Το έργο «Intra Muros» (2017) του Αλεξίς Μισαλίκ
αποτελεί μια σπουδή πάνω στη λειτουργία της αναπαράστασης ως μέσο υπαρξιακής απελευθέρωσης. Ο Γάλλος συγγραφέας χρησιμοποιεί τη
μεταθεατρική φόρμα για να αναδείξει τη θεραπευτική ισχύ της αφήγησης και
τοποθετεί τη δράση εντός σωφρονιστικού ιδρύματος, μετατρέποντας τη σκηνή σε
έναν ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του εγκλεισμού και της φαντασίας.
Αρχικά, όλα δείχνουν «αθώα» και
«φυσιολογικά». Η κοινωνική λειτουργός Αλίς προσκαλεί τον σκηνοθέτη Ρισάρ για να
εμψυχώσει ένα σεμινάριο θεάτρου στη φυλακή. Εκείνος καταφθάνει συνοδευόμενος
από τη Ζαν, πρώην σύζυγό του και ηθοποιό, που συμμετέχει με επιφύλαξη στο εγχείρημα. Με
έκπληξη διαπιστώνουν πως μόνο ο ορμητικός Κεβίν και ο αινιγματικός Ανζ δίνουν
το παρών. Καθώς οι ασκήσεις εξελίσσονται, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και
μυθοπλασίας καταρρέουν, αποκαλύπτοντας μια δαιδαλώδη σύνδεση των πεπρωμένων
τους.
Ο Ρισάρ αξιοποιεί τη μέθοδο της δραματοθεραπείας: οι κρατούμενοι, μέσω των ασκήσεων αυτοσχεδιασμού, δεν
υποδύονται απλώς ρόλους, αλλά ανασύρουν κατακερματισμένες μνήμες. Εδώ, το
θέατρο λειτουργεί ως «καθρέφτης» του παρελθόντος, επιτρέποντας στους χαρακτήρες
να επανεκτιμήσουν τα τραύματά τους μέσα από την απόσταση του ρόλου.
Η δραματουργική οικονομία οικοδομείται
πάνω σε έναν καταιγιστικό ρυθμό, όπου οι διαρκείς αναδρομές συμφύονται οργανικά με τον
παρόντα δραματικό χρόνο: μια «ρευστή» σκηνική πραγματικότητα, η οποία
επιτρέπει στην αφήγηση να κινείται ελεύθερα μεταξύ μνήμης και βιώματος.
Παράλληλα, ο δημιουργός διερευνά σε βάθος τη δυναμική της ειμαρμένης και των συμπτώσεων. Η σταδιακή αποκάλυψη ότι οι πορείες των πέντε προσώπων
διαπλέκονται με τρόπο σχεδόν νομοτελειακό, δρα ως καταλύτης για την «κάθαρση»
και μετουσιώνεται σε μια πράξη
αλληλεγγύης και αποδοχής.
Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου μεταφέρει με αμεσότητα και ρυθμική πλαστικότητα τη
νευρώδη ενέργεια του πρωτοτύπου. Ο Παντελής
Δεντάκης μετουσιώνει τον εγκιβωτισμό του Μισαλίκ σε μια χωροχρονική ώσμωση,
επιχειρώντας μια φαινομενολογική θέαση της σκηνής: ο πραγματικός χώρος του
κελιού και ο ψυχικός χώρος της ανάμνησης αλληλεπιδρούν διαρκώς. Η σκηνοθεσία
ενορχηστρώνει ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι ψευδαίσθησης στις δαιδαλώδεις διαδρομές
του μυαλού όπου τα όρια βιώματος και επινόησης συγχέονται. Η ανάδειξη της
υποκειμενικότητας του χρόνου υπογραμμίζει τη λυτρωτική λειτουργία της τέχνης:
το θέατρο δεν αναπαριστά απλώς τη ζωή, αλλά «γκρεμίζει» τους τοίχους,
προσφέροντας μια ουσιαστική υπαρξιακή ελευθερία.
Τη σκηνοθετική ανάγνωση ενισχύουν η
μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, τα
σκηνικά και τα κοστούμια της Ηλένιας
Δουλαδίρη, οι καίριοι φωτισμοί και τα βίντεο του Αποστόλη Κουτσιανικούλη.
Οι ηθοποιοί οικοδομούν μια σκηνική ετεροτοπία – έναν «άλλο» χώρο όπου οι κανόνες του εγκλεισμού αναστέλλονται – ενσαρκώνοντας τις διαρκείς μεταμορφώσεις των ηρώων με μια εκφραστική ένταση που γεφυρώνει το βίαιο παρόν της φυλακής με το αναπλαστικό φως της φαντασίας. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη (Ζαν), ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης (Ρισάρ), ο Νικόλας Δροσόπουλος (Κεβίν), η Αμαλία Νίνου (Αλίς) και ο Γιώργος Συμεωνίδης (Ανζ) μεταπλάθουν την εμπειρία του εγκλεισμού σε μια τελετουργία απελευθέρωσης, αποδεικνύοντας πως η τέχνη αποτελεί την έγκυρη μαρτυρία της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στο αναπότρεπτο του χρόνου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου