Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

«Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση» του Bernard-Marie Koltès στο στούντιο ευρυχώρος

 


     Έργο παράδοξο, διαλογικός μονόλογος, αν όχι πολυφωνικό παραλήρημα, χωρίς απάντηση, Η Νύχτα λίγο πριν τα δάση (1977) οργανώνεται γύρω από το τρίπτυχο μοναξιά-σιωπή-πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που αντιπροσωπεύει την κρίση του ξένου, του απόβλητου της κοινωνίας. Ο περιπλανώμενος ήρωας αναζητά μέσα στη βροχερή νύχτα καταφύγιο. Το εγώ απευθύνεται σε κάποιο σιωπηλό εσύ σ’ ένα κείμενο το οποίο αποτελείται από μία και μοναδική φράση που καταλαμβάνει σχεδόν εξήντα σελίδες! Η μοναδική τελεία στο τέλος μεγεθύνει την εντύπωση της ανεξέλεγκτης εκροής. Ασυνέχεια και αποσπασματικότητα αποτυπώνουν την τεράστια σύγχυση που επικρατεί στο κεφάλι του ομιλητή, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει μ’ έναν άγνωστο.

     Η Μυρτώ Ράις δίνει νέα ώθηση στο κείμενο του Κολτές αναδεικνύοντας την παραστατικότητα του σκοτεινού ποιητικού λόγου. Η εξαιρετική της μετάφραση προκρίνει ευθύβολα την ωμότητα της σκληρής γλώσσας του περιθωρίου αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τη συγκινησιακή φόρτιση, την αγωνία και την ευαισθησία του ανθρώπου που αποζητά τη συμπόρευση με τον Άλλο.

  Η παράσταση του Γιώργου Σκαρλάτου «σκύβει» με τρυφερότητα πάνω στο έργο για να αποκρυπτογραφήσει κάθε του λέξη δίνοντας έμφαση στη μουσικότητα-ρυθμικότητα του λόγου. Μεγάλη σημασία για την πρωτότυπη αυτή ανάγνωση αποτελεί ο χώρος. Το μικρό ισόγειο στο στούντιο ευρυχώρος της Πλατείας Εξαρχείων με πόρτα και παράθυρα που επιτρέπουν την «εισβολή» πάσης φύσεως ήχων της οδού Οικονόμου, ενοποιεί τη μυθοπλασία με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα πολιτικά συμφραζόμενα της περιοχής. Η σκηνοθεσία διασπά το πρόσωπο στα δύο δημιουργώντας ωστόσο ενιαίο λεκτικό και παραλεκτικό απείκασμα. Η διχοτόμηση του μονολογούντος προσώπου εμφανίζεται ως πράξη αλλολοσυμπληρώσεως σε διαρκή επικοινωνία και αλληλεπίδραση με το κοινό, που παρακολουθεί σε απόσταση αναπνοής.

     Ο Γιώργος Σκαρλάτος μαζί με τον Δημήτρη Ροΐδη ενσαρκώνουν τον καταιγιστικό λόγο με σαγηνευτική έκφραση και αισθησιασμό σπάζοντας διαρκώς τον «τέταρτο τοίχο». Αξιοσημείωτα το βλέμμα τους και το ηχόχρωμα της φωνής τους. Οι δύο ηθοποιοί μετατοπίζονται διαρκώς ανάμεσα στο συμβατικό χώρο της σκηνής και τον έξω χώρο όπου «συναντούν» τα διερχόμενα οχήματα, τους περαστικούς, την περιπολία της αστυνομίας. Άλλοτε μιλώντας ταυτόχρονα στο μικρόφωνο (η πρώτη σκηνή που βγαίνουν έξω από το θέατρο και τους βλέπουμε από το παράθυρο είναι χαρακτηριστική), άλλοτε διακόπτοντας ο ένας τον άλλο, δημιουργούν ποικίλες μικρο-δράσεις που «χρωματίζουν» τις φράσεις.

