Έργο παράδοξο, διαλογικός μονόλογος, αν όχι πολυφωνικό
παραλήρημα, χωρίς απάντηση, Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση (1977)
οργανώνεται γύρω από το τρίπτυχο μοναξιά-σιωπή-πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που
αντιπροσωπεύει την κρίση του ξένου, του απόβλητου της κοινωνίας. Ο
περιπλανώμενος ήρωας αναζητά μέσα στη βροχερή νύχτα καταφύγιο. Το εγώ
απευθύνεται σε κάποιο σιωπηλό εσύ σ’ ένα κείμενο το οποίο αποτελείται από μία
και μοναδική φράση που καταλαμβάνει σχεδόν εξήντα σελίδες! Η μοναδική τελεία
στο τέλος μεγεθύνει την εντύπωση της ανεξέλεγκτης εκροής. Ασυνέχεια και
αποσπασματικότητα αποτυπώνουν την τεράστια σύγχυση που επικρατεί στο κεφάλι του
ομιλητή, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μ’ έναν άγνωστο.
Η Μυρτώ
Ράις δίνει νέα ώθηση στο κείμενο του Κολτές αναδεικνύοντας την
παραστατικότητα του σκοτεινού ποιητικού λόγου. Η εξαιρετική της μετάφραση
προκρίνει ευθύβολα την ωμότητα της σκληρής γλώσσας του περιθωρίου αποτυπώνοντας
ταυτόχρονα τη συγκινησιακή φόρτιση, την αγωνία και την ευαισθησία του ανθρώπου
που αποζητά τη συμπόρευση με τον Άλλο.
Η παράσταση του Γιώργου Σκαρλάτου «σκύβει» με τρυφερότητα πάνω στο έργο για να
αποκρυπτογραφήσει κάθε του λέξη δίνοντας έμφαση στη μουσικότητα-ρυθμικότητα του
λόγου. Μεγάλη σημασία για την πρωτότυπη αυτή ανάγνωση αποτελεί ο χώρος. Το
μικρό ισόγειο στο στούντιο ευρυχώρος της Πλατείας Εξαρχείων με πόρτα και
παράθυρα που επιτρέπουν την «εισβολή» πάσης φύσεως ήχων της οδού Οικονόμου,
ενοποιεί τη μυθοπλασία με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα πολιτικά συμφραζόμενα
της περιοχής. Η σκηνοθεσία διασπά το πρόσωπο στα δύο δημιουργώντας ωστόσο
ενιαίο λεκτικό και παραλεκτικό απείκασμα. Η διχοτόμηση του μονολογούντος
προσώπου εμφανίζεται ως πράξη αλλολοσυμπληρώσεως σε διαρκή επικοινωνία και
αλληλεπίδραση με το κοινό, που παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής.
Ο Γιώργος
Σκαρλάτος μαζί με τον Δημήτρη Ροΐδη
ενσαρκώνουν τον καταιγιστικό λόγο με σαγηνευτική έκφραση και αισθησιασμό
σπάζοντας διαρκώς τον «τέταρτο τοίχο». Αξιοσημείωτα το βλέμμα τους και το
ηχόχρωμα της φωνής τους. Οι δύο ηθοποιοί μετατοπίζονται διαρκώς ανάμεσα στο
συμβατικό χώρο της σκηνής και τον έξω χώρο όπου «συναντούν» τα διερχόμενα
οχήματα, τους περαστικούς, την περιπολία της αστυνομίας. Άλλοτε μιλώντας
ταυτόχρονα στο μικρόφωνο (η πρώτη σκηνή που βγαίνουν έξω από το θέατρο και τους
βλέπουμε από το παράθυρο είναι χαρακτηριστική), άλλοτε διακόπτοντας ο ένας τον
άλλο, δημιουργούν ποικίλες μικρο-δράσεις που «χρωματίζουν» τις φράσεις.
Το φως και το σκοτάδι, η εκφώνηση του
ζωντανού λόγου σε εναλλαγή με την ηχογράφηση που ακούγεται από τα δύο μεγάφωνα,
αποτελούν θεμελιώδη υλικά της χειροποίητης αυτής παράστασης. Άλλωστε, η χρήση
της τεχνικής στένσιλ (stencil, διάτρητο), η προβολή εικόνων με τη χρήση του φακού,
δημιουργεί ένα οπτικοακουστικό περιβάλλον που ενδυναμώνει τον σχολιασμό του
λόγου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η φιγούρα του αρουραίου (γνώριμου
«κάτοικου» υπονόμων και περιοχών του υποκόσμου), το σμήνος πουλιών που πετούν,
ο συμβολισμός του διεθνούς συνδικάτου και η λέξη «μάμα», εικόνες που βλέπουμε
σε μεγέθυνση στους τοίχους. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς στο χαρτί την
ατμόσφαιρα αυτού του βιώματος που σε πλημμυρίζει σκέψεις αλλά κυρίως
συναισθήματα προκαλώντας σου διαρκώς την ανάγκη να απαντήσεις σε αυτή την
αγωνιώδη αναζήτηση: «σύντροφε, σε βρίσκω
και σου κρατώ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο κι είμαι μούσκεμα, μάμα,
μάμα, μάμα, μην πεις τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπάω, σύντροφε,
σύντροφε, εγώ αναζητούσα κάποιον που να ‘ναι άγγελος μέσα σ’ αυτό το μπουρδέλο,
και είσαι εδώ, σ’ αγαπάω, και τέτοια, μια μπύρα, μια μπύρα, και ακόμα δεν ξέρω
πώς μπορώ να το πω, τι χάος, τι μπουρδέλο, σύντροφε, κι όλο βροχή, βροχή,
βροχή, βροχή.»