ελένης Καρασαββίδου).
Ο Sad ψάχνει τη δική του σωτηρία μέσα από τα τριαντάφυλλα, («50 υπέροχα τριαντάφυλλα στο δωμάτιο μου κάθε βράδυ») προγκίζοντας τον υλισμό μιας νεόπλουτης κοινωνίας που αλλάζει, καθώς, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήρθαν στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, συμβάλλοντας στην διαμόρφωση μιας «νέας κατάστασης».
Βέβαια, το «νέο» είναι σχετικό, αφού, αν και από την δημιουργία του εθνικού κράτους κι έπειτα έχει επικρατήσει η σύζευξη του με την εθνική κυρίως καταγωγή, το φαινόμενο της μειονότητας «δείχνει να είναι σύμφυτο με το ίδιο το διαχρονικό δεδομένο της συμβίωσης του ανθρώπινου γένους, που πάντοτε, και παρά τις διασταλτικές προσαρμογές του, έχει προσδιοριστεί από ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς».
Όπως μας έδειξε ο Φουκώ, σε τέτοιες μεταιχμιακές εποχές, η έννοια του διανοούμενου τρέπεται συχνά σε ένα ευφυές μέσο για να ρυθμίζεται και ν’ αστυνομεύεται ο πολυσημικός λόγος της μυθοπλασίας. Αυτό το φαινόμενο, έτσι, «παράγει ποικίλες εκφορές λόγου για να αυτοθεάται και να κατανοείται. Λόγου καλυμμένου πίσω από λέξεις και πράξεις, λόγου άγαρμπου, ποιητικού, φλύαρου ή συνοπτικού, που περιγράφει με χίλιους τρόπους την πολυτάξιδη πορεία του ανθρώπου προς τον πλησίον του. Και ιδίως προς τον πλησίον του που έρχεται από μακριά για να τον μεταβάλει».
Το «Σκουπίδι» όμως, έχει λόγο άμεσο. Είναι ο ίδιος ο απόκληρος, ο ίδιος ο διαφορετικός που μιλά, είναι η δική του γλώσσα που τρυπά τα αυτιά μας λίγο πριν αποδώσει με το χέρι του το «μέγα τέλος».
Η παράσταση
Η σκηνοθεσία της Αλκυώνης Βαλσάρη κινείται σε δύο επίπεδα, τη σκηνική παρουσία και τις εικόνες βίντεο στις οποίες ο μετανάστης διηγείται τις εμπειρίες του υπό μορφή συνέντευξης. Λιτός σκηνικός χώρος. Κεριά, μια φθαρμένη πολυθρόνα, ένα πανέρι γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα, ένα κρεμμύδι που ο ήρωας καθαρίζει την ώρα που μιλά. Τα αντικείμενα και ο τρόπος χρήσης τους προκαλούν πολλαπλούς συνειρμούς και σημαινόμενα ενώ σε συνδυασμό με το στοιχείο του διπλού σώματος εν εκφορά μέσα από το βίντεο (που δημιούργησε η Εμμανουέλα Κουρκόφσκι) αλλά και τις θολές εικόνες από τη ζωή της πόλης, φέρνουν αντιμέτωπο τον θεατή με την αλήθεια μιας σκληρής καθημερινότητας που πολλές φορές προσποιείται ότι αγνοεί. Ο ρεαλισμός των σκηνικών αντικειμένων και του κοστουμιού της Καλλιόπης Ζαφειροπούλου συνδυάζεται με το «σουρεαλιστικό τοπίο» της πολυεπίπεδης οθόνης. Στη τελευταία σκηνή, η αυτοκτονία του Sad δεν εκτέθηκε ως παιχνίδι εντυπωσιασμού ή σκηνοθετικού ευρήματος. Ο ήρωας κλείνει τα κεφάλαια της ζωής του. Είναι κραυγή απόγνωσης.
Η ερμηνεία του Βαγγέλη Βαφείδη τοποθετεί τον ήρωα στο επέκεινα των οριζόντων μιας βιογραφίας και ενός θεατρικού προσώπου. Ο κύριος Βαφείδης συγκινεί με τη δυναμική της φωνητικής του κλίμακας (σταδιακή κορύφωση), τη στάση του σώματος (την κινησιολογία επιμελήθηκε η Εσθήρ Μαυροφόρου) και τη μετρημένη σιωπή. Συγκινεί η λιτή και ακαταμάχητη α-πορία του ηθοποιού, η γνήσια αθωότητα ενός σώματος που κουβαλάει ωμότητα λόγου και πράξεων.
O Μπρούνο Σνελ είχε γράψει κάποτε πως η γλώσσα είναι το ελάχιστο ανάμεσα στο άφατο του απόλυτου και στην κραυγή του ζώου. Ανάμεσα στην τρέλα που δεν μπορεί να εκφραστεί και στη σοφία που σιωπά. Ο Βαγγέλης Βαφείδης ισορροπεί έξοχα σε αυτόν του τον ρόλο ανάμεσα σε αυτά τα δυο…

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Σκουπίδι» του Ρόμπερτ Σνάιντερ
Απόδοση – Διασκευή : Βαγγέλης Βαφείδης
Σκηνοθεσία : Αλκυώνη Βαλσάρη
Σκηνικά – Κοστούμια : Καλλιόπη Ζαφειροπούλου
Κινησιολογία : Εσθήρ Μαυροφόρου
Βίντεο : Εμμανουέλα Κουρκόφσκι
Το ρόλο του Sad ερμηνεύει ο ηθοποιός Βαγγέλης Βαφείδης

ΘΕΑΤΡΟ ΡΑΓΕΣ
Κωνσταντινουπόλεως 82, Κεραμεικός, τηλ. 210 34 52 751
Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.30