     Το φως και το σκοτάδι, η εκφώνηση του ζωντανού λόγου σε εναλλαγή με την ηχογράφηση που ακούγεται από τα δύο μεγάφωνα, αποτελούν θεμελιώδη υλικά της χειροποίητης αυτής παράστασης. Άλλωστε, η χρήση της τεχνικής στένσιλ (stencil, διάτρητο), η προβολή εικόνων με τη χρήση του φακού, δημιουργεί ένα οπτικοακουστικό περιβάλλον που ενδυναμώνει τον σχολιασμό του λόγου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η φιγούρα του αρουραίου (γνώριμου «κάτοικου» υπονόμων και περιοχών του υποκόσμου), το σμήνος πουλιών που πετούν, ο συμβολισμός του διεθνούς συνδικάτου και η λέξη «μάμα», εικόνες που βλέπουμε σε μεγέθυνση στους τοίχους. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς στο χαρτί την ατμόσφαιρα αυτού του βιώματος που σε πλημμυρίζει σκέψεις αλλά κυρίως συναισθήματα προκαλώντας σου διαρκώς την ανάγκη να απαντήσεις σε αυτή την αγωνιώδη αναζήτηση: «σύντροφε, σε βρίσκω και σου κρατώ το μπράτσο, θέλω τόσο πολύ ένα δωμάτιο κι είμαι μούσκεμα, μάμα, μάμα, μάμα, μην πεις τίποτα, μην κουνιέσαι, σε κοιτάζω, σ’ αγαπάω, σύντροφε, σύντροφε, εγώ αναζητούσα κάποιον που να ‘ναι άγγελος μέσα σ’ αυτό το μπουρδέλο, και είσαι εδώ, σ’ αγαπάω, και τέτοια, μια μπύρα, μια μπύρα, και ακόμα δεν ξέρω πώς μπορώ να το πω, τι χάος, τι μπουρδέλο, σύντροφε, κι όλο βροχή, βροχή, βροχή, βροχή.»




Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

«Στο σώμα της» των Ελένης Ευθυμίου, Σοφίας Ευτυχιάδου και Νεφέλης Μαϊστράλη στο Εθνικό Θέατρο (Κτήριο Τσίλλερ – Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»)

 


     Πρώτη εικόνα: μια εύσωμη γυναίκα γεννά. Η μητέρα της, πανικόβλητη δίπλα της, τραυλίζει. Δεν τολμά να ξεστομίσει αυτό που βλέπει. Αστεία και δραματική ταυτόχρονα. Στο τέλος κατορθώνει να το ξεστομίσει εκφράζοντας ξεκάθαρα τη δυσαρέσκειά της. Το μωρό είναι κορίτσι. Η γυναίκα που το γέννησε δεν ασπάζεται τα αισθήματά της, αντιθέτως, πανηγυρίζει. Μαζί της και ένας χορός γυναικών που την περιβάλει. Στα δύο πρόσωπα αποτυπώνονται αντικρουόμενες αντιλήψεις και στερεότυπα από καταβολής κόσμου: η γυναίκα-αιτία κάθε κακού και η γυναίκα-πηγή χαράς και ζωής. Δεν ήταν (και δεν είναι) εύκολο να είσαι γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο ο οποίος επιθυμεί διαρκώς να υποτιμά, να εξουσιάζει, να εμπορεύεται, να κακοποιεί… ένα σώμα που δεν του ανήκει.




     Το σπονδυλωτό έργο που συνυπογράφουν η Ελένη Ευθυμίου, η Σοφία Ευτυχιάδου και η Νεφέλη Μαϊστράλη είναι μια σκηνική σύνθεση-σπουδή-γιορτή γύρω από την αναζήτηση της ταυτότητας, την ελευθερία και το δικαίωμα της γυναίκας να αυτοπροσδιορίζεται και να ορίζει η ίδια το σώμα της. Να είναι υπερήφανη που είναι γυναίκα, να μην ντρέπεται, να μην φοβάται, να μην χαμηλώνει το βλέμμα, να μην ακυρώνονται τα δικαιώματά της. Ένας τρυφερός ύμνος στους αγώνες για τη χειραφέτηση. Ένα πλούσιο μωσαϊκό από δυνατές εικόνες, έντονες μυρωδιές, οδυνηρές μνήμες, χαρούμενες και λυπητερές ιστορίες, μύθους, ονόματα και αφηγήσεις.