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Δίψα για ζωή


Η ρομαντική κωμωδία «Ο Βροχοποιός» («The Rainmaker») του παραγωγού, συγγραφέα, στιχουργού και σκηνοθέτη Nathaniel Richard Nash (Αμερική 1913-2000) κατέταξε τον δημιουργό της στους σημαντικότερους δραματουργούς της γενιάς και του είδους του. Το έργο γράφτηκε το 1954, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, έγινε μιούζικαλ και κινηματογραφική ταινία και σημείωσε σημαντική επιτυχία σε όλο τον κόσμο ενώ στην Ελλάδα ανέβηκε για πρώτη φορά το 1956 από το Θίασο Λαμπέτη-Χορν σε μετάφραση-σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Έργο με υποδειγματική δόμηση χαρακτήρων, άριστη τεχνική κλιμάκωση, ευφυή σχεδιασμό δράσης και αισιόδοξο φινάλε. Με ρεαλιστικό τρόπο το κείμενο προβάλλει μια θετική στάση ζωής και την πίστη πως τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν αρκεί να τρέφουμε ελπίδες και να τα υποστηρίζουμε με πάθος. Ένα αλληγορικό και μελαγχολικό παραμύθι που κάνει λόγο για τη «στεγνότητα», την «ξηρασία» των ψυχών και την αγωνιώδη προσμονή ενός θαύματος, μιας ριζικής αλλαγής που θ’ ανατρέψει τα δεινά και θα γαληνέψει τις καρδιές. Η ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει σε κάτι μπορεί πολλές φορές να τον παραπλανήσει και να τον οδηγήσει σε σφάλματα, μπορεί όμως και να τον βοηθήσει να βρει μόνος του τις απαντήσεις και να δει τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Σίγουρα, ο μικρόκοσμος του Nash έχει λάμψη, μαγεία και μια μεγάλη δόση «απάτης» μέσα από λόγια που νοιώθουμε συχνά την ανάγκη ν’ ακούσουμε και να πιστέψουμε έστω κι αν στο βάθος γνωρίζουμε ότι δεν βγαίνουν πάντα αληθινά.
Η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα αγρόκτημα στο Τέξας όπου για μεγάλο διάστημα οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της ανομβρίας. Παρακολουθούμε σκηνές από τη ζωή της οικογένειας Κάρρυ που προσπαθεί να βρει γαμπρό για τη μοναδική της κόρη, ένα συνεσταλμένο και χωρίς αυτοπεποίθηση κορίτσι χωρίς ιδιαίτερα εξωτερικά χαρίσματα. Τα δυο της αδέλφια, ο Νόα και ο Τζιμ, μαζί με τον πατέρα τους, της προξενεύουν το βοηθό του σερίφη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στην αρχή τουλάχιστον. Γιατί τα πράγματα θα πάρουν άλλη τροπή με την εμφάνιση ενός αινιγματικού προσώπου.
Ένας παράξενος ταξιδιώτης, ο Μπιλ Αστραλέων εμφανίζεται ξαφνικά και από το πουθενά, για να φέρει τα πάνω-κάτω και να επηρεάσει τους δεσμούς των προσώπων. Υπόσχεται ότι έχει τη δυνατότητα, έναντι κάποιας αμοιβής, να φέρει τη βροχή, να κάνει δηλαδή ένα μικρό θαύμα. Χειρίζεται επιδέξια το λόγο και επιχειρεί να τους πείσει για τη σημαντική προσφορά του. Παρά την αρχική δυσπιστία και καχυποψία, τα μέλη της φαμίλιας στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, αφήνονται στα χέρια του και παρασύρονται σταδιακά από τη σαγήνη της παρουσίας, τον τρόπο συμπεριφοράς και την πειθώ των λόγων του. («Το κακό στη ξηρασία είναι οι άνθρωποι που παύουν να πιστεύουν. Αν δεν πιστέψετε, βροχή δεν θα έρθει…»).

Η παράσταση
Η μετάφραση-απόδοση της Ελένης Ράντου εκφωνείται με άνεση από τους ηθοποιούς και επικοινωνεί με το σημερινό θεατή αν και νοιώθει κανείς ότι κάποιες εκφράσεις προς χάριν της ροής του προφορικού λόγου αποκλίνουν από το ύφος του συγγραφέα.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα ακολούθησε τις κειμενικές οδηγίες στήνοντας μια εύρυθμη παράσταση που διαθέτει μια παραμυθένια ατμόσφαιρα. Οι εικόνες που προβάλλονται σε video wall, εύρημα που χρησιμοποιεί συστηματικά ο σκηνοθέτης, λειτουργούν υποδηλωτικά στη δράση. Λειτουργικό για τους παράλληλους χώρους και πλούσιο το σκηνικό που έστησε ο Μανώλης Παντελιδάκης. Ταιριαστά με το ύφος της παράστασης τα κοστούμια του Μανώλη Γαλετάκη. Οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση στήθηκαν σε γενικά πλαίσια και δε διαφοροποιήθηκαν σε καίρια σημεία.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης (Νόα) στο ρόλο του μεγάλου αδελφού κινείται σχηματικά δίνοντας έμφαση στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ο Ερρίκος Λίτσης (Κάρρυ) υποδύεται μονοδιάστατα τον πατέρα χωρίς μεταπτώσεις και μεταβολές που θ’ αποκάλυπταν περισσότερες πτυχές του χαρακτήρα του. Ο νεαρός Νεκτάριος Λουκιανός (Τζιμ) σκιαγραφεί με ευαισθησία, αφελείς ή άλλοτε αδέξιες χειρονομίες και παιδιάστικους μορφασμούς τη στάση ενός εφήβου που περνάει στην ενηλικίωση, γίνεται δηλαδή άνδρας. Ένα στοιχείο που ίσως παραμερίζεται ή δεν αποδίδεται πειστικά είναι η παρορμητική και εριστική διάθεση του ήρωα. Η Αγγελική Παπαθεμελή (Λίζι) ερμηνεύει με εκφραστικές εναλλαγές την κόρη τονίζοντας τη μεταστροφή στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Ο Μιχάλης Ιατρόπουλος (Σερίφης) ανταποκρίνεται με άνεση στο ρόλο του. Ο Αλέξανδρος Παρίσης (Φάιλ) πλάθει ένα συγκρατημένο και χαμηλών τόνων χαρακτήρα.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Αστρολέων) με τους κωμικούς και ευδιάθετους υποκριτικούς τόνους δε δυσκολεύεται να κατανοήσει το αφηγηματικό πρόγραμμα του ήρωα και τη δράση του. Ένα έξοχο μείγμα καταφερτζή και «απατεώνα» που ξέρει να γοητεύει τους συνομιλητές του με την ανεπιτήδευτη έκφραση του και να βρίσκει το δρόμο για τα μύχια της ψυχής τους. Ένας χωρίς δόλο και με αγνές προθέσεις παρίας που γνωρίζει το μυστικό για να φανερώνουν οι άλλοι τον καλά κρυμμένο εαυτό τους. Ο κύριος Χαραλαμπόπουλος αντλεί από τον πλούσιο καμβά των εκφραστικών του μέσων και διαλέγει χρήσιμα στοιχεία για να ντύσει ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι!

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Ο Βροχοποιός» του Richard Nash
Μετάφραση-Απόδοση κειμένου: Ελένη Ράντου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας

Σκηνικά: Μανώλης Παντελιδάκης
Κοστούμια: Μανώλης Γαλετάκης
Μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος
Φωτισμοί: Παναγιώτης Μανούσης
Τους ρόλους ερμηνεύουν με σειρά εμφάνισης: Ορφέας Αυγουστίδης, Ερρίκος Λίτσης, Νεκτάριος Λουκιανός, Αγγελική Παπαθεμελή, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Αλέξανδρος Παρίσης και Βασίλης Χαραλαμπόπουλος

ΘΕΑΤΡΟ ΔΙΑΝΑ
Ιπποκράτους 5, τηλ. 210 36 26 596
Τετάρτη-Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή 21.30, Κυριακή 18.30

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Η Ασχήμια της Κακίας


Αν λυπούμαι γι’ αυτή την υπόθεση
Που γυρίσαμε πάνω στη σκηνή
Τυλίγοντας και ξετυλίγοντας αγάλματα δράματος
Και συναισθημάτων
Είναι μόνο που χαιρετώντας σ’ ένα σημείο της σκηνής
Μια μάνα χαλασμένη αποχαιρετούσα
Κατόπιν δεν εύρισκα τα παιδικά μου χρόνια
Να ξέρω που γεννήθηκε η βασίλισσα της πίκρας μου
Είναι που σ’ αυτή τη σκηνή τρίτη πράξη ή πέμπτη
Το παιδί που μας άφησε πεθαίνοντας η μάνα
Άσπλαχνη ήταν,
Σαν ανάμνηση
Από το μαύρο της φουστάνι

(Ανέκδοτο ποίημα της Κατερίνας Κατσίρη)

Στο θέατρο «Βικτώρια» παρουσιάζεται το δραματικό έργο «Η Βασίλισσα της ομορφιάς» («The Beauty Queen of Leenane») του ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα Martin MacDonagh σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη. Το έργο πρωτοανέβηκε στη θεατρική σκηνή του Royal Court του Λονδίνου το 1996 αποσπώντας θερμά σχόλια και επαινετικές κριτικές.
Το σύνολο των θεατρικών έργων του MacDonagh (που γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1970) περιλαμβάνει δύο τριλογίες, την τριλογία του Λίνεϊν και την τριλογία του Αράν καθώς και τη μακάβρια φαντασίωση «Ο Πουπουλένιος». Η πρώτη αποτελείται από τα έργα : «Η Βασίλισσα της ομορφιάς», «Το Κρανίο της Κονεμάρα» και «Εδώ άγρια Δύση», μια προσαρμοσμένη στα ιρλανδικά πρότυπα εκδοχή του έργου «True West» του Σαμ Σέπαρντ. Η δεύτερη περιλαμβάνει τα κείμενα «Ο Σακάτης του Ίνσμαν», «Ο Υπολοχαγός του Ίνισμορ» και το «The Banshees of Inisheer», φινάλε της τριλογίας του Αράν που έχει μείνει άπαιχτο και αδημοσίευτο.
Παράλληλα με τη θεατρική δραστηριότητα, ο Martin MacDonagh γράφει και σκηνοθετεί για τον κινηματογράφο. Η ταινία μικρού μήκους «Six Shooter» απέσπασε βραβείο όσκαρ το 2006 ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε στις αίθουσες η μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Αποστολή στη Μπριζ» («In Bruges»)
Ο συγγραφέας αντλεί τα θέματα του από τα προσωπικά του βιώματα, κυρίως από το άθλιο οικογενειακό του περιβάλλον, που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την παιδική ψυχή του. Σε πολλά έργα του, η γονική αναλγησία ζωγραφίζεται με τα μελανότερα χρώματα, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύεται η αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου να συνδράμει κάποιον που αδικείται κατάφωρα.
Η σχέση μάνας και κόρης αποτελεί το κεντρικό θέμα στη «Βασίλισσα της ομορφιάς». Η εβδομηντάχρονη Μαγκ ταλαιπωρεί τη σαραντάχρονη κόρη της Μώρην, δηλητηριάζοντας την καθημερινότητα της με ψέματα, εκνευριστικές απαιτήσεις και προσωπικές κακίες, φθάνοντας στο σημείο να την εμποδίσει να ζήσει τη μοναδική ερωτική εμπειρία της ζωής της. Και όλα αυτά για να την κρατά δεμένη, δέσμια, αιχμάλωτη κοντά της. Η μάνα είναι η δύναμη του κακού. Ανικανοποίητη, δύστροπη, σκέφτεται διαρκώς τον εαυτό της. Η Μαγκ ανήκει στην κατηγορία ηλικιωμένων που εξαρτώνται από τα παιδιά ή τους συγγενείς τους και σπαταλούν ενέργεια σε μάταιες μηχανορραφίες που αποσκοπούν στη διατήρηση του οικογενειακού ελέγχου. Η ακραία γραφή, η εντυπωσιακή ρυθμολογία, το έντονο σασπένς και το διαβρωτικό χιούμορ είναι μερικά από τα ισχυρά θεατρικά στοιχεία που διατρέχουν τη σχέση δύο μοναχικών γυναικών σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας.