     Μέσα από σύντομα κεφάλαια-στιγμιότυπα, η παράσταση «Στο σώμα της» αποτινάζει ενοχικά σύνδρομα, φόβους και συστολές και τολμάει να μιλήσει απελευθερωμένα και χωρίς συμπλέγματα ακόμη και για τα πιο άβολα ζητήματα. Άλλοτε με παιχνιδιάρικο ή αιχμηρό χιούμορ κι άλλοτε με ρεαλιστική ωμότητα και ακρίβεια γίνεται λόγος για την αμηχανία στην πρώτη έμμηνο ρύση, τις δύσκολες μέρες κάθε μήνα, την ανακάλυψη του έρωτα και της ηδονής, την αυτοϊκανοποίηση, τα αδηφάγα και πρόστυχα βλέμματα των ανδρών, τις κακοποιητικές συμπεριφορές στις σχέσεις, την ασφυκτική και χειριστική πίεση του περίγυρου για γάμο και απόκτηση παιδιών, το δικαίωμα στη διακοπή της κύησης, την εμμηνόπαυση, τη μοναξιά, τα γηρατειά αλλά και κάθε υπόδειξη-προσταγή για το πώς πρέπει να ζει μια γυναίκα.




     Ο πολύσημος σκηνικός χώρος της Ευαγγελίας Κιρκινέ αναδεικνύει μετωνυμικά το γυναικείο καταφύγιο του αιώνιου θηλυκού. Ένας μυστικός παράδεισος καλλωπισμού (τουαλέτες), ένα υδάτινο περιβάλλον χαλάρωσης αλλά και πόνου (πισίνα), μια πασαρέλα σωμάτων και ψυχών. Την ίδια αισθητική γραμμή θηλυκότητας ακολουθούν τα κοστούμια της Διδούς Γκόγκου. Οι μουσικοί ήχοι της Σοφίας Καμαγιάννη, η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου, η κίνηση της Ξένιας Θεμελή και οι φωτισμοί της Ζωής Μολυβδά-Φαμέλη αποκαλύπτουν τους μη ορατούς υπαινιγμούς που κατακλύζουν τη δράση του λόγου.  




     Η σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου ενορχηστρώνει ευφάνταστα και εύρυθμα τα μικροεπεισόδια προβάλλοντας σθεναρά την αθωότητα της αμηχανίας και το ανεπιτήδευτο στους μονολόγους και τις ομαδικές δράσεις. Σκηνές ανθολογίας, μεταξύ άλλων, η επίδειξη σειράς καλλυντικών (καυστικό χιουμοριστικό σχόλιο για την καταναλωτική μανία που επιβάλει στη γυναίκα να είναι πάση θυσία όμορφη και λαμπερή), η εργαζόμενη γυναίκα με τα τρία μωρά που τρέχει και δεν φθάνει (στην εξοντωτική καπιταλιστική κοινωνία), η συγκινητική εξομολόγηση μιας φυλλομετάβασης, οι ανησυχίες για το βάρος, το τραγούδι της κλειτορίδας, τα λογοπαίγνια, οι ρήσεις και οι παροιμίες για το αιδοίο, τα συνώνυμα για το γυναικείο στήθος και η τελευταία σκηνή της βροχής που απογειώνει την παράσταση.




     Ένας θίασος δώδεκα γυναικών, διαφορετικών ηλικιών, σωματότυπων, χαρακτηριστικών, οργώνει στην κυριολεξία τη σκηνή αρθρώνοντας μέσα από κατακερματισμένες αφηγήσεις (ατομικές και ομαδικές) και μια επίφαση δραματοποιημένου αλαλούμ, έναν βαθιά υπαρξιακό λόγο. Η Αλίκη Αλεξανδράκη, η Φένια Αποστόλου, η Ξένια-Μαρία Γκιουλεμέ, η Αγγελική Δεληθανάση, η Ίντρα Κέιν, η Μαρία Κεχαγιόγλου, η Ιωάννα Μαυρέα, η Κατερίνα Παπανδρέου, η Χάρις Σερδάρη, η Νάνσυ Σιδέρη, η Μαρία Σκουλά και η Κωνσταντίνα Τάκαλου μαγεύουν το κοινό ερμηνεύοντας κάθε μια ένα προσωπικό άλγος καθώς δημιουργούν μια κυκλική κίνηση λόγου και δράσεως που οδηγεί σε αποκορύφωμα σκηνικής δίνης.