Η παράσταση
Η εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ διαθέτει αμεσότητα και αποδίδει το ιδιάζον χιούμορ αλλά και τη βαθιά μελαγχολία του δραματουργού.
Η Νικαίτη Κοντούρη σκηνοθετεί με ακρίβεια τον θεατρικό λόγο του συγγραφέα, επισημαίνοντας τις ιδιαιτερότητες που συνοδεύουν τις βασικές λεπτομέρειες της δομής των ρόλων και τις ευαίσθητες ισορροπίες που αναδεικνύουν το status quo των προσώπων της αναφοράς, ως υπάρξεων εξαρτώμενων από ηθικές συμβάσεις.
Η Έρση Μαλικένζου (Μαγκ Φόλαν) πλάθει με επιδέξιους εκφραστικούς μορφασμούς και κινήσεις ακρίβειας τη φιγούρα μιας μάνας-αράχνης που είναι έτοιμη να κατασπαράξει το ίδιο της το σπλάχνο. Εξαιρετικό και το μακιγιάζ της ηθοποιού. Η κακία της ψυχής έχει αποτυπωθεί στην όψη. Η Ναταλία Τσαλίκη (Μωρήν Φόλαν) «σχεδιάζει» εξελικτικά την πορεία δράσης της ηρωίδας που ενσαρκώνει, ώστε να υποστηρίξει όχι μόνο την επιθετική συμπεριφορά αλλά και την κρίση παράνοιας. Ο Τάσος Γιαννόπουλος (Πάτο Ντούλεϋ) σκιαγραφεί ευθύβολα το ήθος του ήρωα που καλείται να ενσαρκώσει. Ο νεαρός Κωνσταντίνος Γαβαλάς (Ρέη Ντούλεϋ) κινείται με νεύρο, ορμή, ζωντάνια αλλά και εφηβική αδεξιότητα, απαραίτητη για το χαρακτήρα που υποδύεται.
Τίποτα δεν είναι περιττό, ούτε διακοσμητικό στο σκηνικό χώρο που διαμόρφωσε ο Γιώργος Πάτσας. Το εσωτερικό του σπιτιού έχει σχεδιαστεί με έμφαση στη λεπτομέρεια ενώ κάθε αντικείμενο έχει συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο έχει τοποθετηθεί. Όσο για τα κοστούμια, προσαρμόζεται το καθένα στο προφίλ του ήρωα, έτσι όπως παρουσιάζεται από τις δραματικές καταστάσεις που έχει συντάξει ο συγγραφέας.
Οι καίριοι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου δίνουν έμφαση στη ροή του χρόνου αποτυπώνοντας με ακρίβεια τις καιρικές μεταβολές που στην ουσία διαγράφουν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των προσώπων. Σε αυτό συμβάλλουν δυναμικά οι επιλογές των ήχων του Δημήτρη Ιατρόπουλου, οι οποίοι φορτίζουν συγκινησιακά την ατμόσφαιρα αφήνοντας μια αίσθηση ανεξιχνίαστου μυστηρίου. Το βίντεο του Γιώργου Μιχελή συνδέει εύστοχα δυο σκηνές παρέχοντας πληροφορίες στον θεατή για όσα διαδραματίζονται εκτός σκηνής.
Στο άρτια επιμελημένο πρόγραμμα της παράστασης, θα βρει κανείς εκτός από φωτογραφικό υλικό, πληροφορίες για τα έργα του συγγραφέα, μια σύντομη αναφορά στους κυριότερους εκπροσώπους του ιρλανδικού θεάτρου και ένα κείμενο για τη μετανάστευση. Θα μπορούσε επίσης να υπάρχει μια σελίδα με τις παραστάσεις έργων του Martin MacDonagh που έχουν ανέβει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.
Κλείνοντας αξίζει ν’ αναφερθούμε σε κάτι ακόμα. Το φουαγιέ του θεάτρου έχει μετατραπεί σε ιρλανδέζικη παμπ όπου λίγο πριν την έναρξη της παράστασης παίζεται ζωντανά μουσική (στο ακορντεόν ο Βασίλης Παπαγεωργίου) ενώ στους θεατές προσφέρεται δωρεάν μπίρα McFarland. Ένα πολύ ενδιαφέρον happening το οποίο λειτουργεί ως πρόλογος της παράστασης αφήνοντας το κοινό να πάρει μια γεύση από ιρλανδική κουλτούρα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ]
«Η Βασίλισσα της ομορφιάς» του Martin MacDonagh
Μετάφραση : Ερρίκος Μπελιές
Σκηνοθεσία : Νικαίτη Κοντούρη

Σκηνικά – Κοστούμια : Γιώργος Πάτσας
Φωτισμοί : Λευτέρης Παυλόπουλος
Σύνθεση ήχων – Μουσική : Δημήτρης Ιατρόπουλος
Βίντεο : Γιώργος Μιχελής
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Έρση Μαλικένζου, Ναταλία Τσαλίκη, Κωνσταντίνος Γαβαλάς και Τάσος Γιαννόπουλος

ΘΕΑΤΡΟ ΒΙΚΤΩΡΙΑ
Μαγνησίας 5 & Γ’ Σεπτεμβρίου 119, τηλ. 210 82 33 125
Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.30, Κυριακή 20.00

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Μία εικόνα, χίλιες λέξεις


4 αθώοι άνθρωποι…3 άνδρες…1 γυναίκα…
Τα γενέθλια…
Ένα ατύχημα…
Η αναγνώριση…
Κορυδαλλός 2009…
Η εξαθλίωση…η αντοχή φθάνει στα όρια της…
Το σχέδιο…
Η απόφαση…
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Η θεατρική ομάδα «Άλογοι» (αυτοί δηλαδή που δεν χρησιμοποιούν το λόγο) δημιουργήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια στο φουαγιέ μιας δραματικής σχολής όπου κάποιοι νεαροί σπουδαστές, στα πλαίσια της φοίτησης τους, ανέβασαν μια παράσταση με τίτλο «Η Καταδίωξη» καθώς και μια πρώτη εκδοχή της «Απόδρασης». Τα ιδρυτικά μέλη, που τους ενώνουν κοινοί στόχοι και αντιλήψεις για την υποκριτική τέχνη, συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα σε όλους τους τομείς δημιουργίας του θεάματος. Έτσι, η σύλληψη, η σκηνοθεσία, η μουσική επένδυση, τα κοστούμια και οι φωτισμοί αποτελούν προϊόντα ομαδικής συνεργασίας.
Η ομάδα επέλεξε την ονομασία της δύο χρόνια αργότερα, στο Φεστιβάλ Νέων Θεατρίνων που έλαβε χώρα στο Θέατρο Τόπος Αλλού και στο Going Youth Festival στο Θέατρο Ροές με μια εξελιγμένη «Απόδραση». Στη συνέχεια, το έργο παρουσιάζεται στις Νύχτες Nova Pars στο Θέατρο Altera Pars και στο Bob Theatre Festival στο θέατρο Χώρα ενώ τον περασμένο Μάιο εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιεννάλε Νέων Δημιουργών στο Μπάρι της Ιταλίας (τομέας του θεάτρου).
Η φετινή εκδοχή στο θέατρο Άνεσις μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί ολοκληρωμένη performance και υποδειγματική ομαδική δουλειά, θέαμα δυσεύρετο και σπάνιο σ’ ένα ναρκισσιστικό θεατρικό τοπίο όπου λάμπουν η μονάδα, η αλαζονική προβολή του «εγώ», οι «ομάδες» του ενός και μοναδικού προσώπου!
Η ομάδα «Άλογοι» πειραματίζεται και αναζητά διαρκώς νέους τρόπους έκφρασης και τεχνικές, έχοντας ωστόσο ως σταθερά τις αρχές του σωματικού θεάτρου αλλά και του devised theatre (επινοητικό θέατρο). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο όνομα τους, ο λόγος περιορίζεται αισθητά και τη θέση του καταλαμβάνουν η δυναμική και οι απεριόριστες εκφραστικές δυνατότητες του σώματος. Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς στο χαρτί τον αυτοσχεδιαστικό οίστρο, τις συντονισμένες κινήσεις, την ικανότητα εγρήγορσης, τις σβέλτες χειρονομίες, τις εκφραστικές γκριμάτσες των νεαρών ηθοποιών που αποδίδουν τα μικροεπεισόδια της δράσης σε γρήγορους ρυθμούς και χιούμορ που κινείται ανάμεσα στην υπερβολή, τη λιτότητα και τις διαρκείς ανατροπές. Η αισθητική της παράστασης παραπέμπει ευθέως στα καρτούν και στους δημοφιλείς ήρωες των κόμικς.

Με παιγνιώδη διάθεση
Ο χώρος λιτός. Δεν υπάρχουν σκηνικά. Οι ηθοποιοί (Νίκος Αξιώτης, Λευτέρης Ελευθερίου, Νικόλας Μακρής, Κωνσταντίνος Πασσάς και Βασιλική Τσουπάκη) χρησιμοποιούν συμβολικά πολλά μικρά αντικείμενα και εναλλάσσουν υποτυπώδη κοστούμια. Το ενδιαφέρον του θεατή παραμένει αμείωτο από την υποκριτική δεινότητα που μπορεί να παραχθεί στη σιωπή. Όσα δε λέγονται, υπονοούνται, σχεδιάζονται, συμπληρώνονται από τους κώδικες μιας μιμικής τέχνης που αντικαθιστά τα κενά του λόγου με το συνειρμό που παράγουν οι εικόνες. Κάθε πλάνο και μια διαφορετική οπτική γωνία. Κάθε εικόνα μεταβάλλεται από την έκπληξη μιας ανατροπής. Όλα αυτά απαιτούν υποδειγματικό συγχρονισμό των συντελεστών και μελετημένο σχεδιασμό ανάπτυξης της δράσης ώστε να εξασφαλίζεται ισορροπία και αρμονία στην υφολογική διάταξη.
Για το άρτιο αποτέλεσμα της παράστασης, εκτός από τις υποκριτικές αρετές των ηθοποιών, πρέπει να επισημάνουμε τον καταλυτικό ρόλο των μουσικών επιλογών και των φωτισμών. Η μουσική, οι ήχοι και οι φωτοσκιάσεις σχολιάζουν, υπογραμμίζουν και συμπληρώνουν τα όσα διαδραματίζονται. Αποτελούν απαραίτητο κομμάτι που έχει δουλευθεί ξεχωριστά και με έμφαση στη λεπτομέρεια προκειμένου να ενισχυθεί η ελλειπτική δομή του λόγου, ν’ αποδοθεί το νόημα της κάθε σκηνής, να γίνουν κατανοητά υπονοούμενα και συνειρμοί, να προκληθεί εντέλει αβίαστα το γέλιο από το κοινό.
Αξίζει να σχολιαστεί ο κίτρινος φάκελος που δίνεται για πρόγραμμα. Έξυπνη, πρωτότυπη και χαριτωμένη ιδέα! Μια τετράφυλλη αφίσα με δυο όψεις! Στη μια πλευρά, διαβάζουμε λίγα λόγια για το πώς δημιουργήθηκε η ομάδα ενώ στη δεύτερη είναι σχεδιασμένη η μακέτα ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού με χιουμοριστικές οδηγίες και τις φωτογραφίες των ηθοποιών σε κορνίζες. Στο φάκελο βρίσκουμε επίσης ζάρι και δύο πιόνια. Το παιχνίδι ξεκινά…
Στο σύνολο του, ένα λαμπερό και ευρηματικό θέαμα, όπου το χιούμορ μετατοπίζεται εξ ολοκλήρου από τον έναρθρο λόγο στην εκφραστική κίνηση, μια κίνηση που παίζει με λεπτομέρειες κωμικές αποφεύγοντας εκείνες τις χονδροειδείς στιγμές των gags του βωβού έργου. Μια σωματική γλώσσα που περιπαίζει μέσα από οφθαλμαπάτες τη βαρύτητα, τις αναλογίες και τις διαστάσεις των πραγμάτων, ανατρέποντας ανά πάσα στιγμή το αυτονόητο και το αναμενόμενο. Το σκηνικό ελαχιστοποιημένο και αμετάβλητο αναδεικνύει ακόμη περισσότερο το ταλέντο των «Άλογων» να δημιουργούν ένα πλούσιο θέαμα «μετ’ ευτελείας» και να μας υπενθυμίζουν ότι το θέατρο είναι πρωτίστως ο ηθοποιός.
Μια ευχάριστη νεανική παράσταση, με πρωτότυπη σύλληψη και ζωηρούς ρυθμούς που προτείνεται ανεπιφύλακτα σε αυτούς που θέλουν να δουν κάτι ενδιαφέρον και διαφορετικό στην αθηναϊκή εναλλακτική θεατρική ζώνη.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Η Απόδραση»
Από την ομάδα «Άλογοι» που αποτελείται από τους ηθοποιούς : Νίκος Αξιώτης, Λευτέρης Ελευθερίου, Νικόλας Μακρής, Κωνσταντίνος Πασσάς και Βασιλική Τσουπάκη
Θηλυκή συμμετοχή : Μαριάννα Παπασάββα
Στον Ήχο ο Κυριάκος Κανδηλάπτης

ΘΕΑΤΡΟ ΑΝΕΣΙΣ
Λ. Κηφισίας 14, Αμπελόκηποι, τηλ. 210 77 07 227
Δευτέρα – Τρίτη 21.30

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

«Φώτα και Σκιές»


Με συνέπεια ως προς τους στόχους και το ρεπερτόριο της και έχοντας συσπειρώσει ένα κοινό που παρακολουθεί πιστά τα βήματα της, η ομάδα «Νάμα» προκαλεί για άλλη μια φορά το ενδιαφέρον της στήλης παρουσιάζοντας ένα σύγχρονο κοινωνικο-πολιτικό έργο ωμού ρεαλισμού με μαύρο χιούμορ και στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ.
Το «Rottweiler» του Ισπανού Guillermo Heras υπονομεύει το παγιωμένο σύστημα τηλεόραση – παθητικός τηλεθεατής σχολιάζοντας ταυτόχρονα τις ακραίες κοινωνικές παθογένειες του ρατσισμού και εθνικισμού που στην εποχή μας φουντώνουν λόγω του μεταναστευτικού κύματος.
Στο έργο του Heras συγκρούονται αιματηρά δύο κόσμοι. Η δράση εκτυλίσσεται στο στέκι του Ροτβάϊλερ, ενός νεοναζί σκίνχεντ που ζει σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Μαδρίτης. Εκεί, τον επισκέπτεται για να του πάρει συνέντευξη ο Χάϊμε, ένας φιλόδοξος και αδίστακτος δημοσιογράφος. Ο αριβισμός μιας εκπομπής που κυνηγά ανελέητα τα υψηλά νούμερα, δίνει βήμα στη νοσηρότητα των απόψεων και πρακτικών των ακροδεξιών σκίνχεντ, προκαλώντας μια έκρυθμη κατάσταση.
Οι σκίνχεντς αποτελούν ένα κίνημα που γεννήθηκε κυρίως στις εργατικές συνοικίες της Γερμανίας κι εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο, έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό αυτό που υποδηλώνει το όνομά του. Το ξυρισμένο κεφάλι, προσπαθεί ν’ απαντήσει «σημειολογικά» στο μακρύ μαλλί, που καθιερώθηκε ως «σημείο» των κινημάτων κοινωνικής αμφισβήτησης από το 1960 και μετά ενώ το λευκό χρώμα συμβολίζει την καθαρότητα και την ανωτερότητα της αρίας φυλής.

Κραυγή αφύπνισης
Ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα, τόσο σε μακροκοινωνιολογικό όσο και σε μικροκοινωνιολογικό επίπεδο, είναι η σχέση μας με την ετερότητα, που σε σημαντικό βαθμό πλάθει και την εικόνα μας για τον εαυτό και τον κόσμο. Η εικόνα αυτή, είτε ατομική είτε συλλογική, δομείται τόσο από ευρύτερους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, (όπως οι αξίες, τα προβλήματα μιας εποχής μα και η κοινωνική τάξη), όσο και από τα ιδιαίτερα, «ιδιοσυγκρασιακά μας χαρακτηριστικά», αυτό που αποκαλούμε «ροπή του χαρακτήρα». Θα έμενε όμως «επικίνδυνα ανεξάρτητη» εάν σε αυτήν δεν παρενέβαιναν οι αναπαραστατικοί μηχανισμοί όπως τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Μηχανισμοί, η αναπαράσταση των οποίων δεν είναι «ουδέτερη», μα «επιλεκτική», αφού παρουσιάζουν πλευρές του κόσμου που είναι σύμφωνες με την όποια ιδεολογία είναι κυρίαρχη κάθε φορά.
Όπως σημειώνει η Ελένη Καρασαββίδου στο σύγγραμμα Ο Απειλητικός Άγριος κι ο Προσδοκώμενος Μεσσίας «σκοπός συχνά δεν είναι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας μα η χειραγώγηση της κοινωνικής κινητικότητας, ώστε σχεδόν κάθε προσπάθεια ουσιαστικής μεταβολής να παρουσιάζεται με τρόπο που να φαντάζει ως απειλητική για το σύνολο του πολιτισμού μας, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη της κοινωνικής ακινησίας προς όφελος συγκεκριμένων ομάδων που βρίσκονται στην πυραμίδα της. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τις μεταβολές γύρω μας και τοποθετούμε τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτές δείχνει όμως πολλά και σημαντικά για το πως διαπραγματευόμαστε την ατομική ή συλλογική ταυτότητα σε μεταβατικές εποχές σαν τη δική μας»
Η συλλογική μας αυτοεικόνα τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται (ανάμεσα σε άλλα συνεκτικά ή μη) και από αυτήν την αίσθηση απειλής που δημιουργείται καθώς οι κοινωνίες μας γίνονται πολυπολιτισμικές και πολυφυλετικές. Ως «αμυντικό αντίβαρο» η ξενοφοβία, η ανεργία και ο ρατσισμός, θρέφουν νεοναζιστικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη. Κινήματα που για «επανδρωθούν» από νέους χρησιμοποιούν «απτά χαρακτηριστικά» μιας εφηβικής γλώσσας. Ξυρισμένο κεφάλι, μπότες, αμπέχωνο, συγκεκριμένες ορολογίες.
Σε γενικές γραμμές αυτά είναι τα θέματα (Σκίνχεντς και ΜΜΕ) με τα οποία καταπιάνεται ο Guillermo Heras στο έργο του «Rottweiler». Σημαντικό είναι ότι στο έργο την θέση του «άλλου» απέναντί μας κατέχει ο νεοναζί, ο ίδιος που καταγγέλλει τους «άλλους». Έτσι «η αντίληψη της ετερότητας στο έργο γίνεται στρεψόδικη και η κοινωνία τοποθετείται μπροστά από έναν εφιαλτικό καθρέφτη».

Η παράσταση
Η ομάδα «Νάμα» διασκεύασε, με την έγκριση του συγγραφέα, το αρχικό κείμενο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και της πλοκής. Έτσι, προστέθηκαν διαλογικά μέρη που προέκυψαν από αυτοσχεδιασμούς κατά τη διάρκεια των πολύμηνων προβών και ένας δεύτερος χαρακτήρας, ένας μη συνειδητοποιημένος σκίνχεντ που συνυπάρχει με τον ιδεολόγο και απόλυτα αποφασισμένο Ροτβάϊλερ.
Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη εστίασε στα στοιχεία που αναδεικνύουν τον παγκόσμιο χαρακτήρα του έργου. Η χρήση κινηματογραφικών εικόνων αποδεικνύεται ευεργετική και παρέχει με συμπυκνωμένο τρόπο πληροφορίες για το κίνημα και την εποχή. Ο τρόπος που το υλικό αυτό ενσωματώνεται στα διαλογικά μέρη κρίνεται υποδειγματικός και ξεφεύγει – τουλάχιστον σ’ ένα βαθμό – από την υπερβολή και τις κοινότοπες ευκολίες.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης θα προβληθούν μαγνητοσκοπημένες παρεμβάσεις. Ο δάσκαλος του Αντόνιο (Δημήτρης Καταλειφός) και η πρώην κοπέλα του (Ιωάννα Τζώρα) κάνουν δηλώσεις για την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του ενώ η φωνή της μητέρας (Δάφνη Λαρούνη) που αρνείται να μιλήσει για το παιδί της θα σκορπίσει πολλά ερωτηματικά για την περίοδο της παιδικής του ηλικίας. Σε όλη τη διάρκεια του έργου προβάλλεται σε video wall η συνέντευξη με πολλά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα και την απόπειρα εκβιασμού συναισθημάτων. Οι τίτλοι τέλους στο φινάλε, με την επίλεκτη θέση των χορηγών, αποτελούν ένα ακόμη αιχμηρό σχόλιο για τον κυνισμό και την τηλεοπτική αδηφαγία.
Η παράσταση διαθέτει ρυθμό, ένταση και ενέργεια καθώς στιγματίζεται από δυναμικές ερμηνείες. Ο Δημήτρης Λάλος, στο ρόλο του Αντόνιο Βερμούδες (Ροτβάϊλερ) σκιαγραφεί την αινιγματική φύση του ήρωα με ψυχρή, παγερή έκφραση στο πρόσωπο και ελεγχόμενες χειρονομίες που προδίδουν σημάδια διαταραγμένης ψυχοσύνθεσης. Ο Γιάννης Ράμος (Χάιμε) υπογραμμίζει τη σοβαροφάνεια, τη φαιδρότητα αλλά και την αλαζονεία του δημοσιογράφου που διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι ελέγχει απόλυτα την εξέλιξη της κατάστασης. Ένα άλλο ενδιαφέρον σχόλιο στο ρόλο αποτελεί ο σιωπηλός αυτοσχεδιασμός που υπονοεί τη χρήση ναρκωτικών ουσιών κατά τη διάρκεια διαλείμματος για διαφημίσεις. Ο κύριος Ράμος ξεσκεπάζει το προσωπείο της υποκρισίας που έχει ενδυθεί ο ήρωας του ασκώντας ανελέητη κριτική, στα όρια της σάτιρας.
Ο Δημήτρης Καπετανάκος (Ράφα) πλάθει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα και λειτουργεί σαν εκτελεστικό όργανο ενός εγκεφάλου που του έχει εμβολιάσει ξένες ιδέες. Ως κάμεραμαν, ο Γιάννης Τρίμμης (Χουάν) κινείται ανάμεσα στους δυο κόσμους και αποδίδει επιδέξια την ισορροπητική δομή που εκφράζει ο ρόλος του.
Στο κέντρο του σκηνικού χώρου που διαμόρφωσε ο Γιώργος Χατζηνικολάου κρέμεται ένας σάκος του μποξ ενώ όλα τα αντικείμενα κατέχουν μια συνυποδηλωτική θέση. Την ατμόσφαιρα αγωνίας και σασπένς διαμορφώνουν η μουσική του Μάριου Στρόφαλη και οι καίριοι φωτισμοί του μετρ Βασίλη Κλωτσοτήρα.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Rottweiler» του Guillermo Heras
Από την ομάδα «Νάμα»
Μετάφραση : Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία : Ελένη Σκότη
Σκηνικά – Κοστούμια : Γιώργος Χατζηνικολάου
Μουσική : Μάριος Στρόφαλης
Φωτισμοί : Βασίλης Κλωτσοτήρας
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Δημήτρης Λάλος, Γιάννης Ράμος, Δημήτρης Καπετανάκος και Γιάννης Τρίμμης

ΘΕΑΤΡΟ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ
Ναυπλίου 12, Κολωνός, τηλ. 210 51 38 067
Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Η πόρτα είναι ανοιχτή!


«Ο χώρος εν γένει αποτελεί αποκλειστικά και μόνο μια δραστηριότητα της ψυχής, τουλάχιστον ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος συνδέει καθ’ αυτούς ασύνδετους αισθητηριακούς ερεθισμούς προς έννοιες εποπτείες.
Η μοναδικότητα των όντων που καταλαμβάνουν ένα χώρο και των σχέσεων που αναπτύσσουν εντός αυτού, δύναται να καταστήσει και το χώρο μοναδικό – και όχι το αντίστροφο, ως είθισται να πιστεύουμε
»

Georg Simmel

Το έργο του σύγχρονου Ελβετού θεατρικού συγγραφέα Λούκας Μπέρφους (που γεννήθηκε το 1971), «Τέσσερις εικόνες αγάπης» γράφτηκε το 2002 ενώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό πριν από τέσσερα χρόνια στον εξώστη του Θεάτρου Αμόρε σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου και στη στρωτή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νεφέλη».

Η οπτική της παράστασης
Διανύοντας το δέκατο χρόνο λειτουργίας της, η ομάδα «ΟΠΕRA» του συνθέτη-σκηνοθέτη Θοδωρή Αμπαζή, έχει διαμορφώσει τους δικούς της κώδικες και επιδίδεται σ’ ένα γόνιμο πειραματισμό που συνδυάζει τη μουσική, την κίνηση, το λόγο, το τραγούδι παράγοντας σύνθετα θεάματα, τα οποία δοκιμάζουν συχνά τα όρια της θεατρικής πράξης.
Φέτος, η ομάδα «ΟΠΕRA» καταθέτει τη δική της πρόταση πάνω στο έργο και η σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή βάζει τα πρόσωπα του να κινούνται σα να έχουν παγιδευτεί μέσα σ’ ένα λευκό «κελί». Η ευθύνη βαραίνει κυρίως τους χαμένους εαυτούς τους όπου μάταια αναζητούν. Απαντήσεις δε δίνονται έτοιμες, θέτονται μόνο ερωτήματα. Η λύση όμως υποψιάζεται κανείς ότι βρίσκεται στα χέρια τους γιατί σ’ αυτή τη «φυλακή», η πόρτα είναι ανοιχτή και τα αδιέξοδα που επικαλούνται οι ήρωες μοιάζουν να έχουν πλαστεί από τους ίδιους…
Με χαρακτηριστική ελλειπτική δομή και γλώσσα, ο δραματουργός Λούκας Μπέρφους (Lukas Barfuss) αναζητά μια σύγχρονη ερωτική ηθική που θα ξαναέδινε στην αγάπη το χαμένο της νόημα. Η πλήξη που ωθεί στην αλλαγή, οι ανασφάλειες και οι φόβοι, οι θεωρίες για την πίστη και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς την προδοσία, το συναίσθημα της ζήλιας και οι παρερμηνείες του, η ανάγκη για προστασία αλλά και ο εγωισμός που οδηγεί σε μια συγκεχυμένη συχνά απειλή εκδίκησης, ξεδιπλώνονται στους έρωτες και τα μίση τεσσάρων ανθρώπων.
Οι τέσσερις εικόνες μοιάζουν με ένα παιχνίδι. Και όπως κάθε παιχνίδι δομείται από τους απαράβατους κανόνες του έτσι και κάθε σχέση συνίσταται από τους άτεγκτους όρους της. Κάθε πράξη είναι μια επιλογή, μια πόρτα ανοιχτή, μια τρομερή θέση που επιτρέπει την αίσθηση του εδώ και τη θέα του άλλου. Όπως εύστοχα σημειώνει, μεταξύ άλλων, η δραματολόγος Έλσα Ανδριανού πρόκειται για «τέσσερις εικόνες που σιωπούν πεισματικά για την αγάπη κι ένας εκκωφαντικός εισβολέας-καταλύτης-φύλακας-άγγελος, ένας σταθερός εγγυητής της επανάληψης του παιχνίδιου».

Ο σκηνικός χώρος και οι ερμηνείες
Ο σκηνικός χώρος της Ελένης Μανωλοπούλου αποτελείται από ένα άσπρο τετράγωνο κουτί, στο οποίο έχουν χαραχθεί με μαύρες γραμμές, ωρολογιακές ενδείξεις και φωτεινές επιγραφές μιας εξόδου κινδύνου. Τα πρόσωπα της ιστορίας βρίσκονται στη σκηνή από την αρχή έως το τέλος του έργου συνυπάρχοντας παράλληλα χωρίς ν’ αποσπούν όμως την προσοχή του θεατή από τη δράση. Ένα κρεβάτι στη γωνία με μια τηλεόραση παραπέμπει στο θάλαμο νοσοκομείου, ένα γραφείο και τα υπόλοιπα σκηνικά αντικείμενα υποδηλώνουν το χώρο δράσης. Πολύχρωμα, τα κοστούμια των τεσσάρων κεντρικών προσώπων καθώς διαθέτουν ονόματα και ιδιότητες. Αντίθετα, το απρόσωπο στοιχείο του γκρουμ, του μοντέλου, του αστυνομικού και του φοιτητή σχεδιάστηκαν σχηματικά με μαύρες γραμμές σε άσπρες μπλούζες που εναλλάσσει ο ηθοποιός στη σκηνή.
Οι μουσικοί τόνοι λειτούργησαν υποβλητικά ενώ εύστοχα ακούστηκε ο Έλβις στο τραγούδι «Can’t help falling in love» των George Weiss, Hugo Peretti και Luigi Creatore. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου δημιουργούν ατμόσφαιρα που παράγει ερεθίσματα, τα οποία διεγείρουν την ομοιοπαθητική λειτουργία μεταξύ θεάματος και θεατή.
Η Δανάη Σαριδάκη (Έβελυν) αποδίδει με εκφραστική δεξιοτεχνία την ερωτευμένη ψυχασθενή, χωρίς γραφικές υπερβολές. Η Τζωρτζίνα Δαλιάνη (Σούζαν) υποδύεται την απατημένη ζωγράφο δίνοντας έμφαση στα χαρακτηριστικά μιας εκκεντρικής προσωπικότητας. Ο Αντώνης Φραγκάκης (Ντάνιελ) αποτυπώνει στην ερμηνεία του την ιδιάζουσα φύση του γιατρού και διανθίζει μ’ ένα κυνικό χιούμορ το χαρακτήρα. Ο Νέστωρ Κοψιδάς (Σεμπάστιαν) κάνει αισθητή την αλλαγή της ψυχικής διάθεσης του προσώπου που υποδύεται με επιδέξιους χειρισμούς. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο η σκηνή που καταπίνει μονορούφι ενάμιση λίτρο μεταλλικό νερό! Ο Σταύρος Σιούλης (γκρουμ, μοντέλο, αστυνομικός, φοιτητής) διαφοροποιεί με τη φωνή και τις χειρονομίες τους τέσσερις διαφορετικούς ρόλους που υποδύεται.
Το ολιγοσέλιδο πρόγραμμα γεμίζει με ενδιαφέρουσες διασκευές από ιστορίες και παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και των Αδελφών Γκρίμμ ενώ διακοσμείται με ασπρόμαυρα σχέδια σκηνικών.
Στο σύνολο της, μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά. Αξίζει τον κόπο να κατέβει κανείς τα σκαλιά για να οδηγηθεί στο μικρό υπόγειο ενός πολυχώρου με πορεία στο εναλλακτικό θέατρο.

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Τέσσερις εικόνες αγάπης» του Λούκας Μπέρφους
Από την ομάδα «ΟΠΕRA»
Μετάφραση : Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία – μουσική : Θοδωρής Αμπαζής
Σκηνικά – Κοστούμια : Ελένη Μανωλοπούλου
Κίνηση : Αγγελική Στελλάτου
Φωτισμοί : Αλέκος Αναστασίου
Τους ρόλους ερμηνεύουν : Δανάη Σαριδάκη, Αντώνης Φραγκάκης, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Νέστωρ Κοψιδάς και Σταύρος Σιούλης

ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ BIOS
Πειραιώς 84, Γκάζι, τηλ. 210 34 25 335
Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο – Κυριακή 21.00